Στο Night CRIÚ, η Hilary Woods τραγουδά σαν να θέλει να εξαφανιστεί μέσα στον ίδιο της τον ήχο. Οι φωνές της πολλαπλές, πνιγμένες, διάφανες, στροβιλίζονται σαν ψυχές που ψάχνουν να βρουν που στο διάολο ανήκουν. Μετά τα δύο ορχηστρικά της άλμπουμ, Feral Hymns (2021) και Acts of Light (2023) η επιστροφή της στη φωνή μοιάζει λιγότερο με εξομολόγηση και περισσότερο με κάποιο πείραμα φυσικής και διάλυσης: δηλαδή πώς γίνεται μια ανθρώπινη παρουσία να γίνει στοιχείο της ατμόσφαιρας, σκόνη στο φως μιας παλιάς προβολής.
Η μουσική είναι θαμπή και υδάτινη, σαν να ηχογραφήθηκε μέσα από όνειρο. Οι τρομπέτες, οι παιδικές χορωδίες, οι ψίθυροι, τα βήματα στους διαδρόμους, όλα θυμίζουν εκείνες τις ταινίες του Švankmajer ή του Pasolini όπου η πραγματικότητα έχει ήδη αρχίσει να σαπίζει, αλλά παραμένει τρυφερή. Ο ήχος χτίζεται αργά, αναπνέει και ξεθυμαίνει. Κάθε τραγούδι είναι μια μικρή τελετή συμφιλίωσης με το κομμάτι του εαυτού που είχαμε ξεχάσει να θρηνήσουμε.
Η Hilary Woods είναι Ιρλανδή μουσικός, συνθέτρια και εικαστικός, γνωστή για τον ατμοσφαιρικό, κινηματογραφικό ήχο της που κινείται ανάμεσα στο ambient, το drone και τη σκοτεινή folk. Πρώην μπασίστρια των JJ72, ακολούθησε σόλο πορεία δημιουργώντας έναν εντελώς προσωπικό ηχητικό κόσμο, όπου η σιωπή, η φωνή και το delay των ήχων συνυπάρχουν σαν μορφές μνήμης. Από το ντεμπούτο της Colt (2018) έως τα δύο προαναφερθέντα άλμπουμ, η Woods εξελίχθηκε σε μία από τις πιο ποιητικές και ανήσυχες παρουσίες της ευρωπαϊκής avant-folk σκηνής, συνδυάζοντας την ευαισθησία του κινηματογράφου με τη μυσταγωγία του ήχου. Και αυτό εδώ το νέο της σηματοδοτεί μια επιστροφή στη φωνή και στο τραγούδι, σαν τελετή επανασύνδεσης με το σώμα και την ανθρώπινη εμπειρία.
Το Night CRIÚ ούτε μιλά για τη νύχτα, ούτε θέλει να είναι ένα αποκλειστικά νυχτερινό άλμπουμ (αν και εκείνες τις ώρες καταφέρνει να ακούγεται ιδανικά), αλλά σαν ιδέα όλο αυτό το νέο ηχογράφημα είναι μια ξεχωριστή νύχτα στη σύγχρονη δισκογραφία. Μια νύχτα που σου ψιθυρίζει από γωνίες που δεν περίμενες. Μια νύχτα που σε παρασέρνει σε σημεία της πόλης που δεν ήξερες ότι υπάρχουν. Μια νύχτα που μπορεί να σε βγάλει μπροστά σε ένα άγνωστο, αλλά φιλικό και πανέμορφο σώμα. Ένα σώμα που, αντίθετα από εσένα, θυμάται τη μορφή του μέσα στο σκοτάδι. Και μιλάει μια γλώσσα σαν να μέσα από το στόμα ενός παιδιού και ενός φαντάσματος ταυτόχρονα. Βλέπετε, στον νυχτερινό και ονειρικό κόσμο της Hilary Woods, η μουσική δεν υπόσχεται λύτρωση παρά μόνο τη συγκίνηση του να παραμένεις ανοιχτός στο μισόφως, εκεί όπου το τραγούδι και η σιωπή μοιράζονται πάντα την ίδια αληθινή ανάσα.
Το βασικό θέμα του άλμπουμ είναι η επανασύνδεση, μια ρομαντική πράξη, σωματική, σχεδόν ωμή. Η Woods ψάχνει να ξαναμπεί στο σώμα της όπως κάποιος που δοκιμάζει να φορέσει κάποιο δανεικό ρούχο. Οι λέξεις λειτουργούν σαν τελετουργικές τομές, σαν τρόποι να ανοίξει χώρο μέσα στον εαυτό για κάτι αρχαίο και παραμελημένο. Όχι, δεν πρόκειται για αυτοθεραπεία, περισσότερο μοιάζει με την αργή επιστροφή μιας μνήμης που πονάει αλλά επιμένει να ζητά αναγνώριση.
Το σώμα εδώ δεν συμβολίζει απλώς ένα όχημα της φωνής. Το σώμα είναι καθημερινό πεδίο μάχης, μνήμης, και αποδοχής. Η Woods ψάχνει την απτική εμπειρία του ήχου, να νιώσει τη δόνηση στο στήθος, το γρέζι στον λαιμό, το αίμα που κυλάει μέσα από τη μελωδία. Σε κάθε κομμάτι, η φωνή της μοιάζει άλλοτε μητρική κι άλλοτε απόκοσμη, σαν να προσπαθεί να αναστήσει κάποια παλιά γλώσσα. και μέσα από αυτή τη διαδικασία, αυτό το υπέροχο άλμπουμ γίνεται ένας ύμνος στην ενσάρκωση και μια πράξη πάλης εναντίον της ψυχικής αποξένωσης. Εδώ, λοιπόν, η Woods επιστρέφει στη φωνή όχι για να τραγουδήσει, αλλά για να κατοικήσει ξανά στο σώμα της. Για να θυμηθεί ότι κάτω από τα στρώματα του ήχου υπάρχει πάντα ο παλμός της φωνής μας που δεν θέλει να σωπάσει.
Η ηχητική αρχιτεκτονική του Night CRIÚ λειτουργεί σαν καθρέφτης, εκεί μέσα γεννιέται. Ο Dean Hurley (ο μυστικός συνοδοιπόρος του David Lynch) υφαίνει έναν ήχο που μοιάζει περισσότερο με ατμό παρά με σύνθεση: πνευστά που ξεφυσάνε ήσυχα σαν μια τελευταία ανάσα, παιδικές φωνές που μοιάζουν να ηχογραφήθηκαν μέσα σε εκκλησία, υφές από μέταλλο, νερό, άνεμο. Όλα γίνονται όργανα μιας τελετής αποδόμησης, όπου ο ρυθμός κυλά αργά, όπως το σώμα όταν παραδίδεται στον ύπνο.
Η Woods οργανώνει τους ήχους της σαν φωτογραφίες από μια άλλη ζωή. Κάθε μπρούτζινο φύσημα, κάθε ψίθυρος του χορωδιακού συνόλου, θυμίζει κάτι χαμένο που ζητά να επιστρέψει στο δέρμα. Αυτή η συμφωνία μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού ήχου, του ενήλικου και του παιδικού στοιχείου, δημιουργεί μια παράδοξη ένταση: το άλμπουμ πάλλεται ανάμεσα στη γη και στον αέρα, σαν αναπνοή που δεν αποφασίζει αν είναι προσευχή ή αποχαιρετισμός. Στο τέλος, αυτό που μένει δεν είναι η μελωδία, αλλά το αποτύπωμά της. Ένας απόηχος που ακουμπά το σώμα όπως ένα ψυχρό φως μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο ακριβώς εκεί όπου η Hilary Woods ξαναβρίσκει την ανθρώπινη μορφή της.
Το Night CRIÚ δεν είναι "pop" (αν και σε κάποιον δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να είναι). Είναι ένα φολκλορικό ambient όραμα, αργό και σχεδόν υποτονικό, που σμιλεύεται με έγχορδα στο ύφος της Mica Levi, πνευστά σαν αναστεναγμούς ("Faults"), κιθάρες που ξεθωριάζουν ("Taper") και τόσο πανέμορφες παιδικές χορωδίες που θυμίζουν τελετές της αυγής. Η φωνή της Woods αιωρείται κάπου ανάμεσα στη Julee Cruise και τη Grouper, με τη μελαγχολική τρυφερότητα της Marissa Nadler, πάντα όμως ντυμένη με εκείνη την ονειρική, σχεδόν μεταθανάτια διάσταση που την κάνει να ακούγεται σαν να τραγουδά για να παραμείνει ζωντανή.
Παρά τη νηφάλια υφή του, ο δίσκος κρατά μέσα του κάτι ανησυχητικά Lynchian: όχι μόνο επειδή το μιξάρισμα ανέλαβε ο Dean Hurley, αλλά επειδή αυτός ο ήχος μοιάζει με παραίσθηση που επιμένει να χορεύει μέσα σε μια ερειπωμένη αίθουσα χορού. Ακόμα και το εξώφυλλο, ένα φαινομενικά χαρούμενο ζευγάρι που χορεύει, μοιάζει να προέρχεται από τον ίδιο σκοτεινό τόπο με το Mulholland Drive, μια σκηνή ευφορίας, δηλαδή, που μετατρέπεται σε όνειρο τρόμου.
Το Night CRIÚ (η λέξη "criú" στα ιρλανδικά σημαίνει "πλήρωμα") είναι πράγματι έργο ενός πληρώματος της νύχτας: ηχογραφήσεις από τη Δυτική Ιρλανδία, το Δουβλίνο, το Λονδίνο, τη Λετονία και τη Βιρτζίνια, πρόσωπα που χορεύουν στο DIY βίντεο του "Endgames", ψήγματα μνήμης και φωτός που παλεύουν να ενωθούν.
Κι έτσι, στο τέλος, το Night CRIÚ μοιάζει με ημερολόγιο επιβίωσης γραμμένο σαν παζλ σε μισοσβησμένες λέξεις. Ένας δίσκος για το σώμα που θυμάται, για τη φωνή που ξυπνά, αλλά πάνω απ' όλα για την ανθρωπιά που, ακόμη κι αν είναι τόσο ποδοπατημένη στις μέρες μας, βρίσκει πάντα τρόπο να ψιθυρίσει ξανά.









