Εκεί στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της χιλιετίας, όταν η post-punk αναβίωση διαμέσω της indie σκηνής των zeros είχε λίγο-πολύ ολοκληρώσει την παραβολική της τροχιά στο mainstream, ένα κουαρτέτο από το Calgary, κέντρο της μεσοδυτικής Καναδικής πετρελαιοβιομηχανίας, ονόματι Women είχε κάνει αίσθηση στον διαδικτυακό μουσικό τύπο με την οριακά εχθρική στα αυτιά θορυβώδη ψυχεδελική rock τους, φυτεύοντας έναν από τους σπόρους που θα άνθιζαν στην πρόσφατη post-punk αναβίωση που συντελέστηκε λίγα χρόνια αργότερα (και διανύουμε ακόμη). Μετά το θάνατο του Christopher Reimer η ήδη διαφαινόμενη διάλυση του σχήματος ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, και τα εναπομένοντα μέλη πήραν τους ξεχωριστούς δρόμους τους: ο Patrick Flegel την μακρά underground πορεία που οδήγησε στο πολυεγκωμιασμένο για το περσινό αριστουργηματικό Diamond Jubilee project Cindy Lee, και το δίδυμο των Matt Flegel και Mike Wallace στην δημιουργία των Viet Cong.

Στο ομότιτλο εκείνο άλμπουμ η ψυχεδελική διάσταση του θορύβου έδωσε τη θέση της σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα υπαρξιακής απελπισίας, που όμως δεν κατέληγε πνιγηρή λόγω τόσο των αιχμηρών κιθαριστικών και νευρωτικών ρυθμικών μερών, όσο και των αξιομνημόνευτων μελωδικών γραμμών, αναγάγοντάς το σε υποδειγματικό εκπρόσωπο του post-punk ιδιώματος. Όσο εγκωμιαστική κι αν ήταν όμως η απόκριση στο Viet Cong από τον μουσικό τύπο, άλλο τόσο φάνηκε να προκάλεσε δυσπεψία η ονομασία του σχήματος στο κοινό των νότιων γειτόνων τους οπότε, ως απολύτως αρμόζουσα απάντηση, εγένετο Preoccupations.

Χωρίς να έχει μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα, όπως αναμενόταν τα πρώτα βήματα της δισκογραφίας τους ως Preoccupations δατήρησαν τόσο τα χαρακτηριστικά του ήχου του ντεμπούτου όσο και τις πολιτικοκοινωνικές και υπαρξιακές ανησυχίες τους. Λειαίνοντας όμως σταδιακά κάποιες από τις αιχμές και εντάσσοντας όλο και περισσότερα synthwave στοιχεία, άρχσε και να αποδυναμώνεται η τάση μεταξύ σκληρότητας και μελωδίας που ήταν το καθοριστικό χαρακτηριστικό τους, και παρά τον πιο προβεβλημένο ρόλο της μελωδίας, η μουσική τους να αποκτήσει τελικά μια πιο αποστειρωμένη αίσθηση. Ακόμη κι αν κατατάξουμε το Arrangements, πρώτο της τρέχουσας δεκαετίας άλμπουμ τους, ως την πιο αδύναμη στιγμή των Preoccupations, δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από μια δουλειά που θα έκανε περήφανες τις περισσότερες μπάντες του χώρου αν περιλαμβανόταν στη δισκογραφία τους.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν τα τρία χρόνια μεταξύ του προηγούμενου και του νέου, πέμπτου άλμπουμ τους, το πιο εκτεταμένο διάστημα με εξαίρεση την περίπτωση που είχε παρενεβληθεί η πανδημία, προσέφεραν στους Preoccupations την ευκαιρία να αναστοχαστούν την κατεύθυνση που είχαν ακολουθησει, όμως είναι ηλίου φαεινότερο ότι στο Ill At Ease συναντάμε την φόρμουλα του ήχου τους, γιατί όπως προδίδει κι ο τίτλος («ανησυχία») όχι τόσο τη θεματολογία τους, αναθεωρημένη. Δεν είναι μόνο που τα μελωδικά hooks είναι ξεκάθαρα πλέον στο προσκήνιο, μέχρι και backing vocals επιστρατεύονται, αλλά και που για πρώτη φορά τα synthwave στοιχεία, όπου αυτά συναντώνται, δένουν τόσο οργανικά στο σύνολο, με την ψυχρότητα που ανέδιδαν οι πιο πρόσφατοι προκάτόχοί του να δίνει θέση στην αίσθηση της, οριακά ως και ρομαντικής, μελαγχολίας των αχανών οχρών μεσοδυτικών ουρανών.

Δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, μπορεί η νέα δουλειά των Preoccupations να μην αποτελεί πλέον καθοριστικό κεφάλαιο για το ιδίωμα ή να αφήνει ανεκπλήρωτη την επιθυμία επιστροφής σε εκείνο το  πιο τεταμένο και κατηφές ύφος από μέρους του πιστού στο “Viet Cong” μέρους του κοινού τους, όμως το Ill At Ease δεν είναι παρά η ευστοχότερη εδώ και χρόνια κυκλοφορία ενός από τους συνεπέστερους πρωτεργάτες της σύγχρονης post-punk αναβίωσης.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured