Υπάρχουν πολλά συγκροτήματα που σε προσκαλούν να ακούσεις. Οι Stereolab σε προσκαλούν να αιωρηθείς . Υπήρχε μια εποχή, που απλά σε προσκαλούσαν να χαθείς στο διάστημά τους. Τα χρόνια, βέβαια, περνούσαν και κάθε καινούργιο άλμπουμ στην πορεία τους ενώ έμοιαζε να θέλει να διατηρήσει αυτή την αξία που υπερνικούσε την βαρύτητα, δεν κατάφερνε πάντα να τα καταφέρει με την ίδια έκπληξη και δέος. Σήμερα, με το νέο τους άλμπουμ, τον πρώτο ολοκληρωμένο δίσκο μετά από δεκαπέντε χρόνια, η μπάντα επιστρέφει σε εκείνη την υπέροχη συνταγή και μπορεί (άφοβα) να ξεδιπλωθεί, να ανοίξει φτερά και να πετάξει. Ξανά. Και αλλιώτικα.
Ηχητικά (ας μην γελιόμαστε), δεν υπάρχουν τρομερές εκπλήξεις: εξακολουθούν να στέκονται με το ένα πόδι στη σοβαρότητα (και την βαρύτητα που παλεύουν να νικήσουν) αλλά το άλλο, μπορεί και επαναστατεί άφοβα στο σουρεαλιστικό χείλος της ειρωνείας που πάντα τους χαρακτήριζε. Έτσι από τη μία, βρίσκεσαι ανάμεσα σε (γνώριμους) κώδικες: library μουσική, ραδιοφωνικά εργαστήρια, ψυχεδέλεια made in France, motorik γραμμικότητα made in Düsseldorf. Από την άλλη, όμως, σε κυκλώνει αυτή η οικεία, αλλά παράξενη αφέλεια τους, ένας retro-ονειρισμός από φιλμ που έχει ξεβάψει αλλά ποτέ δεν χάθηκε.
Τα τραγούδια μοιάζουν με τηλεγραφήματα από σύμπαντα όπου ο μαρξισμός συναντά την κβαντομηχανική, και η αγνότητα μιας απλής μελωδίας περιφέρεται αθώα μέσα σε κυκλικές, ασύμμετρες ρυθμικές δομές. Η ειρωνεία, όπως πάντα, υπάρχει, αλλά μόνο ως δόλωμα. Αν καταφέρεις και αφήσεις στην πάντα τις άμυνές σου, το άλμπουμ σε τυλίγει σε κάτι απροσδιόριστο: δεν πρόκειται ακριβώς για ψυχαγωγία, αλλά ούτε και για διαμαρτυρία. Είναι κάτι πιο ρευστό, σαν μια στιγμιαία αστραφτερή λάμψη από κάποιο μελλοντικό όνειρο που έχει γραφτεί στην ταινία μιας VHS κασέτας.
Και όμως, ο ρυθμός είναι πάντα εκεί. Αυτό το χαρακτηριστικά δικό τους groove (λεπτεπίλεπτο, σχεδόν κβαντικό, αλλά σταθερά ακλόνητο) αναπνέει σε όλη την διάρκεια του Instant Holograms On Metal Film. Ειδικά όταν σκάει η χάλκινη θύελλα του "If You Remember I Forgot How to Dream Pt. 1", η μουσική μοιάζει να μετατρέπεται σε ένα παράξενο είδος φουτουριστικής soul: νοσταλγικό και μελλοντολογικό ταυτόχρονα. Αλλού, στο "Melodie is a Wound", ο δίσκος κάνει μια αναπάντεχη βουτιά σε 80s funk, σαν να έσπασε ξαφνικά μια disco μπάλα μέσα στον μοντερνιστικό χώρο της βιντεοκασέτας.
Αυτό που κάνει τη μαγεία των Stereolab να αντέχει (και να μεταμορφώνεται) είναι η ικανότητά τους να παίζουν με τις δομές των τραγουδιών με έναν μοναδικό τρόπο. Να τις ξεφλουδίζουν, να τις λυγίζουν, να τις επανασυνθέτουν μπροστά στα μάτια και τ’ αυτιά σου, σαν πηλός που πλάθεται από το χέρια ενός μάστορα, ο οποίος δεν έχει αποφασίζει τι θέλει να φτιάξει. Η αληθινή τους δύναμη δεν ήταν ποτέ η φόρμα, αλλά η αποδόμηση της φόρμας... με χάρη και απίστευτη δεξιότητα.
Και πουθενά δεν είναι αυτό πιο έντονο από ό,τι στο "Immortal Hands", ένα κομμάτι σαν όνειρο μέσα σε καθρέφτη, που αλλάζει μορφή πριν προλάβεις να το καταλάβεις. Μέσα σε έξι και κάτι λεπτά, το τραγούδι περιέχει δώδεκα φαντασιώσεις για το πώς μπορεί να ακούγεται ένα Stereolab κομμάτι, χωρίς να δεσμεύεται σε απολύτως καμία. Ξεκινά αθώα, με μια ακουστική κιθάρα, λίγες νότες πιάνου, σχεδόν pop, σχεδόν ανθρώπινο. Κι έπειτα, κάτι αλλάζει. Ένα σκίρτημα. Οι ήχοι παύουν να είναι γνώριμοι. Διαθλώνται, χορεύουν. Μικρές ηλεκτρονικές εκρήξεις διακόπτουν την αφήγηση, επανατοποθετώντας το σώμα σε μια νέα διάσταση. Κι όταν νομίζεις πως τελείωσε, σκάνε τα χάλκινα και τα φλάουτα. Και η bossa nova. Ο φοβερός συνθέτης, πολύ-οργανίστας και ποιητής Ben LaMar Gay και ο Rob Frye (των Bitchin Bajas) εμφανίζονται σαν αερικά της νοσταλγίας και φέρνουν ένα φινάλε τόσο αδόκητο, που μοιάζει με όνειρο που δεν θέλεις να τελειώσει.
Και όμως τελειώνει. Σβήνει. Και τότε η αρχή, αυτή η ακουστική απλότητα, φαίνεται τόσο μακρινή όσο μια παιδική ανάμνηση που ίσως και να μην ήταν ποτέ αληθινή.
Δεν έχει σημασία πια τι είναι αληθινό και τι όχι. Η ειλικρίνεια είναι κιτς. Το κιτς είναι ειλικρινές. Οι Stereolab το ξέρουν αυτό εδώ και χρόνια, τώρα απλώς το τραγουδούν πιο ανάλαφρα από ποτέ.
Και κάπως έτσι, λοιπόν, σκέφτομαι πως το νέο τους άλμπουμ δεν είναι μια επιστροφή. Είναι μια παράκαμψη. Μέσα απ’ το γρασίδι ενός αναλογικού λιβαδιού, με τα μάτια κλειστά και ένα χαμόγελο που δεν χρειάζεται το εξηγήσεις, απλά να το δεχθείς.