Cosey Fanni Tutti

Η ιστορία δεν ξεκινάει στο Λονδίνο. Ούτε σε κάποιο σκληρό club της δεκαετίας του ‘80. Ξεκινά στο Hull, μια πόλη του πουθενά, κάπου που οι άνθρωποι φοβούνται πιο πολύ την αποτυχία απ’ ότι φοβούνται την επανάσταση. Κάτι σαν την σημερινή Αθήνα, ένα πράγμα. Αλλά ας πάμε λίγο πιο πίσω από τα 80s. Εκεί, στο Hull, όχι στην Αθήνα, στα τέλη των 60s, μια κοπέλα με το όνομα Christine Newby αρχίζει να ψάχνει κάτι πιο κοφτερό από την πραγματικότητα. Κάτι πιο θορυβώδες. Πιο ωμό.

Θα γίνει γνωστή ως Cosey Fanni Tutti, ένα όνομα σαν γκράφιτι σε καμπινέ τέχνης που πάνω από την τουαλέτα σαν μια άγια εικόνα που σε κοιτάζει: ειρωνικό, ερωτικό και πολιτικό μαζί.

Αυτή η κοπέλα ούτε τραγουδούσε, ούτε χόρευε… Αλλά πόζαρε. Ή έπαιζε, με όλους και με όλα. Έσπαγε. Έσπαγε τη γλώσσα, τα φύλα, το θέαμα, τις ντροπές. Μέσα από την COUM Transmissions, την κολεκτίβα που έστησε με τον Genesis P-Orridge το 1969, η Cosey έκανε performance που τότε δεν θύμιζαν ίποτα. Εκθέσεις με χρησιμοποιημένα ταμπόν, πορνογραφικές πόζες σε γκαλερί, καταστάσεις που οι θεατές δε «κατανόησαν» τότε, αλλά μπορεί, ίσως, να ένιωσαν. Σίγουρα όχι την τέχνη. Αλλά μια ενέργεια. Μια θρασύτατη πρόβα κοινωνικής απορρύθμισης.

Και μετά bang! Το 1975, το σώμα της COUM διαλύεται και ξαναγεννιέται σαν κάτι πιο θορυβώδες. Πιο άφυλο. Πιο punk κι από το ίδιο το punk. Γεννήθηκαν οι Throbbing Gristle. Μαζί με τον Genesis, τον Sleazy και τον (μετέπειτα) σύντροφό της, τον Chris Carter, η Cosey δίνει για πάντα στον ήχο μια άλλη υφή: βιομηχανική, αρρωστημένη, ρεαλιστική. Ο ήχος του εργοστασίου. Ο ήχος του κρεματόριου. Ο ήχος ενός ψυχωσικού σπιτιού. Του κράτους που σε συνθλίβει. Όλοι μαζί δεν γράφουν τραγούδια. Στην ουσία ξερνάνε θόρυβο. Και τον αποκαλούν μουσική.

Η Cosey δεν έπαιζε απλώς synthesizer ή κιθάρα. Έφερνε μαζί της όλο το παρελθόν της performance: το γυμνό, την κάβλα του βλέμματος, τη σάρκα ως μέσο πολιτικής παρέμβασης. Το να είσαι γυναίκα στη σκηνή τότε, άλλωστε, δεν ήταν πόζα, ήταν μια ωρολογιακή βόμβα.

Οι Throbbing Gristle ήταν το πρώτο industrial συγκρότημα. Το παραδέχτηκε και η ιστορία, όταν πια ήταν αργά.

Αλλά η Cosey δεν έμεινε εκεί. Από τα 80s και μετά, μαζί με τον Chris, φτιάχνουν τους Chris & Cosey, και αργότερα τους Carter Tutti, ένα δίδυμο που έσπρωξε την ηλεκτρονική μουσική στο χείλος της ευαισθησίας. Από την ωμή πρόκληση των πρώτων performances, μετακινήθηκαν στην εξερεύνηση του συναισθήματος, της τεχνολογίας, των ερωτικών δυναμικών. Πιο σιωπηλά, πιο ώριμα, αλλά ποτέ λιγότερο ριζοσπαστικά.

Το 2017 έγραψε το βιβλίο "Art Sex Music", μια αυτοβιογραφία που δεν είναι εξομολόγηση, όσο μια χαρτογράφηση ενός πεδίου μάχης. Ή κάπως έτσι νιώθω εγώ μια φανταστική μέρα στο στούντιο με τις άλλες τρεις περσόνες των TG. Μια γυναίκα που έζησε τη σύγκρουση μετωπικά: με το σώμα της, τη φωνή της, με το μηχάνημά της.

Η Cosey δεν ήταν ποτέ μόνη της. Αλλά ήταν πάντα μόνη της. Η μόνη που τολμούσε να φέρει τη σεξουαλικότητα, την τέχνη και την πολιτική στο ίδιο κάδρο, χωρίς να εξηγεί τίποτα, χωρίς να απολογείται για τίποτα. Αν η Nico και η Delia Derbyshire ήταν οι πρώτες πρόδρομοι, τότε η Cosey είναι η απόκλιση. Η γυναίκα που πήρε τον θόρυβο, τον πόνο και την επιθυμία και τα μετέτρεψε σε ήχο, σε performance, σε επιβίωση. Κι αν συχνά παραμερίστηκε στις κουβέντες η συμβολή της στους TG, ας μη γελιόμαστε, επειδή ήταν γυναίκα, επειδή ήταν εκεί με το σώμα της και όχι μόνο με μια κιθάρα ή τρομπέτα ή καλώδια, σήμερα δεν χρειάζεται αποκατάσταση. Χρειάζεται μόνο ν’ ακουστεί.

Στο πρόσφατο έργο της, η Cosey επεξεργάζεται προσωπικές απώλειες και μια παγκόσμια κατάρρευση. Δημιουργεί κάτι που κινείται ανάμεσα στον ρυθμό και στον στοχασμό, με κοινό παρονομαστή μια βαθιά δύναμη, ένα φως που δεν σβήνει ακόμα κι όταν όλα γύρω του μαυρίζουν.

Το άλμπουμ της 2t2 ανοίγει με το "Curæ", ένα σκοτεινό, υπνωτικό κομμάτι που λειτουργεί σαν κάλεσμα. Αν δεν έχεις ακούσει ποτέ τη μουσική της, είναι μάλλον μια ιδανική αρχή. Αν, από την άλλη, θέλεις να εκτεθείς στις πιο άγριες της πλευρές της τότε πέσε με τα μούτρα στο "Zyklon B Zombie" ή στο "Hamburger Lady" των TG. Εγγυημένος αποπροσανατολισμός.

Στο "To Be", το δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ, η μπότα χτυπάει υπόγεια ενώ η τρομπέτα της αρχίζει να ζαλίζεται πάνω στην ψιθυριστή φωνή της. Η οποία όταν ξεθαρρεύει και αρχίζει να στέκεται πιο γενναία μέσα στη δομή του τραγουδιού ξεκινά να διηγείται την ιστορία μιας υπαρξιακής μοναξιάς. Η οποία συνεχίζεται και στο επόμενο κομμάτι. Το "Stound" είναι από τις κορυφαίες στιγμές. Εκεί, με τα φωνητικά της να θυμίζουν υπερβατική τελετουργία, η Cosey είναι σαν να μας λέει πως μια γυναίκα σήμερα μπορεί να «αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης» μέσα από ένα ταξίδι ήχου που ταυτόχρονα θεραπεύει και εξεγείρει. Στο "Respair", λέξη που ενώνει την απελπισία με την επιδιόρθωση, η αρμονική μονοτονία του συνθεσάιζερ τέμνεται από μια φυσαρμόνικα που σκίζει τη σιωπή σαν ήλιος που σκάει πάνω από χαρακώματα.

Είναι απίστευτο πώς κάτι τόσο ηλεκτρονικό μπορεί να το νιώθεις και τόσο ανθρώπινο. Όπως και την ίδια.

Γιατί ας μη γελιόμαστε μέσα σε αυτόν τον δίσκο δεν θα βρεις κάτι που δεν έχεις ξανακούσει τεχνικά, ειδικά αν είσαι μυημένος στα μονοπάτια της ηλεκτρονικής. Δεν έρχεται να επινοήσει καινούριες υφές ή να επαναστατήσει φορμαλιστικά. Κι όμως, αυτό που κάνει είναι πολύ πιο ριζικό: ξεγυμνώνει τον ήχο. Του αφαιρεί κάθε προσποίηση, κάθε μόδα, κάθε clickbait παραγωγή, και τον αφήνει να σταθεί γυμνός, εύθραυστος και δυνατός μαζί. Είναι η σπάνια περίπτωση όπου η συνέπεια του καλλιτέχνη είναι η μεγαλύτερη ρήξη.

Η τελευταία (αγία) τριάδα των κομματιών που κλείνει το άλμπουμ είναι το αποκορύφωμα αυτού του ταξιδιού. Πρόκειται, όπως είπαμε, για ένα ταξίδι που ξεκινάει από παλιά και φτάνει στο μοναχικό σήμερα, διασχίζοντας τις σκοτεινές σήραγγες της επιβίωσης. Εκεί, στο τέλος, δεν υπάρχει κάθαρση με beat και φανφάρες· μόνο μια αδιόρατη αίσθηση συμφιλίωσης. Σαν να έφτασες κάπου που δεν ήθελες, αλλά τελικά ήταν μάλλον απαραίτητο να περάσεις από εκεί.

Και κάπως έτσι, σε σαράντα λεπτά, η Cosey Fanni Tutti σου υπενθυμίζει γιατί είναι τόσο σημαντική. Όχι φυσικά για να της απονείμεις τιμές, πιθανότατα θα σου της φτύσει πίσω στα μούτρα. Αλλά γιατί είναι μια από εκείνες τις καλλιτέχνιδες που δεν θέλουν να παράγουν πολιτισμό. Δημιουργούν έναν άλλο. Από την αρχή. Ενώ οι υπόλοιποι, οι συντηρητικοί, αυτοί που κάποτε την έβριζαν και τώρα την "αναγνωρίζουν", συνεχίζουν να τρέχουν ασθμαίνοντας, ξοπίσω, αλλά μακριά της, στα σοκάκια και στις χαρούμενες αυλές του παρελθόντος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured