Οι Κατακόμβες συνιστούν τον αχανή Υπόγειο Κόσμο των Παρισίων, που διακλαδίζεται σε δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Συνιστούν ένα εκτεταμένο οστεοφυλάκιο 320 χιλιομέτρων κάτω από την επιφάνεια της πόλης. Με θεμέλια αρκετών εκατομμυρίων σωμάτων θαμμένων κατά τον 18ο αιώνα, τα σκελετικά λείψανα είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένα, με μεγάλο μέρος των τοίχων να είναι χτισμένο από κρανία και οστά. Οι Κατακόμβες περιβάλλονται με μια αύρα μυστηρίου ήδη από την πρωτο-χριστιανική εποχή, οπότε και αποτελούσαν το κρησφύγετο των προσήλυτων στη νέα τότε θρησκεία που υπόκειντο σε αμείλικτές διώξεις. Στη διάρκεια της γαλλικής μοναρχίας, στις στοές τους εξυφάνθηκαν δεκάδες συνωμοσίες, ενώ στα χρόνια μετά την Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσαν το ορμητήριο του παρισινού υπόκοσμου και το καταφύγιο των περιθωριακών. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής έγιναν το άντρο της Αντίστασης. Πρόκειται για ένα περιβάλλον απόκοσμό, σαγηνευτικό και οπωσδήποτε γκόθικ. Στη λογοτεχνία οι παρισινές κατακόμβες απαθανατίστηκαν επανειλημμένα, σε κλασικά έργα όπως Η Παναγία των Παρισίων του Βίκτωρος Ουγκώ, Τα μυστήρια των Παρισίων του Εζέν Συ, και Ο Κόμης Μοντεκρίστο του Αλέξανδρου Δουμά. Τα μυστήριά τους στο βάθος των αιώνων εξερευνά με εμπεριστατωμένο τρόπο και η μελέτη Παρίσι. Η μυστική ιστορία του Andrew Hussey (μτφρ. Αλίκη Πιστευτού, Πάπυρος, 2009).
To mini-LP Alive in the Catacombs εσωκλείει την εμπειρία του live και της ηχογράφησης στις παρισινές κατακόμβες: Καταγράφει τις εμφανίσεις των Queens of the Stone Age στο περιβάλλον αυτό τον Ιούλιο του 2024. Συνολικά 5 κομμάτια ("Running Joke / Paper Machete", "Kalopsia", "Villains of Circumstance", "Suture Up Your Future", "I Never Came"), σε εκτελέσεις που απλώνονται στον χρόνο. Ο ήχος είναι απογυμνωμένος, με τα έγχορδα να προσδίδουν υπερβατικούς τόνους και με το τσέλο να υποκαθιστά τη rhythm section και τον σαρωτικό ήχο των keyboards στις στούντιο εγγραφές των QOTSA.
Εδώ συναντάμε την πιο στοιχειώδη μορφή της μπάντας: τους Joshua Homme, Troy Van Leeuwen, Michael Shuman, Dean Fertita και Jon Theodore, πλαισιωμένους από ένα τριμελές σχήμα εγχόρδων, χρησιμοποιώντας αλυσίδες και chopsticks ως αυτοσχέδια κρουστά. Εντελώς αφιλτράριστο, καθώς κάθε τραγούδι ηχογραφήθηκε ζωντανά σε μια ολοκληρωμένη ηχογράφηση χωρίς overdubs ή μοντάζ.
Οι απογυμνωμένες μελωδίες αναδύουν σκοτεινή μελαγχολία. Τα απαλά στοιχεία στα κρουστά και ο όμορφος ήχος των εγχόρδων αναδεικνύουν διαφορετικά στοιχεία των κομματιών και προσδίδουν νέες διαστάσεις στην αντίληψη της ακρόασης.
Το album ξεκινά με ένα mashup των "Running Joke" και "Paper Machete", το πρώτο εκ των οποίων ξεκινά εξ ολοκλήρου an a cappella με πλήκτρα από τον Dean Fertita και φωνητικά από τον Michael Shuman. Από εκεί και πέρα, μια πλούσια ακουστική 12χορδη εισάγεται από τον κιθαρίστα Troy Van Leeuwen μαζί με ελαφριά κρουστά από τον Jon Theodore, καθώς το συγκρότημα μεταβαίνει άψογα σε μια εκπληκτική ερμηνεία του "Paper Machete".
Οι Queens συνεχίζουν με μια εκπληκτική εκδοχή του "Kalopsia", που κάνει εξαιρετική χρήση της δυναμικής και του χώρου. Τα γκρινιάρικα έγχορδα, τα κάπως θεατρικά φωνητικά και η ενέργεια που βγάζει η μπάντα φτιάχνουν κάτι σαν ένα νέο «Φάντασμα της Όπερας».
Εξίσου καθηλωτικό και μελαγχολικό προκύπτει και το “Villains Of Circumstance”. Η ενορχήστρωση είναι απλώς εξαιρετική. Το συγκρότημα παίζει άψογα και με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση σε αυτό το δεδομένο ακουστικό πλαίσιο, όμως τα φωνητικά του Josh Homme είναι αυτά που πρέπει να επαινεθούν για το εύρος των συναισθημάτων που μεταδίδονται με κάθε στίχο, καθώς επιδεικνύει αποχρώσεις οικειότητας, ευαλωτότητας, φόβου και ακλόνητης ξεγνοιασιάς, όλα ταυτόχρονα.
Το άλμπουμ κλείνει με δύο πρώιμα τραγούδια του συγκροτήματος: τα "Suture Up Your Future" και "I Never Came". Το πρώτο δομείται σ’ έναν ρυθμό που ελίσσεται σε μια μπασογραμμή, την οποία που τονίζουν τα συνθεσάιζερ που ουρλιάζουν στους διαδρόμους των Κατακομβών. Το δεύτερο είναι μια αρκετά πιστή ακουστική ενορχήστρωση της οικείας στούντιο εκδοχής του τραγουδιού, οπωσδήποτε πιο μινιμαλιστικής και πυκνής στην ερμηνεία της. Εδώ, το τρίο των εγχόρδων πρωτοστατεί, ερμηνεύοντας μια μεθυστική μελωδία μετά το πρώτο ρεφρέν.
Κάθε αισθητική απόφαση, κάθε επιλογή τραγουδιού, κάθε διαμόρφωση οργάνων· απολύτως όλα σχεδιάστηκαν και παίχτηκαν με σεβασμό προς τις Κατακόμβες — από την ακουστική και τους ατμοσφαιρικούς ήχους του νερού που στάζει, την ηχώ και του φυσικού συντονισμού — μέχρι τους σκοτεινούς ατμοσφαιρικούς τόνους φωτισμού που ενισχύουν τη μουσική. Μακριά από τα ηχομονωμένα όρια του στούντιο ή την άνεση των μόνιτορ επί σκηνής, το συγκρότημα όχι μόνο ανταποκρίνεται σε αυτή την πρόκληση, αλλά και την αγκαλιάζει.
«Είμαστε τόσο απογυμνωμένοι επειδή αυτός ο χώρος είναι τόσο απογυμνωμένος, κάτι που κάνει τη μουσική τόσο απογυμνωμένη, κάτι που κάνει τους στίχους τόσο απογυμνωμένους», λέει ο Homme. «Θα ήταν γελοίο να προσπαθήσουμε να κάνουμε ροκ εκεί. Όλες αυτές οι αποφάσεις ελήφθησαν από αυτόν τον χώρο. Αυτός ο χώρος υπαγορεύει τα πάντα, είναι υπεύθυνος. Κάνεις ό,τι σου λένε όταν είσαι εκεί μέσα».
Στις σημειώσεις του booklet της έκδοσης, η ιστορικός τέχνης Hélène Furminieux σημειώνει:
«Οι Κατακόμβες του Παρισιού αποτελούν ένα εύφορο έδαφος για τη φαντασία. Είναι σημαντικό για εμάς οι καλλιτέχνες να κατανοήσουν αυτό το σύμπαν και να προσφέρουν μια ευαίσθητη ερμηνεία του. Η υπoβολή και η αντιμετώπιση των στοχασμών για τον θάνατο μπορεί να είναι μια βαθιά έντονη εμπειρία. Ο Josh φαίνεται να έχει νιώσει στο σώμα και την ψυχή του το πλήρες δυναμικό αυτού του τόπου. Οι ηχογραφήσεις αντηχούν τέλεια με το μυστήριο, την ιστορία και μια ορισμένη ενδοσκόπηση, ιδιαίτερα αισθητή στη διακριτική χρήση της σιωπής».