Squid

Για τoυς βρετανούς Squid, η δειλία είναι δομικό στοιχείο του ανθρώπινου είδους.  Είναι η κανονικοποίηση της κτηνωδίας, ο μηχανισμός που κάνει τα πράγματα να κυλάνε, είναι μία μέθοδος επιβίωσης. Στην τελευταία κυκλοφορία τους, Cowards, το σχήμα από το Brighton, καταπιάνεται με όλων των λογιών τις φρίκες, σχολιάζοντας την αναισθητοποίηση της κοινωνίας σε ένα άλμπουμ που απαρτίζεται από εννέα τραγούδια-αφηγήματα. Εδώ, όπως και οι δομές της καθημερινότητας οι μουσικές φόρμες καταρρέουν, οι ρυθμοί διαλύονται, οι μελωδίες ξεστρατίζουν και τα κομμάτια κάνουν κλειστές στροφές εκεί που δεν το περιμένεις.

Το άλμπουμ ξεκινά με τον στίχο «We call it something else to disguise our memory» και μία αναφορά στον κανιβαλισμό και το τραγανό δέρμα του “Crispy Skin”, το οποίο τα έχει όλα – synths στην έναρξή του, στιβαρό μπάσο, σιωπές, λίγο από ψυχεδέλεια, λίγο από indie rock, λίγο από τις jazz καταβολές του σχήματος. Μολονότι εμπνέεται από το δυστοπικό μυθιστόρημα "Tender In The Flesh" της Agustina Bazterrica, δίνει ταυτόχρονα την αίσθηση πως ίσως η αναφορά αυτή κρύβει κι άλλα, λιγότερο προφανή. Πιθανώς ένα σχόλιο για την καπιταλιστική ανθρωποφαγία, από την άλλη, ο δίσκος διατρέχεται γενικώς από ευκρινείς στίχους που αφήνουν μία αίσθηση πως ίσως η αναζήτηση για πίσω κείμενο είναι μάταιη.

Από τον κανιβαλισμό ως αλληγορία, περνάμε στην ωμή απεικόνιση βίας στο "Building 650" με πολύ ωραία kraut στοιχεία, που όμως συγκρούονται με τις λουσμένες σε neon πινακίδες πόλεις που περιγράφει. Καταφέρνουν, βέβαια, να περιδινήσουν όμως τον ακροατή στην –κυριολεκτικά- δολοφονική, πλατωνική σχέση του αφηγητή με τον φίλο του Frank, που αρέσκεται στο να δένει ανθρώπους και να τους πυρπολεί, με φόντο την συνοικία του Τόκυο με τα κόκκινα φανάρια. Κι αν σου θυμίζει κάτι, έχουμε άλλη μία λογοτεχνική αναφορά, αυτή τη φορά στο μυθιστόρημα In the miso soup του Ryo Murakami.

Ενδεχομένως το "Blood On The Boulders" που ακολουθεί να έχει, λοιπόν, μία αυτοσαρκαστική χροιά, μιας και σχολιάζει την εμμονή μας με το περιεχόμενο true crime – βέβαια, ο καλιφορνέζικος ήλιος κλείνει το μάτι στο frenzy που δημιουργήθηκε από τη δεκαετία του ’60 με την οικογένεια Manson και τις σχετικές δολοφονίες. Το συγκεκριμένο κομμάτι κορυφώνεται παραληρηματικά, θυμίζοντας αφηγηματικά σκηνή δολοφονίας σε ταινία θρίλερ, όμως ρίχνει απότομα τίτλους τέλους, κλείνοντας με την διαπίστωση πως, όλες αυτές οι ιστορίες είναι πράγματι φρικτές, αλλά λειτουργούν εξαίρετα και ως νανούρισμα για εσένα που έχεις περάσει όλη την ημέρα σου αντιμετωπίζοντας μια καθημερινότητα αν όχι εξίσου αποτρόπαιη, απάνθρωπα εξαντλητική.

Στα ήσυχα "Fieldworks I" και "II" συμμετέχει το βραβευμένο κουαρτέτο εγχόρδων Ruisi Quartet, και οι στίχοι είναι ίσως οι πιο χαρακτηριστικοί του δίσκου. Εδώ αναγνωρίζει κανείς τους δειλούς, που δεν τολμούν να κοιτάξουν την αντανάκλασή τους στο νερό, που κρύβονται πίσω από μια δήθεν θεοσεβούμενη περσόνα, που ξεχνούν ποιοι είναι και ξεχνιούνται σε ένα παιχνίδι άκριτης υπακοής.

Στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, έχουμε το χαριτωμένα νέο-ποστ-πανκ και περισσότερο γεμάτο ηχητικά "Cro-Magnon Man", που αναφέρεται στο διάσημο αρχαιολογικό εύρημα. Σύμφωνα, δε, με τον σαξοφωνίστα Laurie Nankivell ο Cro-Magnon man, ο πρώιμος σύγχρονος άνθρωπος της Ευρώπης, αποτελεί σύμβολο μιας οικτρής εκδοχής του εαυτού, ενός “hopeless case”, που όμως παραμένει θεμελιώδης στη γενετική μας καταγωγή.

Το ομώνυμο "Cowards" δεν θυμίζει σε πολλά τους Squid που έχουμε συνηθίσει, κουβαλά όμως ψήγματα του jazz παρελθόντος τους, αλλά και στοιχεία της πειραματικής τους διάθεσης, για την οποία τους έχουμε ξεχωρίσει. Οι ήχοι και οι λέξεις απλώνονται και επαναλαμβάνονται σε ένα κομμάτι που θα μπορούσε να παίζει σε λούπα επ’ άπειρον, χωρίς να κουράζει, σαν εκατοντάδες reels που διώχνεις προς τα πάνω μηχανικά με τα δάχτυλά σου – με ειδοποιό, βέβαια, διαφορά, την ομορφιά που βρίσκεις εδώ.

Το "Showtime!" επαναφέρει τον ακροατή βιαστικά σε τάξη, ή καλύτερα, τον προσγειώνει σε ένα ψυχεδελικού, γουορχολικού τύπου σκηνικό, που κάπου στη μέση του αποσυντίθεται και λιώνει, όπως φαντάζεται κανείς πως έλιωναν τα κορμιά και οι εικόνες στα πάρτι του θρυλικού Factory. Εδώ όμως η φήμη και η τέχνη δεν είναι όμορφα γυαλισμένες, αλλά παραμορφωμένες από τη ματαιοδοξία και την εκμετάλλευση που μπορεί να φέρει η άπληστη επιθυμία για επιτυχία.

Το άλμπουμ κλείνει με το "Well Met (Fingers Through The Fence)" και τον στίχο «And we just play our songs to the sea / and hope that nothing comes and washes us away» σαν σχόλιο για την περιβαλλοντική καταστροφή και την ματαιότητα των όσων συμβαίνουν – κι όσων έχουν συζητηθεί στα προηγούμενα οκτώ κομμάτια. Χωρίς εντάσεις, χωρίς κορύφωση, χωρίς εγκληματικά alter-ego, το κομμάτι αυτό είναι η προσωπική παραδοχή της μπάντας για ένα αναπόφευκτο τέλος, με τα γυναικεία φωνητικά της Clarissa Connely και το κινηματογραφικό fade out να του δίνουν μία γλυκόπικρη αίσθηση.

Από τις λογοτεχνικές αναφορές και την ποπ κουλτούρα, από τα πυκνά μπάσα που ξεπροβάλουν ανά στιγμές ως τις έγχορδες και πνευστές προσθήκες, η μουσική αισθητική των Squid εδώ μοιάζει να έχει στραφεί προς τα μέσα, με το post-punk ξέσπασμα να λείπει. Στη θέση του, υπάρχει μια συνεσταλμένη, progressive ενέργεια, που διατηρείται εσκεμμένα καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου. Τα τύμπανα μετρούν τον πανικό χωρίς να χάσουν δευτερόλεπτο, τα πνευστά διαβρώνουν το συναίσθημα, τα έγχορδα συμβάλουν στην αποστασιοποίηση, ενώ η παραγωγή αφήνει χώρο στον ακροατή να περιηγηθεί στα πολλά στοιχεία των κομματιών. Έτσι, μέσα από αυτή τη σειρά μικρών ιστοριών, το Cowards απαντάει στην ερώτηση, πώς πρέπει να ακούγεται ένα άλμπουμ που δεν προσποιείται πως είναι γενναίο, αλλά καταγράφει με σκεπτικισμό τη φρικαλεότητα του σήμερα, εμπνευσμένο από μια περίπου μυθοπλασία που όμως είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα απ’ όσο ελπίζουμε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured