Barry Can't Swim – Loner

Στην πρώτη ακρόαση του Loner και ειδικά του "The Person You’d Like To Be", ένιωσα σαν να μου μιλούσε μια παλιά Amiga 500, αλλά με τη φωνή του David Attenborough, ενώ μου εξηγούσε γιατί η νοσταλγία είναι πια ένα τεχνητό συναίσθημα. Ο Barry Can’t Swim (που τελικά μπορεί και να κολυμπήσει, αλλά προτιμά να παραμένει μισοπνιγμένος σε σπασμένα beats) φτιάχνει ένα άλμπουμ που μοιάζει με τελετή μύησης. Ή, αν προτιμάς, μοιάζει με πάρτι σε κάποιο κλαμπ του Μιλάνου όπου όλοι φοράνε ακουστικά και δεν χορεύουν, αλλά κλαίνε, ο καθένας για διαφορετικό λόγο.

Το άλμπουμ σκάει με το "The Person You’d Like to Be", που ακούγεται σαν ηχητικό ημερολόγιο από κάποιο υποσυνείδητο που πήγε για θεραπεία αλλά γύρισε πιο στριμμένο πίσω. Κάπου ανάμεσα σε μια βροντή και μια γελαστή κραυγή, ο σκωτσέζος παραγωγός και DJ Joshua Spence Mainnie μάς υπενθυμίζει ότι η μεταμόρφωση δεν μπορεί να είναι επιλογή στις μέρες μας. Είναι δεδομένο. Κι αυτό το δεδομένο χορεύει.

Το "Different" είναι ακριβώς αυτό: διαφορετικό. Και χορεύει. Πιο σπαστικά, πιο αγχωμένα, πιο ενεργητικά και ακούραστα. Σαν να ξέσπασε μια βραδινή καταιγίδα μέσα στο DJ booth κάπου στο Εδινβούργο και άφησε πίσω της μόνο ιδρώτα και φωτεινές αναμνήσεις από άγνωστα φλερτ. Ο ρυθμός του σε πάει (ή μάλλον σε τραβάει) σ’ εκείνη τη στιγμή που όλα τα φώτα του κλαμπ χαμηλώνουν και βλέπεις τον εαυτό σου να μετατρέπεται σε κυματομορφή.

Το "Kimpton" (με τον O'Flynn) είναι μια παγίδα: νομίζεις πως το έχεις ξανακούσει. Αλλά δεν το έχεις. Είναι απλώς το τραγούδι που νόμιζες ότι ονειρεύτηκες πριν πέντε καλοκαίρια.  Τα "All Of My Friends" και "Childhood" ακούγονται σαν μια Polaroid που ξεθωριάζει αργά πάνω σε ένα παλιό ψυγείο, παγιδευμένη από το μαγνητάκι που της φόρεσες. Είναι ζεστά κομμάτια, σαν μια παλιά μπλούζα αγαπημένου φίλου που ξέμεινε σπίτι σου. Αλλά έχουν και κάτι το διαπεραστικά εφήμερο, σαν τα γέλια που κρατάνε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω από όσο πρέπει, και μετά, χάνονται για πάντα στη σιωπή της λήθης.

Βασικά μου θυμίζουν τραγούδια που σε κοιτούν από το παρελθόν, όχι για να σε τραβήξουν εκεί πίσω, αλλά για να σου ψιθυρίσουν ότι αυτό που ζεις τώρα ήταν κάποτε το αύριο που έβλεπες να έρχεται, και ίσως φοβόσουν. Οι μελωδίες τους κυλάνε ήπια, στρωμένες με υφές που μοιάζουν βγαλμένες από ακουστικά εφηβικής κασέτας. Μαζί τους φέρνουν εκείνο το γλυκό βάρος της ανάμνησης, παρήγορο, αλλά και λίγο επικίνδυνο, σαν να κινδυνεύεις να θέλεις να μείνεις εκεί για πάντα.

Γενικά, μέσα στο Loner, αυτά τα κομμάτια μοιάζουν λίγο ξένα, και ίσως σαν να θέλουν να ανοίξουν ένα μικρό παράθυρο προς κάτι καθαρά ανθρώπινο. Μια συναισθηματική ανάσα που κάνει το beat να μοιάζει με καρδιοχτύπι αληθινό, όχι του club, αλλά του υπνοδωματίου, μετά τα μεσάνυχτα. Και το "All My Friends" μπορεί να είναι και ο ήχος της γενιάς εκείνης που μεγαλώνει με ανοιχτά tabs και καρδιές μισογεμάτες. Σαν να γράφει ambient pop ένα AI που ερωτεύτηκε την ανθρώπινη νεανική σύγχυση.

Το πανέμορφο "Cars Pass By Like Childhood Sweethearts" είναι ένας τίτλος που δεν χρειάζεται ακρόαση. Σε πείθει με το όνομα του και μόνο ότι θα σε στοιχειώσει ευγενικά (για πάντα), ενώ το εξαιρετικό "Machine Notes For A Quiet Daydream" με τον Séamus στην αφήγηση, μοιάζει σαν το ολόγραμμα του Irvine Welsh να διαβάζει ποίηση πάνω σε loops για χάπια και θερινά απογεύματα που δεν θα ξανάρθουν. 

Το Loner κλείνει με το "Wandering Mt. Moon", μια συναισθηματική ηχητική απόδραση ντυμένη με έγχορδα που μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από κάποιο χαμένο σάουντρακ των 70s, από εκείνους που κανείς δεν θυμάται τον συνθέτη, αλλά όλοι τελικά το κουβαλούν στην καρδιά. Το κομμάτι μου θύμισε σαν να περπατάς μόνος σε έναν παράξενο λόφο που δεν τον είχες βρει το χάρτη, και με τον ουρανό από πάνω σου να μην ξέρει αν θα ρίξει φως ή σκοτάδι. Μια σύνθεση στοχαστική και ταυτόχρονα ονειρική, που δεν τελειώνει, απλώς εξατμίζεται στο κλείσιμο του άλμπουμ.

Συνολικά, το Loner είναι κάτι περισσότερο από άλμπουμ. Είναι ένα ημερολόγιο που χορεύει. Ένα εσωτερικό ταξίδι με ρυθμούς που άλλοτε χτυπούν τα ηχεία και άλλοτε το στήθος. Ο Barry Can’t Swim δεν ντρέπεται να φανεί ευάλωτος, ούτε να ανεβάσει στροφές. Με απροσδόκητες υφές, προσωπικές αναφορές και τολμηρές παραγωγές, δημιουργεί έναν ήχο που δεν ενδιαφέρεται να χωρέσει σε κατηγορία, αλλά πραγματικά να σε αγγίξει. Και αυτό είναι συγκινητικό. Γιατί αν είσαι τυχερός, ακούγοντάς το θα καταλάβεις κάτι περισσότερο για σένα. Και επίσης, δεν πρόκειται απλώς για ένα καλό δεύτερο άλμπουμ, είναι και μια επιβεβαίωση ότι ο Mainnie δεν είναι πια ένας νέος ταλαντούχος παραγωγός, αλλά μια φωνή που έχει κάτι να πει. Και το λέει με τρόπο που ακούγεται σαν μια παλιά ανάμνηση που χτίστηκε στο κοντινό παρελθόν. Στην αρχή της πανδημίας του COVID-19 ήταν σχεδόν άγνωστος, όμως από τότε έχει καλλιεργήσει ένα μεγάλο και αφοσιωμένο κοινό χάρη στις καθηλωτικές του παραγωγές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Luminate, μέχρι τις 26 Ιουνίου, ο Mainnie έχει συγκεντρώσει πάνω από 385 εκατομμύρια επίσημα on-demand streams παγκοσμίως, ενώ το ντεμπούτο άλμπουμ του το 2023, When Will We Land, προτάθηκε για το βραβείο Mercury.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured