Κατ’ αρχάς, ας το ξεκαθαρίσουμε: αν μπήκες στο Moisturizer με τη φαντασίωση ότι οι Wet Leg θα σε χτυπήσουν με τον βρόμικο punk ήχο που υποσχόταν το "catch these fists", ετοιμάσου για την ήπια απογοήτευση του αιώνα. Όχι ότι το άλμπουμ δεν έχει σφυγμό, αλλά είναι περισσότερο υπόγειος παλμός παρά ριπή κατά μέτωπο.
Οι Wet Leg, από το Isle of Wight (ναι, αυτό το νησί που είναι πιο γνωστό για φεστιβάλ παλαιολιθικού ροκ και τσαγιέρες), αποφασίζουν να πατήσουν φρένο στον θόρυβο και να το παίξουν πιο έξυπνα. Όχι πιο σκληρά. Σκαρφαλώνουν με ευκολία πάνω σε new wave, indie και post-punk πεζοδρόμια, αλλά το punk το κουβαλάνε κυρίως στο attitude και όχι στον ήχο. Και το attitude, για να είμαστε τίμιοι, είναι πιο passive-aggressive coolness παρά αναρχο-καταγγελία.
Ναι, η Rhian Teasdale έχει μια φωνή σαν να σε χαιρετάει ειρωνικά απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο: ήρεμη, σχεδόν αδιάφορη, αλλά και με μια κρυφή κάψα. Στο "catch these fists" το κιθαριστικό riff έχει εξαιρετικά 90s vibes, αλλά χωρίς τη νευρωτική έκρηξη, μόνο σπασμωδικά ξεσπάσματα. Βασικά, απλώς σε γαργαλάει. Το "davina mccall" και το "jennifer’s body" κυλούν πάνω σε power pop νερά, ωραία, γυαλισμένα, αλλά όχι αρκετά βαθιά για να καταλάβεις ότι βούτηξες.
Στο "mangetout" θυμούνται ότι κάποτε υπήρξε κάτι που λεγόταν rock’n’roll. Και εκεί ναι, δαγκώνουν λίγο. Αλλά το πιο συχνό τους κόλπο είναι: φτιάχνουμε ένα χώρο για τη Rhian να ψιθυρίζει, και χτίζουμε από εκεί. Κάποιες φορές (όπως στο "pond song") αυτό λειτουργεί υπέροχα. Άλλες, το αποτέλεσμα είναι σαν να προσπαθείς ένα παλιό άλμπουμ που το περίμενες να κυκλοφορήσει και τελικά δεν σε συγκλόνισε όσο νόμιζες, και τελικά ξέχασες σε πιο ράφι το έχεις βάλει. Ωστόσο, το "mangetout" είναι το σημείο όπου οι Wet Leg τραβάνε τον ήχο τους όσο πάει, και τον ξεχειλώνουν με ωραίο στυλ. Μισό post-punk παραλήρημα, μισό παιδικό παραμύθι με σλόγκαν από μπλουζάκι Urban Outfitters, το κομμάτι τους αφήνει να παίξουν με το σουρεαλισμό τους χωρίς να φοβούνται το ρεζίλι. Το αποτέλεσμα; Ένα εθιστικό, απρόσμενα σφιχτοδεμένο banger που σου κολλάει στο κεφάλι όπως μια τσίχλα στο παπούτσι.
Και κάπου εδώ θα πρέπει να πούμε ότι αυτό που κάνει το Moisturizer δελεαστικό είναι αυτό το παράδοξο: ενώ σου πετάνε ειρωνεία και παράλογα λογοπαίγνια λες και είναι αυτοκόλλητα σε ψυγείο φοιτητικής κουζίνας, ξαφνικά σκάει μια στιγμή ειλικρίνειας που σε πετυχαίνει εκεί που δεν το περιμένεις.
Στο "pond song" το tempo πέφτει, οι κιθάρες μαλακώνουν, και μέσα σ’ αυτό το fluffy cloud, η Hester Chambers πετάει τη βόμβα: «never been so deep in love». Έτσι απλά. Χωρίς δράματα, χωρίς πόζες. Και ξαφνικά, από τη χαζοχαρούμενη θολούρα, βγαίνει κάτι που νιώθεις. Aλλά όχι επειδή στο φωνάζει, επειδή κάπως σε αγγίζει.
Συνεχίζουμε "pokemon": post-punk σε ροζ κασετίνα με μαρκαδόρους. "pillow talk": μια ανάσα grunge που σου δίνει ελπίδα, πριν σε πάρει πάλι ο υπνάκος. "don’t speak" κυλάει σαν ποτό με μισό πάγο, ωραίο αλλά δεν σε μεθάει. Το "11:21" είναι πιο ατμοσφαιρικό, αλλά το highlight έρχεται στο τέλος με το “u and me at home”, γιατί εκεί η μπάντα σπάει τον τοίχο και επιτέλους παρτάρει. Πιο αλήτικα, πιο ειλικρινά.
Το Moisturizer δεν είναι ο δίσκος που θα ταράξει τα νερά, λιγότερο επιθετικό, πιο προσωπικό, πιο ώριμο ίσως, αλλά σε φάση "ώριμο φρούτο, όχι μπαγιάτικο". Σαν να γράφτηκε χωρίς άγχος, με το τμήμα μάρκετινγκ να έχει την κρίση πανικού αντί για την μπάντα. Περιέχει τραγούδια που μοιάζουν με σημειωματάριο γεμάτο μουτζούρες και μικρά συναισθηματικά ατυχήματα. Και κάπως σαν να προσπαθούν να βρουν καλύτερους τρόπους να σε κοροϊδεύουν και να σε συγκινούν ταυτόχρονα. Όχι, δεν είναι punk. Είναι post-ironic indie με καυτή καρδιά και πολύ cool πρόσωπο. Αλλά τουλάχιστον δεν προσπαθεί να σου πουλήσει επανάσταση. Και αυτό από μόνο του ίσως να είναι μια μικρή επανάσταση.