The Noodles, Disco Dystopia

Ουμάμι [ουμáμι] ουσ. άκλ.
Μία από τις πέντε βασικές γεύσεις (μαζί με το γλυκό, αλμυρό, ξινό και πικρό), που χαρακτηρίζεται από αίσθηση νοστιμιάς, πληρότητας και διάρκειας. Συνδέεται κυρίως με την παρουσία γλουταμινικού οξέος και άλλων αμινοξέων ή νουκλεοτιδίων σε τρόφιμα.
Συνών.: νοστιμιά (σε ανεπίσημη χρήση)

Νοστιμιά, πληρότητα και διάρκεια. Σε ένα μεταφορικό επίπεδο, αυτή είναι η μουσική των The Noodles. Μια μίξη post-punk revival α λα Strokes, ραπ, γενναίες δόσεις darkwave και έντεχνη τρυφερότητα, η οποία σερβίρεται με up-to-date αισθητική στο ντεμπούτο τους “Disco Dystopia”.

Το σχήμα γεννήθηκε και ωρίμασε μέσα στο στούντιο από τον Ghetto Rock, τον Θανάση Αλεξανδρή (ATANA) και τον Χρήστο Φουσέκη, με τους φίλους τους — Γιώργο Κοκοτσάκη, Γιώργο Καπή (ΟΥΤΕΚΑΝ) και Νίκο Αλεξανδρή — να πλαισιώνουν τον ήχο με όργανα και ιδέες. Μολονότι τα κομμάτια δουλεύονταν για καιρό από τον Ghetto Rock και τον Θανάση, η μπάντα σχηματίστηκε στην Αθήνα το 2024 επιδιώκοντας να επαναπροσδιορίσει τον ήχο της ελληνικής μουσικής σκηνής, συνδυάζοντας new wave, post και rap στοιχεία. Η Βασιλική Σπυροπούλου και η Λυγερή Μητροπούλου ήρθαν να προσθέσουν με τις ερμηνείες τους κοριτσίστικο τσαμπουκά και αέρινη παρουσία στους στίχους του Ghetto Rock, που είναι πυκνοί σε λέξεις και φορτισμένοι συναισθηματικά. Με όλα τα μέλη να έχουν περάσει από μπάντες της σκηνής (Budgerigar, Ledeloue, Turboflow300 κ.ά.) ο ήχος τους μόνο υβριδικός μπορεί να χαρακτηριστεί – κι αυτό δεν είναι καν το βασικό χαρακτηριστικό τους.

Το βασικό χαρακτηριστικό της μπάντας είναι η κοινή δημιουργική τους γλώσσα, που αποτυπώνεται πολύ όμορφα στα εννέα κομμάτια του Disco Dystopia.  Η βαθιά ανάσα της Λυγερής Μητροπούλου «ξυπνά», στο ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι, τον δίσκο που μοιάζει με ένα πλάσμα σε μάχη με τη δυστοπική πραγματικότητα, την ανάγκη να την ξορκίσει και την ίδια του την τρυφερότητα. Αυτά τα πεδία μάχης διατρέχουν τη συνέχεια του άλμπουμ, ξεκινώντας από το τραγούδι «Τέρμα τα σάλια», ένα φρενήρες μανιφέστο αποστροφής σε post-punk ρυθμό. Ακολουθεί το "Ροδοπέταλα (δεν έχω σπάσει ούτε ένα κόκαλο)" που κυκλοφόρησε ως πρώτο single. Εδώ ξεχωρίζει η μάλλον μελαγχολική ερμηνεία του Ghetto Rock, μα κυρίως η αινιγματική ερμηνεία της Βασιλικής Σπυροπούλου, που στην πρώτη ακρόαση θυμίζει την χαρακτηριστική, ανδρόγυνη performance της Αγνής Ζ. στο "Kids of December" των Regressverbot. Ο στίχος «Δεν έχω σπάσει ούτε ένα κόκαλο» επαναλαμβάνεται σαν μάντρα ή σαν υπενθύμιση ανθεκτικότητας, σε ένα τραγούδι που έχει όλα τα στοιχεία για να γίνει κλασσικό στον εγχώριο σκοτεινό ήχο – χορεύεται, τραγουδιέται, το παίρνεις μαζί σου σ’ εκείνες τις χωρίς σκοπό βόλτες στην πόλη, ή σε εκείνες που με κάθε σου βήμα προσπαθείς να αφήσεις κάτι πίσω.

Το "Θα σε βρω" αποτελεί την πρώτη έκπληξη του δίσκου, με μαλακά φωνητικά από την Λυγερή Μητροπούλου, ψιθυριστά λόγια από τον Ghetto Rock και ηλεκτρισμένη παραγωγή που ξετυλίγεται σε επίπεδα, όπως η χατζηδακική ιστορία που παίζεται μπροστά σου. Ο χρόνος πέφτει νεκρός, οι στιγμές διαρκούν απροσδιόριστα, η σύνδεση γίνεται υπόσχεση και το κομμάτι αυτό ξεχειλίζει συναισθήματα και ψηφιακούς και φυσικούς ήχους, καλοκαιρινές εικόνες και υποσχέσεις που μάλλον δίνονται στον εαυτό παρά σε κάποιο ιδανικό Άλλο.

Από το κατάστρωμα του πλοίου στο ηλιοβασίλεμα του "Θα σε βρω", η μπάντα προσγειώνεται σε ένα υπαίθριο diy πάρτυ, με το πιο κοινωνικό τραγούδι του δίσκου, το "Ποιοι είναι αυτοί". Μπάσο και synths ντύνουν με ένταση την ελαφρώς ειρωνική διάθεση των στίχων, κατάλληλη γέφυρα για το "Στη γη του εδώ" που ακολουθεί, το οποίο είναι εύθυμο, φωτεινό, με τον τρόπο του τρυφερό και παιχνιδιάρικο, μετατρέποντας την θερινή Αθήνα σ’ ένα τόπο που οι έρωτες μπορούν να είναι δημιουργικοί, ανέμελοι, και να υφίστανται καθ’ υπόδειξη του funk μπάσου.

Σε ένα άλμπουμ το οποίο ξεχωρίζει για τους στίχους του, το "Mir" έχει μερικούς από τους πιο όμορφους. Post-punk, θορυβώδεις κιθάρες, σταθερή ρυθμικότητα των κρουστών κι ένα αναπάντεχο ραπ κλείσιμο δημιουργούν το πιο ενδιαφέρον, κι ίσως πιο χαρακτηριστικό κομμάτι του δίσκου. Είναι ακριβώς εδώ που διαπλέκονται όλα τα ποικίλα χαρακτηριστικά που κάθε ένα από το μέλη του σχήματος φέρνει, εδώ ακριβώς που η δημιουργικότητα ως κοινή γλώσσα επικοινωνίας μεταφέρεται από το στούντιο στο κοινό, αφήνοντας το στο τέλος της ακρόασης με κομμένη την ανάσα, με τις τελευταίες λέξεις «Δεν φοβάμαι ν’ αγαπήσω, ούτε αγαπάω το φόβο» να γίνονται υπαρξιακή δήλωση.

Το "Σαν σκιά" έχει μια διανθισμένη indie αισθητική, μέσα από την οποία φαίνονται περισσότερο οι επιρροές από τους The Strokes – τα κοφτά riffs, ο παλμός, τα ελαφρώς θαμπά, lo-fi φωνητικά που εκφέρονται με κάποια αποστασιοποίηση. Το άλμπουμ κλείνει με το καταιγισμικά punk στη βάση του "Το τέλος", μια ερωτική εξομολόγηση με νεύρο και τον Deezy των Turboflow3000, που ακούγεται είτε ως αγανακτισμένη εξομολόγηση είτε ως αιχμηρή υπενθύμιση.

Συνολικά, η παραγωγή του Disco Dystopia διατηρεί μια υψηλή πιστότητα στο συναίσθημα, ακόμα κι όταν φλερτάρει με το lo-fi. Οι αναφορές στην ελληνική ραπ σκηνή, στον post-punk ήχο των 00s, αλλά και στα σκοτεινά synths των 80s, δεν αλληλοαναιρούνται, αντίθετα, δημιουργούν μία ιδιόμορφη μεν, χαρακτηριστική δε ηχητική ταυτότητα, που είναι άμεση, ειλικρινής και απολύτως σημερινή. Στον πυρήνα της αισθητικής και των στίχων βρίσκεται η προσωπική εμπειρία ως πολύπλευρο πολύτιμο αντικείμενο, ενώ η επιθυμία (για σύνδεση, για επικοινωνία, για μοίρασμα) φέρνει τις λαμπρές και αισιόδοξες στιγμές του άλμπουμ αυτού.

Κατά κάποιο τρόπο, ο δίσκος αυτός είναι ουμάμι, λοιπόν. Δεν είναι άψογος, μα είναι βαθιά αυθεντικός. Αντί για στιλπνότητα, διαλέγει την ειλικρίνεια, αντί για ομοιογένεια, τη σύμμειξη των ειδών. Είναι πολυδιάστατος, σαν έναν άνθρωπο που ερωτεύεσαι για όλα τα χαρακτηριστικά του, ακόμη κι εκείνα που δεν είναι τέλεια, ακόμη κι εκείνα που είναι αντιφατικά. Είναι ένα μείγμα ήχων, συναισθημάτων, μουσικών αναφορών, εμπειριών. Όξινο σαν την βροχή της Αθήνας, πικρό σαν τις καθημερινές απογοητεύσεις, γλυκό σαν την ελπίδα, αλμυρό σαν τη θάλασσα. Και στο τέλος παραμένει μια επίγευση που δεν κατατάσσεται εύκολα, ούτε στη μουσική ούτε στα συναισθήματα, καταφέρνει όμως να γεμίσει τις πρόθυμες καρδιές με τη ολόδική τους, μοναδική αίσθηση ζωής.


Η παραγωγή έγινε στο Naiads Productions Studio, ενώ τη μίξη και το mastering ανέλαβε ο Θανάσης Αλεξανδρής στο SweetSpot Studio.

LEAP, η οποία επιμελείται της κυκλοφορίας, είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που σκοπό έχει να υποστηρίζει τη δημιουργία νέας μουσικής, και να προσφέρει εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε ταλαντούχους μουσικούς δημιουργούς. Παρέχοντας τους πόρους στους καλλιτέχνες, προωθώντας την καινοτομία και στηρίζοντας εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, επενδύει έμπρακτα στο μέλλον της εγχώριας μουσικής σκηνής, με βασικό οδηγό την πίστη της ότι το μέλλον της μουσικής διαμορφώνεται από τους δημιουργούς του σήμερα.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured