Ember Circle
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Ο Κωνσταντίνος Χίνης προσεγγίζει το Ember Circle σαν μια τελετουργία ήχου και μνήμης, ένα έργο όπου η μουσική λειτουργεί ως αισθητική εμπειρία, αλλά και ως συλλογική άσκηση επίγνωσης. Γεννημένο από την ανάγκη να αποτυπωθεί η κλιματική αγωνία της εποχής μας μέσα από έναν ζωντανό, οργανικό ηχητικό κόσμο, το Ember Circle μετατρέπει την αποψίλωση, την ερημοποίηση, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την καταρρέουσα ισορροπία των ωκεανών σε ένα περιβάλλον που βιώνεται, και όχι απλώς παρατηρείται. Στο κέντρο αυτού του οικοσυστήματος βρίσκεται το halldorophone, ένα ηλεκτροακουστικό όργανο, ένα ηλεκτροακουστικό σώμα που αναπνέει, αντιστέκεται, παραμορφώνεται και τελικά μετατρέπεται σε μεταφορά της ανθρώπινης παρέμβασης πάνω στη φύση. Γύρω του, φωνές που λειτουργούν σαν χορός ή σαν εσωτερικός μονόλογος, synths που χτίζουν μεταβαλλόμενες υφές, και μια σύνθεση που γεννιέται επί σκηνής μέσα από τη δυναμική σχέση των εκτελεστών. Το Ember Circle, όπως το οραματίστηκε ο Χίνης μαζί με τον Sage Lewis, είναι ένα μουσικό έργο, αλλά και ένας κύκλος προειδοποίησης και ελπίδας, μια πρόσκληση να αφουγκραστούμε τον κόσμο πριν σιωπήσει.

Με αφορμή την παρουσίασή του την 1η Δεκεμβρίου στο Ωδείο Αθηνών, ο Γιάννης Παπαϊωάννου συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Χίνη, έναν από τους δημιουργούς του Ember Circle, για μια συναυλία που φιλοδοξεί να μετατρέψει την περιβαλλοντική κρίση σε ζωντανό, ηχητικό βίωμα.


- Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα που σε οδήγησε στη σύλληψη του Ember Circle; Πότε ένιωσες ότι η περιβαλλοντική κρίση έπρεπε να «μεταφραστεί» σε ήχο;

Η κλιματική αλλαγή και η παγκόσμια κατάσταση σε ό,τι αφορά το περιβάλλον είναι κάτι που με απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό, όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο αλλά και σε προσωπικό. Η σύλληψη του συγκεκριμένου έργου ήρθε πριν από περίπου οκτώ μήνες, σε μια περίοδο που ένιωσα πολύ έντονα πως η περιβαλλοντική καταστροφή έχει πια περάσει από την είδηση στην καθημερινότητα. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα μείζον θέμα που θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους, όμως μέσα στην ένταση της καθημερινής ζωής συχνά το ξεχνάμε ή το αγνοούμε. Η μουσική ήταν πάντα για μένα ένας βασικός, σχεδόν αυτονόητος, τρόπος έκφρασης. Κάπως λοιπόν αυθόρμητα προέκυψε η ανάγκη να αποτυπώσουμε αυτή την αγωνία και αυτό το άγχος για το περιβάλλον μέσα από ένα άκρως ιδιαίτερο ηχητικό πλαίσιο, στο οποίο το Ember Circle λειτουργεί σαν ένας κύκλος μνήμης και προειδοποίησης.

- Στο έργο χρησιμοποιείς την ερημοποίηση και την κλιματική κατάρρευση ως ηχητικά μοτίβα. Πώς μετατρέπεις τόσο μεγάλες έννοιες σε μουσική εμπειρία;

Πάντα αντιλαμβανόμουν τον ήχο ως μια σκηνή, μια εικόνα, μια παλέτα χρωμάτων. Δεν ήταν ποτέ κάτι αφηρημένο για μένα. Με αυτή τη λογική χτίστηκε και η δομή του έργου: αποτελείται από τέσσερα μέρη, εκ των οποίων τα τρία θίγουν την ερημοποίηση και την κλιματική κατάρρευση στο σύνολό της, σαν διαφορετικές όψεις του ίδιου φαινομένου. Ο στόχος μας είναι να εντάξουμε το κοινό μέσα σε έναν ηχητικό κόσμο που να γεννά εικόνες. Για παράδειγμα, στο μέρος που αφορά τη ρύπανση των ωκεανών, δημιουργούμε ένα πλαίσιο που περιγράφει πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος χωρίς αυτή την κλιματική κατάρρευση, και ταυτόχρονα εισάγουμε το ανθρώπινο στοιχείο: πώς οι πράξεις μας επηρεάζουν τους ζωντανούς οργανισμούς και το θαλάσσιο οικοσύστημα στο σύνολό του. Νιώθω ότι σε όλο το έργο η παρουσία και η επίδραση του ανθρώπου σε σχέση με την κλιματική αλλαγή είναι πολύ σαφής, ακόμη και όταν δεν «λέγεται» ευθέως, αλλά υπονοείται μέσα από την ένταση, τις υφές και τις αντιθέσεις του ήχου.

- Γι' αυτό το έργο χαρακτηρίζεται ως βιωματικό; Τι θέλεις να νιώσει ο θεατής; Ενοχή, ευθύνη, ενσυναίσθηση, δράση ή κάτι πιο άρρητο;

Το έργο είναι πρωτίστως βιωματικό. Ο στόχος δεν είναι να επιβάλουμε ένα συγκεκριμένο συναίσθημα, αλλά να αφυπνίσουμε τον θεατή. Θέλουμε να συνειδητοποιήσει ότι οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή προς το καλύτερο ξεκινά προσωπικά από τον καθένα μας, από μικρές καθημερινές επιλογές που ίσως μοιάζουν ασήμαντες, αλλά στο σύνολό τους δημιουργούν πραγματική διαφορά. Αν μέσα από αυτή τη διαδικασία γεννηθούν αίσθηση ευθύνης, ενσυναίσθηση ή ανάγκη για δράση, τότε το έργο έχει πετύχει τον σκοπό του. Δεν επιδιώκουμε να φορτώσουμε τον θεατή με ενοχή, αλλά να του θυμίσουμε ότι είναι μέρος του προβλήματος, άρα και μέρος της λύσης.

- Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αισθητική του έργου και τη βαρύτητα του περιβαλλοντικού μηνύματος, ώστε να μη γίνει διδακτικό;

Από την αρχή είχα στο μυαλό μου ότι ο στόχος δεν είναι να κάνουμε «μάθημα» για την κλιματική κρίση. Περισσότερο θέλουμε να αφυπνίσουμε, να εμπνεύσουμε και να βοηθήσουμε τον θεατή να θυμηθεί την ομορφιά της φύσης και τη βαθιά, σχεδόν αυτονόητη, σύνδεσή μας μαζί της. Πάνω απ’ όλα, θέλουμε να θυμίσουμε τι μας προσφέρει η φύση και πώς, χωρίς εκείνη, η ζωή στον πλανήτη θα ήταν ριζικά διαφορετική. Η ισορροπία κρατιέται μέσα από το ότι δίνουμε προτεραιότητα στην αισθητική εμπειρία: το μήνυμα περνάει μέσα από την ατμόσφαιρα και τη συγκίνηση, όχι μέσα από διδακτικές φράσεις.

- Το halldorophone βρίσκεται στο επίκεντρο της σύνθεσης. Τι σου προσφέρει αυτό το όργανο που δεν θα μπορούσε να προσφέρει κανένα άλλο;

Η ίδια η φυσιολογία του οργάνου είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να μου προσφέρει κανένα άλλο όργανο. Ο τρόπος που λειτουργεί είναι εξαιρετικά ιδιαίτερος και ανοίγει ένα τεράστιο φάσμα ηχητικών δυνατοτήτων. Μέσω του τρόπου που το χρησιμοποιώ, θεωρώ ότι έχουμε καταφέρει να αποτυπώσουμε τη σύνδεση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Το halldorophone είναι ηλεκτροακουστικό· συνδυάζει φυσικό και ηλεκτρικό ήχο, κάτι που, ως συνθήκη, αντικατοπτρίζει την τωρινή παγκόσμια κατάσταση: η τεχνολογία εξελίσσεται συνεχώς και στέκεται κάπου ανάμεσα στο φυσικό και στο ανθρώπινο στοιχείο. Έτσι, στο έργο λειτουργεί σαν ένας ζωντανός συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, με έναν τρόπο που για μένα είναι βαθιά αρμονικός αλλά και εύθραυστος ταυτόχρονα.

- Πώς επηρεάζει ο αυτοσχεδιασμός τη δομή του Ember Circle; Υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο ή κάθε εκτέλεση είναι μια νέα εκδοχή του έργου;

Μιλάμε για έναν δομημένο αυτοσχεδιασμό. Υπάρχει ένα αρκετά σαφές, σταθερό πλαίσιο – περίπου στο 80% και το υπόλοιπο 20% το αφήνουμε συνειδητά στους μουσικούς/ερμηνευτές. Πιστεύω πάρα πολύ στην ενέργεια που μεταφέρει το κοινό και στον τρόπο που αυτή επηρεάζει την ίδια τη στιγμή της εκτέλεσης. Αν αφαιρούσαμε από τους performers τη δυνατότητα να εκφράσουν κάτι που τη δεδομένη στιγμή προκύπτει πηγαία, μέσα στο καθορισμένο πλαίσιο, θα χάναμε ένα πολύ ουσιαστικό κομμάτι της ζωής του έργου. Έτσι, κάθε εκτέλεση είναι σταθερή στη βάση της, αλλά κρύβει πάντα μια νέα εκδοχή, ανάλογα με τον χώρο, το κοινό και τη στιγμή.

- Ο συνδυασμός halldorophone–φωνών–synths δημιουργεί ένα υβριδικό ηχητικό οικοσύστημα. Ποιο μέρος αυτού του οικοσυστήματος σε δυσκόλεψε περισσότερο συνθετικά;

Δεν θα έλεγα ότι υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι αυτού του οικοσυστήματος που με δυσκόλεψε ιδιαίτερα. Από την αρχή η δομή του έργου ήταν πολύ ξεκάθαρη στο μυαλό μου και κάθε ηχητικός «ρόλος» είχε έναν σαφή λόγο ύπαρξης. Το ενδιαφέρον δεν ήταν τόσο η “πάλη” των στοιχείων, όσο ο τρόπος που μπορούσαν να συνυπάρξουν: πώς το halldorophone «αναπνέει» δίπλα στις φωνές και πώς τα synths έρχονται να σχολιάσουν ή να υπογραμμίσουν την ατμόσφαιρα. Η δυσκολία ήταν πιο πολύ στο να κρατήσουμε ισορροπία, ώστε κανένα στοιχείο να μη σκεπάζει τα υπόλοιπα.

- Πώς έγινε η συνεργασία με τους υπόλοιπους για να διαμορφώσετε τον τελικό ηχητικό κόσμο του έργου;

Η συνεργασία ήταν αρκετά φυσική και οργανική. Με τον Παύλο Κόρδη είμαστε χρόνια συνεργάτες και, σε μεγάλο βαθμό, μοιραζόμαστε παρόμοιες καλλιτεχνικές ανησυχίες και αισθητική, οπότε μιλούσαμε ήδη την ίδια “γλώσσα”. Ο Sage Lewis, που εδρεύει στο Λος Άντζελες, είναι ένας πολυδιάστατος καλλιτέχνης και αφιερώσαμε αρκετές μέρες σε συζητήσεις και meetings, ώστε να καθορίσουμε με ακρίβεια την κατεύθυνση που θέλαμε να πάρουμε. Από τη στιγμή που όλοι ήμασταν ευθυγραμμισμένοι ως προς τον στόχο και τον ηχητικό κόσμο του έργου, η ολοκλήρωση ήρθε αρκετά φυσικά. Είχαμε ξεκαθαρίσει από νωρίς τι θέλουμε να νιώσει ο ακροατής, οπότε κάθε απόφαση, από τις υφές μέχρι τη δυναμική, υπηρετούσε αυτόν τον κοινό στόχο.

- Οι φωνές λειτουργούν άλλοτε ως χορός και άλλοτε ως εσωτερικός μονόλογος. Πώς επέλεξες αυτόν τον πολυφωνικό τρόπο αφήγησης;

Από την αρχή θέλαμε οι φωνές να εκφράζουν την αρμονία που, κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να έχει ο άνθρωπος με τη φύση. Οτιδήποτε αφορά το ανθρώπινο στοιχείο στο έργο ήταν πολύ ξεκάθαρο στο μυαλό μας: οι φωνές δεν είναι μόνο “συμμετέχοντες” στο ηχητικό τοπίο, αλλά φορείς μνήμης και συνείδησης. Έτσι, εντάξαμε το φωνητικό σύνολο με έναν τρόπο που να μας υπενθυμίζει πως η αρμονία της σύμπραξης του ανθρώπου με το περιβάλλον είναι κάτι απολύτως φυσικό και βαθιά αναγκαίο. Άλλοτε λειτουργούν σαν χορός που σχολιάζει συλλογικά, και άλλοτε σαν εσωτερικός μονόλογος, σαν μια φωνή μέσα μας που μας καλεί να θυμηθούμε αυτή τη σχέση.

- Είσαι από τους πρώτους ερμηνευτές halldorophone στον κόσμο. Τι σε τράβηξε σε ένα όργανο τόσο ιδιότροπο και ζωντανό;

Το halldorophone ήταν ένα όργανο που αγάπησα από την πρώτη κιόλας επαφή. Είναι αρκετά απαιτητικό ως προς τον τρόπο χειρισμού του, αλλά ακριβώς αυτό το στοιχείο το κάνει γοητευτικό: σου δίνει πραγματικά πάρα πολλές δυνατότητες, αρκεί να αφιερώσεις χρόνο για να το καταλάβεις. Καλλιτεχνικά, νιώθω έντονα την ανάγκη να δημιουργώ νέους ήχους και ηχοχρώματα που δεν συναντά κάποιος εύκολα. Το halldorophone ήρθε και κάλυψε αυτή την ανάγκη σχεδόν απόλυτα. Είναι ένα όργανο ζωντανό, που αντιδρά, που «αντιστέκεται» καμιά φορά, και αυτή η σχέση κάνει κάθε performance μοναδική.

- Έχεις συνεργαστεί με σημαντικά σύνολα και έχεις παίξει σε πολλές σκηνές. Ποια εμπειρία νιώθεις ότι σε διαμόρφωσε περισσότερο ως καλλιτέχνη;

Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω μία συγκεκριμένη συναυλία ή συνεργασία, γιατί από καθεμία πήρα κάτι διαφορετικό. Κάθε φορά υπήρχε η ανάγκη της έκφρασης, της επικοινωνίας και της αναζήτησης, είτε πρόκειται για μια πολύ μεγάλη σκηνή είτε για ένα πιο οικείο πλαίσιο. Θεωρώ πως, ως καλλιτέχνες και γενικότερα ως άνθρωποι, βρισκόμαστε σε μια διαρκή διαδικασία εξέλιξης. Οι εμπειρίες συσσωρεύονται, φωτίζουν διαφορετικές πλευρές μας και, τελικά, διαμορφώνουν τον τρόπο που στεκόμαστε πάνω στη σκηνή και απέναντι στον ήχο.

- Πιστεύεις ότι η μουσική μπορεί πραγματικά να επηρεάσει την περιβαλλοντική συνείδηση; Ή λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτισμα της εποχής;

Η μουσική, όπως και κάθε μορφή τέχνης, αποτελεί καθρέφτισμα της εποχής της· αυτή είναι και η μεγάλη της δύναμη. Για μένα ήταν πάντα ένα ταξίδι στον χρόνο. Όταν καλείσαι να ερμηνεύσεις ένα έργο από μια άλλη εποχή, είναι σημαντικό να μεταφέρεις τον ακροατή στο τότε, στο πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε αυτή η μουσική. Εκεί κρύβεται η μαγεία της τέχνης: γεννιέται και πεθαίνει στη σκηνή την ίδια στιγμή. Με αυτή τη λογική, το Ember Circle είναι ένα καθρέφτισμα της περιβαλλοντικής κατάστασης της εποχής μας. Μέσα από το έργο προσπαθούμε να αφυπνίσουμε τον ακροατή, να του θυμίσουμε ότι τίποτα δεν μας ανήκει πραγματικά σε αυτόν τον πλανήτη και ότι ο πιο δυνατός τρόπος να υπάρξουμε εδώ είναι σε αρμονία με τη φύση. Αν μέσα από τη μουσική καταφέρει κάποιος να δει λίγο διαφορετικά τη θέση του μέσα σε αυτό το οικοσύστημα, τότε ναι, η μουσική έχει επηρεάσει την περιβαλλοντική του συνείδηση.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

EMBER CIRCLE

 

Συντελεστές

Composers / Performers: Konstantinos Chinis, Sage Lewis

Συμμετέχει η πολυφωνική χορωδία: Broken Strings Voices, Directed by Pavlos Kordis

1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2025 • Ωδείο Αθηνών

Εισιτήρια

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured