The Dionysians
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου
Εύη Παπαγιάννη

   

Δύο αγόρια με λαχούρια, κιθάρες και μία μουσική ταυτότητα που απουσιάζει από τα εν τω δήμω τοπικά εναλλακτικά δρώμενα και για το λόγο αυτό, τράβηξε το ενδιαφέρον μας από την πρώτη στιγμή.  Αυτοί είναι οι The Dionysians, κι αναδύονται στην εγχώρια σκηνή ως ένα σύγχρονο αλλά νοσταλγικό κύτταρο του ελληνικού garage rock, φέρνοντας μαζί τους ένα έντονο revival των ήχων της δεκαετίας του ’60, με fuzz κιθάρες, Farfisa και ντέφι, και ταυτόχρονα διατηρώντας μια ακατέργαστη, άμεση ενέργεια που τους απομακρύνει από το απλώς ρετρό, γεφυρώνοντας ή, όπως λένε οι ίδιοι, συνεχίζοντας στο παρόν την παράδοση του παρελθόντος, δημιουργώντας έναν ήχο που μοιάζει ζωντανός και εν εξελίξει. Πίσω από το project αυτό βρίσκουμε τον Κώστα Μηλιαρά (μεταξύ άλλων, των Polaroid Buffalo Club) και τον Γιώργο Παπακώστα (συνοδοιπόρο του στους PBC και βασικό μέλος των Coral Fuzz και The Acid Visions), οι οποίοι κατέχουν ποικιλία οργάνων και εδώ μοιράζονται ισότιμα το δημιουργικό και συνθετικό βάρος.

Το ντεμπούτο τους άλμπουμ, με τίτλο Να Κάψουμε το Χθες, που κυκλοφόρησε σήμερα ψηφιακά και είναι διαθέσιμο για προπαραγγελίες σε μαύρο και splatter βινύλιο από τη Veego Records, αποτελεί πρακτικά ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο, λειτουργώντας ως κάλεσμα για να αφήσουμε πίσω τα προβλήματα και ταυτόχρονα να ζήσουμε τον ήχο και το παλμό τους. Με αφορμή αυτό, και τις επικείμενες  ζωντανές εμφανίσεις τους στην Αθήνα, συνομιλήσαμε με τον Κώστα Μηλιαρά και τον Γιώργο Παπακώστα για τις ποιότητες του ήχου τους, τη νοσταλγία και τη γέννηση του δίσκου τους.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου

- Ακούγοντας το ντεμπούτο άλμπουμ σας Να κάψουμε το χθες, που μόλις κυκλοφόρησε από την Veego Records, σκεφτόμουν πως υιοθετείτε ένα ρετρό ήχο ντύνοντάς τον με σύγχρονο θεματικό περιεχόμενο. Συμφωνείτε με τον προσδιορισμό «ρετρό»;

Γιώργος: Το έχεις θέσει τέλεια, είναι ρετρό με σύγχρονο περιεχόμενο.

Κώστας: Να σου πω την αλήθεια, δεν το θεωρώ ρετρό γιατί είναι κάτι που βγήκε φυσικά, δεν ήταν επιτηδευμένο. Κάτι χαρακτηρίζεται ρετρό όταν το συγκρίνεις με κάτι άλλο, κι εγώ τουλάχιστον δεν θέλω να μπω σε διαδικασία σύγκρισης. Οι επιρροές μας είναι κάποιες συγκεκριμένες, άλλες όχι τόσο συγκεκριμένες, αλλά σίγουρα υπάρχει μια αναφορά σε μια περασμένη εποχή. Όμως νομίζω ότι αυτά τα ηχοχρώματα έχουν ανάσα και στη σύγχρονη εποχή και ζωή. Για μένα η λέξη ρετρό είναι σαν να λες ότι κάτι έχει πεθάνει και το τραβάς σήμερα. Η μουσική μας ζει στο σήμερα, μια χαρά ανασαίνει και υπάρχει και περιθώριο να εξελιχθεί.

Γιώργος: Εγώ το λέω ρετρό γιατί, αν και δεν είναι τόσο αναλογικά όλα τα μέσα που χρησιμοποιήσαμε, κάποιες τεχνικές που εφαρμόσαμε, δηλαδή ίσως το να τσιτώσουμε λίγο παραπάνω έναν ενισχυτή, να χρησιμοποιήσουμε fuzz, να βρωμίσουμε κάποια παραγωγή επιτηδευμένα, ίσως, νομίζω είναι πράγματα τα οποία χαρακτηρίζουν μια άλλη εποχή. Γιατί πλέον σήμερα θέλουμε τα πράγματα όσο πιο κόμπρσαρισμένα και κρυστάλλινα γίνεται και χωρίς κάποια ατέλεια. Εδώ δεν υπάρχει ατέλεια στην ουσία, αλλά υπάρχει ένα live στοιχείο για παράδειγμα, μια αδεξιότητα, ένα clumsiness. 

- Μιας και αναφέρεστε σε μέσα και τεχνικές – η επιλογή των οργάνων που χρησιμοποιείτε καθοδηγεί τον ήχο, ή ο ήχος τα όργανα που επιλέξατε;

Γιώργος: Νομίζω αλληλεπιδρούν.

Κώστας: Είναι αμφίδρομο και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ανάλογα από πού θα το πιάσουμε. Αλλά γενικότερα αυτό που έχουμε προσπαθήσει να κάνουμε, επειδή είχαμε τη χαρά να ηχογραφήσουμε εμείς οι ίδιοι το υλικό στο δικό μου home studio και να ήμασταν εκεί σε όλα τα στάδια της παραγωγής και μίξης του ήχου, είναι το πρώτο ηχόχρωμα που θα πάρουμε από κάθε όργανο σε μεγάλο βαθμό να είναι και αυτό που θα ακούσει τελικά ο ακροατής. Τα πράγματα είναι ελάχιστα «πειραγμένα». Αυτό που ακούει ως τελικό αποτέλεσμα ο ακροατής είναι και αυτό που πήραμε ως αρχική πηγή. Για παράδειγμα, χρησιμοποιήσαμε όργανο της Farfisa, της ιταλικής μάρκας που δημιούργησε ένα ολόκληρο μουσικό κίνημα, το οποίο γνωρίζουμε και θέλαμε να πατήσουμε πάνω σε αυτό. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή και γενικά δεν θέλαμε να χαθούμε σε πάρα πολλούς ήχους - ξέραμε ότι θέλαμε ντέφι, fuzz στις κιθάρες και Farfisa organ.

- Ποιες είναι οι μουσικές επιρροές σας γενικότερα;

Κώστας: Πάρα πολλά πράγματα. Παλιότερα ήμουν πιο αφοσιωμένος στα 60s, αλλά οι ταινίες του Ταραντίνο ήταν έναυσμα για να αρχίσω να ψάχνω προς τα πίσω, το surf rock και το rockabilly, φτάνοντας μέχρι τα delta blues του '30. Αλλά ακούω και πολλά 60s, folk, Mamas & Pappas, Simon and Garfunkel, και πιο ροκ πχ. Doors. Σήμερα ακούω πολλά διαφορετικά πράγματα, βέβαια πάντα επιστρέφω στο μπλουζ και στην ψυχεδέλεια και στο garage rock, ακούω όμως και αρκετά ελληνόφωνα, πειραγμένα παραδοσιακά όπως Xylouris White κτλ.

Γιώργος: Θα έλεγα πως είμαι πιο επιλεκτικός. Ακούω ας πούμε είναι συγκεκριμένο είδος garage, ψυχεδέλεια, 60s και 60s revival ενοoώντας κυρίως από 2000 και μετά, γιατί υπήρχε το κλασικό revival που έγινε στη δεκαετία του '80 και δεν με συγκίνησε τόσο πολύ όσο το καινούργιο. Τώρα τελευταία ακούω και εγώ και πολλές ελληνικές μπάντες, γιατί έχουμε πολύ υλικό (γι’ αυτό και θεωρούμε ότι δεν είναι ένα είδος το οποίο είναι ξεπερασμένο). Κυρίως εκεί βρίσκονται οι επιρροές μου, λοιπόν, με πολύ έντονο στοιχείο surf και ψυχεδέλειας.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου

- Θεωρείτε πως ανήκετε σε μία συγκεκριμένη σκηνή στην Ελλάδα;

Κώστας: Δεν ανήκουμε σίγουρα σε κάποια συγκεκριμένη σκηνή. Μπορείς να μας βάλεις κάτω από μια γενική ταμπέλα, τύπου indie, εκεί που βάζουμε ό,τι δεν κατατάσσεται κάπου πιο συγκεκριμένα (γέλια). Ευελπιστούμε στο μέλλον να υπάρξει μια σκηνή. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν κάποιες μπάντες στο κοντινό παρελθόν που προσέγγισαν κάπως αυτόν τον ήχο, όπως για παράδειγμα οι Bazooka ή οι Minerva, αλλά κάπου σταμάτησαν. Αυτή τη στιγμή, ειδικά στον ελληνόφωνο ήχο που εκπροσωπούμε, σίγουρα δεν υπάρχει σκηνή.

- Ενέχει ένα ρίσκο το να φτιάχνεις κάτι το οποίο είναι τόσο διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο.

Κώστας: Και ήταν δύσκολο και στο να απευθυνθούμε σε κάποια εταιρία και να πάρουμε θετική απάντηση, γιατί προφανώς οι εταιρίες θέλουν στο ρόστερ τους να έχουν κοινούς ήχους, κοντινούς, για να μπορούν με έναν τρόπο να προωθήσουν κάπως πολλαπλά αυτές τις μπάντες. Όταν τελικά προσεγγίσαμε τον Ανδρέα Μητρέλη της Veego Records, πίστεψε από την αρχή στον ήχο μας.

Γιώργος: Δυστυχώς ή ευτυχώς αυτό που παίζουμε είναι μία μη δοκιμασμένη συνταγή.

Κώστας: Νομίζω ότι αυτό είναι και το όμορφο, ότι πάμε λίγο στο ανεξερεύνητο. Είμαστε σύγχρονοι άνθρωποι, γράφουμε με ένα σύγχρονο τρόπο στίχους (όπως πχ. στο "Σε βλέπω παντού"), αλλά το στοίχημα είναι αυτό να φέρουμε αυτόν τον ήχο και να κάπως ο κόσμος να νιώσει ότι του λέει κάτι στο σήμερα. Και προσπαθήσαμε εσκεμμένα να το κάνουμε και λίγο πιο σκληρό από τις αντίστοιχες Ελληνικές μπάντες του παρελθόντος, γιατί πιστεύουμε ότι, σαν ακροατές πάνω απ’ όλα, όταν πάμε σε ένα live θέλουμε και τον σκληρό ήχο για να περάσουμε καλά. Είναι κάτι απελευθερωτικό και θέλαμε να υπάρχει αυτό το στοιχείο της απελευθέρωσης μέσα στο υλικό μας.

- Μιας και αναφέρεστε στα live, το άλμπουμ είναι ηχογραφημένο με τρόπο που δίνει την αίσθηση του ζωντανού. Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθήσατε, φτάνοντας και μέχρι το στούντιο;

Κώστας: Αρχικά είχαμε ο καθένας τα δικά του κομμάτια. Είχαμε κάνει κάποια ντέμο και μετά βρεθήκαμε και παίξαμε, περισσότερο για να δούμε προς ποια κατεύθυνση θέλαμε να πάει η παραγωγή και ο ήχος. Κρατήσαμε πολλές σημειώσεις τότε, και όταν ξεκινήσαμε να το χτίζουμε στο στούντιο προσπαθήσαμε να τις εφαρμόσουμε. Προσαρμοστήκαμε και οι δύο, τόσο παικτικά όσο και ηχητικά, και στην ουσία φέραμε κάτι στη μέση, κάτι που να μας ταυτίζει και τους δύο. Ακόμη και στα τραγούδια που επιλέξαμε —στιχουργικά, μελωδικά, παραγωγικά, στους ήχους— έγιναν θυσίες και από τις δύο πλευρές. Είπαμε πως θα κρατήσουμε μόνο αυτά στα οποία πραγματικά ταυτιζόμαστε και οι δύο, ώστε να βγαίνει αυτό και προς τα έξω σε ένα επόμενο στάδιο. Γιατί, προφανώς, δεν μας ένοιαζε μόνο να σταθεί στο άλμπουμ, αλλά και να μπορεί να υλοποιηθεί μετά, ζωντανά. Και τώρα που το ανέφερες, όντως υπάρχει μέσα το στοιχείο του live παιξίματος. Στην παραγωγή δουλέψαμε ουσιαστικά με μία λογική onetake. Παίξαμε τα όργανα εμείς οι δύο και δεν κάναμε editing. Αν το timing έβγαινε σωστά, το κρατούσαμε, αν όχι, το γράφαμε  πάλι από την αρχή μέχρι το τέλος. Με αυτόν τον τρόπο το αποτέλεσμα έχει την αίσθηση μιας πολύ καλής πρόβας, σχεδόν live, κάτι που νομίζω περνάει και στον ακροατή.

Γιώργος: Γενικά, ο στόχος μας ήταν να μην υπάρχει μιζέρια στη μουσική μας. Νοσταλγία ναι, αλλά όχι σκοτάδι και μιζέρια.

- Ποια είναι η σχέση σας με τη νοσταλγία;

Κώστας: Εγώ έχω υπάρξει λάτρης της νοσταλγίας και όντως ενέχει μια ονειροπόληση. Αλλά μπορεί και να σε κάνει κάποιες φορές να μη βλέπεις. Έχει πολλές προεκτάσεις. Τώρα ανοίγουμε ένα φιλοσοφικό ζήτημα που δεν ξέρω καν αν είμαστε αρμόδιοι να το ανοίξουμε, αλλά έτσι όπως το έχω βιώσει, ναι, έχει μια προέκταση που μπορεί να σε παγιδεύσει, να σκέφτεσαι ότι πρέπει για κάποιο λόγο να έχεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή ένα συγκεκριμένο στυλ ή οτιδήποτε – πράγματα που στην πραγματικότητα δεν τα έχει ζητήσει κανείς. Από την άλλη, εμένα μου αρέσει και το προσεγγίζω καυτηριάζοντας το λίγο αυτό. Παίζω, ας πούμε, με μια κιθάρα που έπαιζε ο πατέρας μου τη δεκαετία του ’50-’60, γιατί στο μυαλό μου με θεωρώ κάπως «συνεχιστή» αυτού του πράγματος — και γελάω, κάπως αυτοσαρκαστικά.

Γιώργος : Ωραία λέξη το «νοσταλγικό». Στα 60s το ονόμαζαν moody. Και ήταν ένα ολόκληρο είδος, σαν να λέμε "πανκ". Ήταν κομμάτια που μιλούσαν για νοσταλγικά βιώματα, και είχαν τεράστια έκταση, γιατί για κάποιο λόγο όλοι έγραφαν γι’ αυτά. Στο δίσκο μας το κομμάτι "Μοναξιά είναι", είναι ένα τέτοιο κομμάτι. Και όντως νιώθουμε νοσταλγία όταν παίζουμε με όργανα που τα ακουμπούσαν κάποιοι στα ’60s, π.χ. η Farfisa. Είναι ένα ιδιαίτερο όργανο που το χρησιμοποιούσαν κυρίως τότε. Αλλά είναι κάτι που χρειάζεται σωστό χειρισμό. Καλό είναι να καταφεύγεις στη νοσταλγία, αλλά θέλει μέτρο

Κώστας: Επίσης η νοσταλγία μετά από ένα σημείο σε πάει οπουδήποτε. Ας πούμε Farfisa organ χρησιμοποιούσαν σαν έναν προπομπό των σημερινών synth και στα λαϊκά της δεκαετίας του ’50 (Καζαντζίδης και λοιπά). Αυτή είναι και η αναφορά για το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, το "Χορό" που είναι τσιφτετέλι ουσιαστικά. Οπότε, ξέρεις, ουσιαστικά δεν γυρνάμε την πλάτη ούτε στις ελληνικές μας ρίζες, αλλά ούτε και σε ό,τι μας έχει επηρεάσει από τη Δύση.

- Περί νοσταλγίας. Υπάρχουν ακόμα ηλεκτρισμένα beach μπαρ, όπως το ομώνυμο κομμάτι σας;

Κώστας: Η αλήθεια είναι ότι όταν έγραψα το συγκεκριμένο κομμάτι είχα βγει για τη βόλτα μου στην παραθαλάσσια περιοχή που μένω και ήταν Απρίλης — και όπως αναφέρω — και ήταν τόσο ζεστός που απλά ήρθαν οι λέξεις από μόνες τους και κούμπωσε. Θεωρώ ότι πολλά πράγματα συμβαίνουν εσωτερικά, μέσα μας, και τα προβάλλουμε γύρω μας, και κάτι τέτοιο συνέβη και με τα “Ηλεκτρισμένα Beach Bar”. Περισσότερο ήταν ένα αίτημα ότι ήθελα αυτό που διατυπώνω να το ζήσω εκείνη τη στιγμή γύρω μου. Νομίζω ότι πολλά πράγματα είναι σε τι φάση θα σε βρουν. Δηλαδή μπορεί να πας σε ένα νησί το καλοκαίρι και να περάσεις τέλεια — όπως το ορίζει ο καθένας-  όταν θέλεις να το νιώσει έντονα. Και μπορεί να πας πάλι στο ίδιο νησί και να αναρωτηθείς «γιατί ήρθα εδώ πέρα;». Αυτός ο ηλεκτρισμός συμβαίνει εσωτερικά.

- Τους στίχους τους μοιράζεστε, σωστά.;

Κώστας: Ναι, ουσιαστικά στα κομμάτια που τραγουδάω εγώ, έχω γράψει και τους στίχους και στα κομμάτι που τραγουδάει ο Γιώργος, τους έγραψε εκείνος...

- Γιατί τόσο σαφώς χωρισμένα;

Γιώργος: Για να φέρουμε την αλήθεια μας στον ακέραιο βαθμό θα έπρεπε να υπάρξει και ο διαχωρισμός.

Κώστας: Μιλώντας για εμένα, δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω τους στίχους του Γιώργου και να τους εννοώ. Φαντάζομαι το ίδιο συμβαίνει για την πλευρά του Γιώργου, οπότε ουσιαστικά το κάναμε με αυτόν τον τρόπο.για να είμαστε ειλικρινείς και απέναντι σε όποιον κόσμο μπορεί να ταυτιστεί, να ακολουθήσει αυτό το πράγμα.

Γιώργος: Είναι σημαντικό για εμάς να λέμε τα πράγματα όπως είναι, να μην κρυβόμαστε. Γι’ αυτό και γράφουμε στα ελληνικά, καθώς πιστεύουμε ότι με τον αγγλικό στίχο κρύβεσαι λιγάκι πίσω από το δάχτυλό σου, γιατί δεν το καταλαβαίνει άμεσα ο ακροατής. Πιστεύω ότι κινούμαστε σε έναν κοινό άξονα, παρά τα διαφορετικά βιώματα του καθενός και το βαθμό που της έντασής τους - ανάλογα και με τις εμπειρίες ζωής που είχαμε.

Κώστας: Νομίζω ότι ο τρόπος που γράφει στίχους ο Γιώργος βγάζει μια έτσι παιδικότητα και ένα αυθορμητισμό που νομίζω στα δικά μου κομμάτια δεν υπάρχει, αλλά είναι και αυτό που δίνει την ποικιλία στο άλμπουμ. Σίγουρα μας έχει βοηθήσει το γεγονός ότι έχουμε προϋπάρξει και σε άλλα μουσικά πρότζεκτ, οπότε έχουμε καταλάβει και αποκωδικοποιήσει ο ένας τον τρόπο του άλλου.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου

- Σε σχέση με τα προηγούμενα πρότζεκτ, πως είναι τα πράγματα τώρα; Βλέπετε διαφορές;

Γιώργος: Υπάρχουν αρκετές διαφορές σε σχέση με τα προηγούμενα πρότζεκτ. Για παράδειγμα, στο άλλο μου πρότζεκτ γράφω και τραγουδάω, παίζοντας γκαράζ ροκ, και τα κομμάτια είναι στα αγγλικά, με μεγαλύτερη ελευθερία και πειραματισμό. Εδώ, αντίθετα, προσπαθήσαμε να υπάρξει μια ομοιογένεια, και αυτό είναι κάτι που ακόμη και εμένα με εντυπωσιάζει. Το άλμπουμ, παρά τις διαφορετικές συνεισφορές μας, έχει μια ενιαία αίσθηση, και πολλοί ακροατές μού έχουν πει ότι δεν ξεχωρίζουν ποιος έγραψε τι ή ποιος τραγουδάει σε κάθε στιγμή.

Κώστας: Η διαφορά αυτή γίνεται ακόμη πιο εμφανής λόγω του ελληνικού στίχου. Στα προηγούμενα πρότζεκτ έγραφα κυρίως στα αγγλικά, και η μετάβαση στον ελληνικό στίχο είναι τεράστια, όχι μόνο σε επίπεδο γλώσσας αλλά και σε επίπεδο ειλικρίνειας. ξέρεις ότι ο ακροατής θα ακούσει άμεσα το μήνυμά σου και την αλήθεια σου, και αυτό σε αφήνει κάπως απογυμνωμένο. Από αυτή την άποψη, η εμπειρία είναι εντελώς διαφορετική, και το αποτέλεσμα έχει μια ένταση και μια αμεσότητα που δεν υπήρχε στα προηγούμενα πρότζεκτ.

Γιώργος: Τα ελληνικά έχουν τις περισσότερες λέξεις και προσφέρουν ποικιλία στην έκφραση, και όσο παράξενο κι αν ακούγεται, σε αυτό το είδος που παίζουμε ακούγονται πολύ καλά. Δηλαδή, δεν συμβαίνει ό,τι παρατηρείται σε κάποια άλλα είδη, όπου τα ελληνικά δεν «κάθονται» εύκολα, όπως για παράδειγμα στα blues, όπου χρειάζεται να τραβάς τις λέξεις για να ταιριάξουν στη μελωδία.

Κώστας: Έχω συζητήσει με ξένους φίλους και γνωστούς σχετικά με αυτό, και ενώ στην αρχή δεν μπορούσαν να το φανταστούν —έχοντας ακούσει Stones, Beatles, Kinks, Yardbirds και λοιπά— θεωρούν ότι λειτουργεί πολύ καλά ως γλώσσα μέσα στη μουσική. Αυτό που μου έχουν πει —και ήμουν σίγουρος ότι θα το ακούσω— είναι ότι η μουσική μας τους ακούγεται κάπως πιο κρουστή, πιο percussive. Μου άρεσε πολύ αυτό, γιατί, αν απογυμνώσουμε τη μουσική και θέλουμε να βρούμε την ουσία της, η ουσία είναι ο ρυθμός. Υπό αυτή την έννοια, αν το δούμε ανθρωπολογικά, σε συνδέει με τη βαθύτερη φύση, με το πιο «άγριο». Ο ρυθμός, λοιπόν, είναι η ουσία και η πηγή όλης της μουσικής. Η μελωδία είναι, νομίζω, ένα φτιασίδωμα αυτού του πράγματος, δεν αποτελεί την ουσία, αλλά είναι κάτι που ωραιοποιεί τον ρυθμό. "Το κορίτσι και Βουντού", για να φέρω και ένα παράδειγμα, είχαμε σαν στόχο να πάει προς exotica που έχει ήχους από ζούγκλα και είναι γενικότερα πιο primitive με τα τύμπανα να είναι στα βαθιά, με λιγότερα πιατίνια.

- Ξεχωρίζετε, λοιπόν, κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι από το άλμπουμ;

Κώστας: Αν έπρεπε να επιλέξω ένα κομμάτι του Γιώργου σήμερα, πιθανότατα θα ήταν το «Ποτέ ξανά», γιατί είναι ένα κομμάτι που ευχαριστιέμαι απίστευτα να παίζω, ακόμη και όταν είμαι κουρασμένος· ακόμα και σε πρόβα, βρίσκομαι σε φάση να τα δώσω όλα. Από τα δικά μου θα διάλεγα το “Χορό” γιατί με έναν τρόπο που βγάζει τη λαϊκή μου πλευρά, αλλά ταυτόχρονα φέρει και την τουρκική ψυχεδέλεια που με έχει επηρεάσει.

Γιώργος: Από την πλευρά μου, Κώστα, θα διάλεγα το «Μοναξιά», γιατί εκφράζει περισσότερο τη mood-άδικη πλευρά μου. Γουστάρω όλα τα κομμάτια του δίσκου, είτε παίζω κουρασμένος είτε όχι. Τα δικά μου κομμάτια, για να μην πω τα ίδια, τώρα τελευταία αγαπάω τα “Αφερέγγυα Φιλιά”, γιατί περιέχουν όλα τα στοιχεία μαζί. Στο κομμάτι αυτό υπάρχουν πλήκτρα, κιθάρες, πολλά σόλο και γυρίσματα, είναι ένα απολύτως ιδιαίτερο κομμάτι που δεν αφήνει τίποτα απ’ έξω.

- Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που “κάνουν” τη μπάντα, λοιπόν;

Κώστας: Το fuzz στις κιθάρες, τα πλήκτρα που ξυρίζουν και το ντέφι. Αυτό είναι το τρίπτυχο της επιτυχίας! Αλλά γενικά νιώθουμε ότι η μπάντα μετουσιώνεται στα live, θέλουμε να δίνουμε το 100%. Και επειδή είναι κάτι το οποίο τραγουδάμε εμείς και είναι προσωπικό, θέλουμε να το νιώσουμε, να το βγάλουμε έξω, αλλά είναι και η συγκεκριμένη μουσική σαν είδος που το απαιτεί. 

- Πάντως, αισθάνομαι πως το αντιμετωπίζετε όλο αυτό και με μία έκπληξη.

Κώστας: Είναι περίεργο, γιατί εδώ είσαι σε μία ερωτική σχέση και μπορεί κάτι να ειπωθεί με έναν συγκεκριμένο, όμορφο τρόπο και να σου κάνει εντύπωση εκείνη τη στιγμή. Μετά, το συλλογίζεσαι και λες «δεν το περίμενα». Το ίδιο ισχύει και τώρα που το υλικό που γράψαμε εμείς οι δύο το παίζουμε πια με τέσσερα άτομα και βλέπουμε να το ερμηνεύουν και άλλοι μουσικοί, να το ενσωματώνουν με τη δική τους σωματικότητα. Το να βλέπουμε αυτή τη σωματοποίηση θεωρούμε ότι δείχνει, καταρχάς, μια γενναιοδωρία από τους υπόλοιπους. Δεν το θεωρούμε αυτονόητο· δεν είναι απλώς «ήρθαν, παίξανε και τελείωσε». Συμβάλλουν ενεργά σε αυτό που είναι το όραμά μας, αν θέλεις να το πω έτσι. Και, τελικά, συνεχώς υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης, που είναι και μια κινητήριος δύναμη· σε παρακινεί να πεις «ναι, πάμε να το κάνουμε». Είναι επίσης ένας τρόπος να γνωριστούμε καλύτερα μεταξύ μας, όχι μόνο εγώ με τον Γιώργο, που ήδη είχαμε κάποια μουσική γνωριμία, αλλά και με τον Άγγελο Καλογιάννη στα τύμπανα και τη Σταυρούλα Κυβέλου στο μπάσο.

- Τι σημαίνει για εσάς ο τίτλος του δίσκου Να κάψουμε το χθες;

Κώστας: Το Να κάψουμε το χθες προέρχεται από τους στίχους του "Χορού". Ουσιαστικά, αυτό εκφράζει το αίτημα του άλμπουμ αλλά και το δικό μας προσωπικό αίτημα. Ως οντότητες, θέλουμε ο κόσμος που θα έρθει στα live μας ή θα ακούσει το υλικό μας, για λίγο τουλάχιστον, να μπορέσει να ξεχάσει τα προβλήματα που βιώνουμε καθημερινά. Και θεωρούμε ότι αν το πετύχουμε αυτό, ακόμα και σε μικρότερο βαθμό, είναι μια επιτυχία. Μας κάνει ευτυχείς και ελπίζουμε ότι το καταφέρνουμε με όποιον έρχεται να μας ακούσει. Είναι και λίγο οξύμωρο αν το σκεφτούμε, και το συνειδητοποιούμε τώρα καθώς συζητάμε. Υπάρχει αυτό το οξύμωρο στοιχείο, αλλά ταυτόχρονα όλα αυτά μαζί συνθέτουν κάτι που μπορεί να συμβάλει. Στο τέλος της μέρας, όλοι είμαστε άνθρωποι· ερχόμαστε σε αντίθεση και σε κόντρα με τον εαυτό μας και με τους άλλους, και όλη αυτή η μάχη είναι που τελικά μας ορίζει. Με αυτόν τον τρόπο, το άλμπουμ μας καθορίζει.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου

- Έχετε ήδη προγραμματίσει τις επόμενες εμφανίσεις σας. Συνολικά, που θα θέλατε να σας πάει αυτό το πρότζεκτ;

Γιώργος: Ναι, θα παίξουμε 30 Νοεμβρίου μαζί με τους Birds of Vale στο Bad Tooth στην Αθήνα και στη συνέχεια στις 16 Ιανουαρίου 2026 είμαστε καλεσμένοι μαζί με τους Nerrves στην παρουσίαση δίσκου των HΞX στο Aux Club. Και θα ακολουθήσει και η παρουσίαση του δικού μας δίσκου.

Κώστας: Να σου πω την αλήθεια, εμένα προσωπικά το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να το επικοινωνήσουμε με όποιον θέλει να το ακούσει. Το πού θα μας πάει, θα ήθελα να το αφήσω λίγο στην τύχη του. Εννοώ, να δουλέψουμε προς μια κατεύθυνση, αλλά το να προσπαθείς να προβλέψεις ή να αποδείξεις κάτι δεν βοηθάει. Απλώς πάμε να παίξουμε και να το μοιραστούμε με τον κόσμο. Και όπου βγει. Η ουσία μιας μπάντας φαίνεται στα live. Εκεί δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο - ό,τι και να έχει κάνει ο καθένας μετράει εκεί, γιατί εκεί είναι που ο κόσμος σε παρακολουθεί, σε κρίνει στην ουσία και λέει «Μου αρέσει, το νιώθω αυτό'. Νομίζω αυτό είναι το βασικό σημάδι...

- Σας ευχαριστώ πολύ, τα λέμε εκεί έξω λοιπόν!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured