Τα γυαλιστερά φακελάκια της corinthian άστραφταν από μακριά. Αλήθεια λέω, ήταν σα να στραφτάλιζαν δίπλα από τις τσίχλες, σα να λαμποκοπούσαν κάτω από τα πρωτοσέλιδα. Στα περίπτερα και κυριότερα στα ψιλικατζίδικα της Αθήνας στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μπορούσες να βρεις σακουλιασμένες σε αυτά, τις υπερμεγέθεις κεφάλες της ποδοσφαιρικής εθνικής Αγγλίας, ή τελοσπάντων όποιας ομάδας υποστήριζες. Αυτές οι φιγούρες με τα μικρά σώματα και τα “ρεαλιστικά” πρόσωπα στοιβάζονταν σταδιακά, βδομάδα με τη βδομάδα, στα παιδικά -κυριότερα αγορίστικα- ραφάκια.
Φυλαχτά, ειδωλολατρικά σύμβολα, gadgets για βουντού και τα συναφή, βάφτισε τες όπως θες, οι μικρές και μεγάλες, legit ή περιπτερικής απομιμήσεως, action figures παραμένουν ενδεικτικοί αντικατοπτρισμοί των κατόχων τους. Εκτιμώ λίγο περισσότερους τους ανθρώπους που -ακόμη κι αν πρόκειται για την ενδεκάδα της Man Utd- βάζουν τα μαγικά τους για να περισώσουν τον τραυματισμένο τους στράικερ, δεν κακίζω επουδενί όποιον -εφόσον δεν παίρνει κάποιο εξαρτώμενο μέλος στο λαιμό του- δαπανά γύρω στα 350 ευρώ για να αγοράσει την 16 ιντσών φιγούρα Madvillain από τη Super7 ή έστω τον επτάιντσο μπάτσο Cochese από το “Sabotage” των Beastie Boys.
Ένας από αυτούς είναι και ο McKinley Dixon. Μαζεύει φιγούρες, βαστά γούρια και εξασκείται στα μαγικά (έχει κι άλλη λόξα, αυτή για τα animations των Satoshi Kon και Masaaki Yuasa). Όχι ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα, αλλά μαγικά-μαγικένια. Ο Dixon κουβαλά τα γραμμένα των Black Milk, Quelle Chris και Oddisee, αλλά κι εκείνα της αφροαμερικανής Toni Morrison (το έδειξε εμφατικά στο προηγούμενο Beloved! Paradise! Jazz!?, παίρνοντας διαδοχικά τίτλους βιβλίων της, το κάνει και τώρα στο σπαστό σε δύο μέρη “Recitatif”). Στο Magic, Alive!, στη νέα δισκογραφική ιστορία του που απαντά στο αν η μαγεία μπορεί να ζωντανέψει τους νεκρούς, στριφογυρίζει γύρω από μια παρέα νεαρών αγοριών που θέλουν να επαναφέρουν τον πεθαμένο τους φίλο. Σε αυτό το κονσεπτικό αλληγορικό ξόρκι, ο ράπερ από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, κατορθώνει μικρά θαύματα.
“Going through this now, shit, it really got me believing/To live forever is to tell the stories of who light up ya eyes/We ran, we danced, survived, we fly/That’s magic alive!”. Η γλώσσα περνάει από το κεφάλι στην καρδιά, κι από τον καρπό στη γροθιά, χωρίς να μηρυκάζει τα έτοιμα, δίχως να υστερεί στα τρέχοντα. Στον πέμπτο του δίσκο, βρίσκει συμπαραστάτες στα λόγια στα πρόσωπα των Quelle Chris, Anjimile, Chais Guevara, Teller Banks, IceColdBishop, Pink Siifu, Blu και Shamir αλλά και στη Sarah Tudzin, στον Etienne Stoufflet, στο Sam Koff, στο Sam E. Yamaha που κατοχυρώνουν το jazz νόημα στο lp. Διότι αυτό κάνει ο Dixon, jazz-rap που ρέει, χωρίς φορμαλιστικούς εντυπωσιασμούς και δίχως να την πατάει βυθιζόμενος εντός του, όπως συμβαίνει στο νέο καλό μα «ακοινώνητο» Golliwog του Billy Woods. Μόλις σε 35 λεπτά προλαβαίνει, χωρίς να αδρανεί ούτε στιγμή, να μετατρέπει το σουρεαλιστικό σε αληθές, το εξωπραγματικό σε βάμμα για τις πληγές και τις φαντασιώσεις σε νέτα-σκέτα παραπεμπτική μπάρα στην Erykah Badu.
“I'll take those odds, there's a chance it enchants my wrist/Story as beautiful as it is tragic/Point my finger, make you disappear/I'd still call that shit magic, boy” ραπάρει στο “Run, Run, Run Pt.II”, λίγο πριν μας πει πως το target audience του είναι αυτό που έχει καρδιά για να ακούσει τα λόγια και τους λόγους του. Είναι ρωμαλέος ο αυθορμητισμός του, είναι αποτυπωμένος με αυτή τη φαινομενικά απλή αρετή του άμεσου. Κι ενώ είναι προφανές, πως η σκηνή κάθε άλλο παρά σε ανυδρία βρίσκεται, ο δικός του δίσκος (μαζί με του woods κι ενδεχομένως με αυτόν τον Leikeli47) θα φιγουράρει με άνεση στις κορυφαίες θέσεις των ετήσιων λιστών των rap κυκλοφοριών. Κι αν το καλοσκεφτείς όχι μόνο αυτών, διότι μπορεί και ξεκλειδώνει και το πεδίο των ind-αδων με το όψιμο jazz Kamasi -κο ενδιαφέρον…