Ίσως να φταίει το όνομα… Λέγονται Moon, κι αυτό από μόνο του φέρνει στο νου παλιούς ρομαντισμούς, αυγουστιάτικες νύχτες, αλλά και μια υπόγεια υπόσχεση παραδοξότητας. Μπορεί να φταίει το εξώφυλλο του άλμπουμ The Green Lilac Park, που μοιάζει βγαλμένο από κάποιο κρυμμένο πάρκο του Liverpool, εκεί όπου τα παιδιά μεγάλωσαν ακούγοντας Pale Fountains αντί για νανουρίσματα. Μπορεί πάλι να είναι και το line-up: Dave "Yorkie" Palmer, Mick Dolan και Andy Diagram κουβαλούν στις πλάτες τους αναμνήσεις και μελωδίες από τους Moongoose, Space, Shack, και την αύρα μιας πόλης που ξέρει να σκαλίζει μελωδίες μέσα από την ομίχλη.
Ό,τι κι αν είναι αυτό που έχει ανάψει τη φλόγα γύρω από τους Moon, ένα είναι σίγουρο: το The Green Lilac Park είναι ένας πανέμορφος δίσκος. Είναι ένα μέρος άγνωστο, και όπως λένε και οι ίδιοι, «είναι μια κατάσταση του νου». Ίσως γι’ αυτό τους έχουν δει να κολλάνε αφίσες στους δρόμους του Liverpool σαν να πρόκειται για cult κινηματογραφική πρεμιέρα. Ίσως γι’ αυτό τα social media μιλούν γι’ αυτούς με τον ίδιο ενθουσιασμό που άλλοτε κρατούσαν για τους La’s.
Κι ο δίσκος; Ο δίσκος ευτυχώς στέκεται αντάξιος. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, "A Day For Tomorrow", οι Moon στρώνουν μια βόλτα στον ήλιο με indie pop αθωότητα, Beatles-ικές πινελιές (δικαιολογημένα: στη μπάντα συμμετέχει ο Joshua McCartney, γιος του Mike McCartney (αδερφός του Paul) από τους Scaffold) και εκείνη την απίστευτα όμορφη βρετανική ευφορία που κάνει την καρδιά να χτυπά σαν μικρό ντέφι σε κάποιο campfire.
Αλλά δεν μένουν εκεί. Το "Sing To Me" σε πετάει με τις πρώτες του νότες στην άλλη πλευρά του φεγγαριού. Η φωνή του Mick Dolan λέει «I’m like an old man dying and my car’s on fire» κι εσύ ξαφνικά νιώθεις πως βρίσκεσαι μέσα σε ένα διαλυμένο παλιό Mini Cooper, παρκαρισμένο στην άκρη της μνήμης σου, που τελικά το αφήνεις και συνεχίζεις μόνος την βόλτα σου στις αναμνήσεις. Μελαγχολία, αλλά με στρώσεις από βιολιά και κιθάρες που σε τυλίγουν γλυκά, ένα κομμάτι που σου κολλάει και που σου ψιθυρίζει (με γούστο) την ήττα της σύγχρονης ζωής.
Το "The Spaniard" είναι η έκπληξη. Μια mariachi τρομπέτα ανοίγει το τραγούδι με περηφάνια και δίνει στο κομμάτι χρώμα από spaghetti western, ενώ οι στίχοι ξεδιπλώνουν έναν ήρωα που μοιάζει να έχει βγει από κάποιο βιβλίο του Borges. Μια απρόσμενη, αλλά τόσο ταιριαστή παρένθεση στο σύνολο του άλμπουμ.
Και το "Goodbye James..." ακολουθεί, και εκεί ο χρόνος διαλύεται. Τρέμολο κιθάρες, φωνή παραμορφωμένη σαν να παίζει από κάποιο παλιό ραδιόφωνο και ένας αποχαιρετισμός που σε κάνει να σκέφτεσαι όλους όσους δεν είπες ποτέ «αντίο». Κι εκεί, η κιθάρα του Link Wray έρχεται σαν ένα όμορφο κύμα που δεν έφτασε ποτέ την ακτή.
Όσο προχωρά αυτό το άλμπουμ τόσο καταλαβαίνεις γιατί το The Green Lilac Park έχει αποκτήσει όλο αυτό το hype, γιατί δεν αναζητά ούτε διεκδικεί, καμία επανάσταση, αλλά ούτε και καμία ονείρρωξη. Απλά σου σιγοτραγουδά την ιδέα πως όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερο εκτιμάς εκείνες τις στιγμές που μοιάζουν να μην ανήκουν σε καμία εποχή, παρά μόνο στη δική σου. Και γι' αυτό οι Moon μάς χαρίζουν έναν δίσκο που θα μπορούσε να παίζει στο background ενός ανοιξιάτικου χωρισμού που πονάει μέσα στην ζέστη του καλοκαιριού, ενός απογευματινού φιλιού στην παραλία ή μιας αναμονής σε κάποιο σταθμό για ένα τρένο που δεν θα έρθει ποτέ. Αλλά, όπως και να 'χει αυτό το άλμπουμ δεν έχει δεν χρειάζεται hype για να επιβιώσει. Έχει ήδη χτίσει τον δικό του μικρό κόσμο. Και, αν είσαι τυχερός, μπορεί να βρεις κι εσύ το δικό σου πράσινο λιλά πάρκο για να χαθείς εκεί μέσα.
Το "Unicorn" μας γυρνάει πάλι πίσω στην σπαγγέτι γουέστερν αύρα που τόσο ταιριάζει στους Moon. Ξεκινά με σφυρίγματα σαν να βγήκαν από το σύμπαν του Morricone, για να δώσει τη θέση του σε μια μελωδία που θα ταίριαζε εξίσου σε κάποιο ναυτικό μοιρολόι ή σε μια μπαλάντα που σιγοτραγουδούν σε μακρινά λιμάνια. Είναι αυτή η σχεδόν ακροβατική ικανότητα του συγκροτήματος να παντρεύει ετερόκλητα είδη χωρίς να χάνει την ταυτότητά του που εντυπωσιάζει, και μας κάνει να θυμόμαστε τους αμερικανούς Decemberists ή τους Λονδρέζους Bitter Springs, συγκροτήματα που σε όλη την πορεία τους κατάφρεαν μια απίστευτη διαπολιτισμική συμφιλίωση με τόση φυσικότητα.
Το "Hey Mother" είναι μια μπαλάντα που σπάει σιωπηλά. Το "Life" αλλάζει διάθεση, φέρνει μια indie pop ανάσα θυμίζει αρκετούς συντοπίτες ποιητές της μελωδίας. Ο ήχος είναι φωτεινός, οι αρμονίες φτερουγίζουν πάνω από μια ελαφριά ρυθμική βάση, σαν μια απελευθερωμένη απογείωση μετά από μια εξομολόγηση.
Το "Can You Hear Me" έρχεται για να δείξει πόσο δεξιοτεχνικά οι Moon κινούνται ανάμεσα στα στιλ, με λίγο πιο post punk αναφορές στις κιθάρες, απότομο σαν νευρικό βήμα σε πλακόστρωτο, να μεταμορφώνεται με το μελαγχολικό, σχεδόν παρακλητικό ρεφρέν του. Και μετά επιστροφή ξανά στο αρχικό μοτίβο. Αυτός ο κυμαινόμενος ρυθμός γίνεται σήμα κατατεθέν τους και το ρεφρέν του κομματιού, ακόμα μία απόδειξη ότι οι Moon έχουν μια καλή προίκα από hooks για να σου καρφώσουν στην καρδιά. Σαν κι αυτά που ακολουθούν στο πανέμορφο "Storm Clouds".
Κι όταν τελειώνει αυτή η βόλτα, λοιπόν, στο The Green Lilac Park, δεν φεύγεις ούτε με φωνές στα αυτιά ούτε με πυροτεχνήματα στον ουρανό. Φεύγεις μ’ ένα αχνό χαμόγελο και μια ανάμνηση που δεν ξέρεις αν όντως τη βίωσες ή την ονειρεύτηκες. Όπως συμβαίνει με κάθε αληθινό μουσικό ταξίδι, οι Moon δεν σε κρατάνε από το χέρι και σου λένε «έλα μαζί», σε αφήνουν να χαθείς και μέσα σε λιγότερο από τρία λεπτά κάθε φορά, στήνουν κόσμους που μοιάζουν πιο αληθινοί από τη σιωπή που τους ακολουθεί.
Το The Green Lilac Park μοιάζει με ένα παγκάκι στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα. Ένα παγκάκι κάτω από κάποιες πασχαλιές όπου άφησες τη σκέψη σου να ανθίσει αλλά δεν γύρισες ποτέ να την μαζέψεις. Αλλά με κάθε τραγούδι, οι Moon μας υπενθυμίζουν πως η μουσική όταν φτιάχνεται με αλήθεια, χιούμορ και λίγη βροχή στους κήπους δεν χρειάζεται να εξηγεί τίποτα. Μόνο να υπάρχει.