Την ώρα που ξανακούω το δίσκο της Natalie Bergman, εκείνη ετοιμάζεται να παίξει στο Masonic Lodge του Hollywood Forever. Είχα βρεθεί εκεί, Μάρτη μήνα πριν έντεκα χρόνια, όχι για κάποια νεκρώσιμη ακολουθία, αλλά για μιαν άλλη συναυλία. Σωστά καταλάβατε, το Hollywood Forever είναι ένα όμορφο νεκροταφείο του Los Angeles, στην καρδιά του Hollywood, με ψηλούς φοίνικες, παγώνια που βολτάρουν και μοσχοβολιστά τριαντάφυλλα. Τουλάχιστον έτσι έμοιαζε εκείνη την άνοιξη, όταν το περπατούσα λίγο πριν τη συναυλία της Linda Perhacs που κάπου στα zeroes (και νωρίτερα, αλλά για τους πιο επιμελείς) ξαναβγήκε στο indie φως χάρη στις επανεκδόσεις του Parallelograms από τις Merry Go Round, Guerssen και Sunbeam, διαδοχικά. Αργότερα Mexican Summer και Sundazed φρόντισαν να παραμένει στην επιφάνεια, και το πάλαι ποτέ hype της New Weird America, βάστηξε την αδικοχαμένη folk περίπτωση της τραγουδοποιού για αρκετό καιρό μέχρι του να ηχογραφήσει και δύο νέους δίσκους το ’14 και το ’17, αντίστοιχα.
Δεν ξέρω αν εκείνη την εποχή, η Bergman έχει στο ραντάρ της την Perhacs, παρότι την εντοπίζω αχνά στη σόλο δισκογραφία της. Τότε, παρέμενε ακόμη το μισό των reggae/indie pop Wild Belle, μαζί με τον αδερφό της Elliott, ο οποίος υπήρξε πολυτεχνίτης στους afrobeat μάγκες NOMO. Κρατήθηκαν από μικροί από το χέρι, μιας και έχασαν νωρίς τη μητέρα τους, οπότε η μουσική λειτούργησε ως αποκούμπι (μαζί με μπόλικο αλκοόλ και λοιπές εξαρτήσεις), ως εξομολογητάριο για να αποτινάξουν τη θλίψη τους. Το 2019, ο μπαμπάς και η μητριά της έχασαν αναπάντεχα τη ζωή τους σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα (η θεία της, η ηθοποιός Ann Heche, πέθανε τρία χρόνια μετά, επίσης σε αυτοκινητιστικό). Η Bergman, καλιφορνέζα πια, κλείνεται για λίγο στο μοναστήρι Christ in the Desert της Chama Valley του New Mexico. Αποτέλεσμα του βραχύβιου εγκλεισμού της, το χαμηλόφωνο gospel indie folk Mercy που κυκλοφόρησε για λογαριασμό της Third Man Records, το 2021.
Ακόμη κι αν αυτό πέρασε και δε σας ακούμπησε, κάπου μπορεί να την έχει πάρει τ’ αυτί σας. Είτε την ακούσατε στο Birdsong Project, είτε αγκαζέ με τον Beck στη διασκευή του “You’ve Got A Woman” των Lion. Μερικοί να την εντόπισαν, όταν αχνοφάνηκε για λιγάκι πίσω από την πλάτη του Pokey LaFarge. Στο νέο της δίσκο, αρκετοί φαίνεται πως έφτασαν χάρη στην εκπομπή του Henry Rollins στον KCRW. Όταν είδε το σιξτάδικο videoclip του “Gunslinger”, το διασκέδασε τόσο που είπε πως η ζωή του έγινε καλύτερη. Και μπορεί ο δίσκος της να μην είναι συνολικά σπουδαίος, αλλά έχει όλα αυτά τα feelgood συστατικά για να γίνει κοσκινάκι στο repeat. Ακούγοντας το “Dance” κολλάς, νιώθοντας πως η μπασογραμμή του παραπέμπει στο I Can’t Help Myself (Sugar Pie, Honey Bunch)” των Four Tops. Κάπως έτσι δικαιώνεις και το δελτιοτυπικό της Third Man που φαντασιώνεται μέσω του My Home Is Not In This World, μια επανασύσταση της Motown στην καλιφορνέζικη έρημο, με gospel soul αεράκι και country-western καρδιοχτύπια. Η παρέα της Daptone είναι μαζί της (με μέρη του δίσκου να είναι γραμμένα στην πατρίδα της το Chicago), επομένως και η Ampex αναλογικότητα, οι παραπομπές στις Nancy και Dusty (αλλά και Carol Kaye) στυλιστικά εμφανείς (μέσα από το Lana Del Rey μονοπάτι), την ώρα που η συνολική ασφάλεια της νοσταλγικότητας αποπνέεται με καλοπαιγμένη ευκολία. Συγγενής μεν αλλά και σε απόσταση δε, από εκείνη τη χολυγουντιανή ατμόσφαιρα που μας παρέδωσε αριστοτεχνικά πέρυσι η Jessica Pratt.
Έχει και το εκ τίτλου σιγουράκι καταληκτικό “California”, το οποίο έπεται μιας γλυκιάς ακουστικής αφιέρωσης στο γιο της, οπότε πως να μη γοητευτείς από την καλοφτιαγμένη και στρωτή δεύτερη δισκογραφική σόλο παρουσία της Natalie Bergman, παρά την αισθητικά ρετρό επανάληψη της; Ακόμη κι αν δεν επιλέγει το Lynch-ικο παράδοξο που μοιάζει να κατέχει, και το οποίο θα έδινε ένα διαφορετικό, τολμηρότερο twist στο δεύτερο δίσκο της, μια χαρά θα την κάνει τη βραχύβια δουλειά του. Έστω κι αν αυτό κρατήσει μονάχα για μερικές βραδινές ακροάσεις τούτο το καλοκαίρι.