Marc Ribot

Το Map Of A Blue City, σε παραγωγή και μίξη του Ben Greenberg, ηχογραφήθηκε στο στούντιο που δημιούργησε ο αείμνηστος συνθέτης και παραγωγός Hal Willner. Περιλαμβάνει εννέα κομμάτια, εκ των οποίων οι επτά είναι πρωτότυπες συνθέσεις. Μαζί τους περιλαμβάνει την ερμηνεία του Marc Ribot στο παλιό country "When the World's on Fire" των  Carter Family, καθώς και την επεξεργασία του εμβληματικού ποιήματος "Sometime Jailhouse Blues" του Allen Ginsberg (1949). Το Map Οf Α Blue City δεν είναι ένα τυπικό άλμπουμ τραγουδοποιού – εξάλλου ο ίδιος ο Marc Ribot, με τις καταβολές του στη σκηνή της avant garde, δεν και ο ίδιος τυπική περίπτωση singer song writer. Εδώ παρουσιάζει μια σειρά από τραγούδια που προέρχονται από διαφορετικές σχολές, παραδόσεις και τεχνοτροπίες: roots (blues/folk/country), bossa nova, no wave, noise, free jazz και ήχους που δεν έχουν (ακόμα) συσχετίσεις με είδη. Κατά κάποιο τρόπο, το άλμπουμ συνοψίζει τα 30 χρόνια μουσικής δημιουργίας του Ribot.  

Ο Marc Ribot γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ το 1954. Ως έφηβος, έπαιζε κιθάρα σε διάφορα garage συγκροτήματα ενώ σπούδαζε με τον μέντορά του, τον Αϊτινό κλασικό κιθαρίστα και συνθέτη Frantz Casseus. Αφού μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1978, ο Ribot ήταν μέλος των soul/punk Realtones και από το 1984 έως το 1989, των Lounge Lizards του John Lurie. Μεταξύ 1979 και 1985, ο Ribot εργάστηκε επίσης ως session μουσικός με τον Brother Jack McDuff, τον Wilson Pickett, την Carla Thomas, τον Rufus Thomas, τον Chuck Berry και πολλούς άλλους.

Το περιοδικό Rolling Stone έχει επισημάνει ότι «ο κιθαρίστας Marc Ribot βοήθησε τον Tom Waits να βελτιώσει μια νέα, παράξενη αμερικανική μουσική στο “Rain Dogs” του 1985 και από τότε έχει γίνει ο αγαπημένος κιθαρίστας για κάθε είδους λάτρεις της roots μουσικής: τους Robert Plant και Alison Krauss, τον Elvis Costello, τον John Mellencamp». Πρόσθετες συμμετοχές του σε ηχογραφήσεις διάσημων καλλιτεχνών περιλαμβάνουν τους Soloman Burke, Neko Case, Diana Krall, Beth Orton, Marianne Faithful, Arto Lindsay, Caetano Veloso, Laurie Anderson, Susana Baca, McCoy Tyner, The Jazz Passengers, Medeski, Martin & Wood, Cibo Matto, Jamaaladeen Tacuma, James Carter, Vinicio Capposella, Vinicius Cantuaria, Madeleine Peyroux, Sam Phillips, Laurie Anderson, Joe Henry, Allen Toussaint, Norah Jones, The Black Keys, Jeff Bridges, Jolie Holland, Elton John/Leon Russell, και πολλούς άλλους. 

Ο Ribot συνεργάζεται συχνά με τον παραγωγό T Bone Burnett∙ εκτός από το "Rain Dogs" του Tom Waits, η σπουδαιότερη session δουλειά του Ribot ήταν η συμμετοχή του στο βραβευμένο με Grammy άλμπουμ των Alison Krauss και Robert Plant, "Raising Sand" (2008), σε παραγωγή του Burnett. Συνεργάζεται επίσης τακτικά με τον ανατρπετικό συνθέτη/κιθαρίστα John Zorn.

Ο Marc έχει κυκλοφορήσει πάνω από 25 άλμπουμ με το δικό του όνομα σε μια 40χρονη καριέρα, εξερευνώντας τα πάντα, από την πρωτοποριακή jazz του Albert Ayler με το συγκρότημά του "Spiritual Unity" (Pi Recordings), μέχρι τον Κουβανό γιο του Arsenio Rodríguez με δύο κυκλοφορίες που έλαβαν διθυραμβικές κριτικές από την Atlantic Records υπό την "Marc Ribot Y Los Cubanos Postizos". Το avant/post-rock συγκρότημά του, οι Marc Ribot's Ceramic Dog, συνεχίζουν τη γενεαλογία των προηγούμενων πειραματικών no-wave/punk/noise συγκροτημάτων του, Rootless Cosmopolitans (Island Antilles) και Shrek (Tzadik). Οι σόλο ηχογραφήσεις του Marc περιλαμβάνουν τα Marc Ribot Plays The Complete Works of Frantz Casseus, John Zorn's The Book of Heads (Tzadik), Don't Blame Me (DIW), Saints (Atlantic), Exercises in Futility (Tzadik), Silent Movies (Pi Recordings). Το 2014 σηματοδότησε μια μνημειώδη κυκλοφορία: Το Marc Ribot Trio Live at the Village Vanguard (Pi Recordings), που καταγράφει την πρώτη εμφάνιση του Marc και την επιστροφή του Henry Grimes στον ιστορικό χώρο το 2012. Το 2018 είδε την κυκλοφορία, όχι ενός, αλλά δύο πολιτικά φορτισμένων άλμπουμ: YRU Still Here? (Northern Spy/Yellowbird), το πολυαναμενόμενο τρίτο άλμπουμ από το post-rock/noise τρίο των Ribot, Ceramic Dog, και το Songs of Resistance 1942-2018 (με τους guest τραγουδιστές Tom Waits, Steve Earle, Meshell Ndegeocello και άλλους από την Anti-Records) που εκφράζουν θυμό και αγανάκτηση σε αυτές τις ταραγμένες εποχές.

Περνώντας στη νέα του δουλειά, το Map Οf Α Blue City είναι ανομοιογενές, ανησυχητικό, ενδιαφέρον και εκπληκτικά ζεστό. Αποδεικνύεται, πιθανώς ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει, ως μια μεταμεσονύχτια μουσική συνομιλία αργά το βράδυ, η οποία κατευθύνεται σε διάφορες θεματικές με κυρίαρχο το αίσθημα της απώλειας. Παρόλο που αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Ribot προσθέτει φωνητικά, περισσότερο πρόκειται για φωναχτούς συλλογισμούς πάνω από το συνήθως ευρηματικό παίξιμό του στην κιθάρα. Πολλά από αυτά τα τραγούδια, περίπου τριάντα ετών, ξεκίνησαν ως home demos, Στις ηχογραφήσεις συμμετέχουν δώδεκα ακόμα μουσικοί, μεταξύ τους και μερικά γνωστά ονόματα της avant garde σκηνής, όπως ο τσελίστας Christopher Hoffman και ο περκασιονίστας Ches Smith, ωστόσο μόνο το "Daddy's Trip to Brazil", με τον Doug Wieselman στο φλάουτο και το σαξόφωνο, μοιάζει με ένα ολοκληρωμένο κομμάτι μπάντας. Μόνο δύο κομμάτια έχουν ντραμς, για παράδειγμα.

Το μεγάλο μέρος του υλικού είναι εγκεφαλικά σκοτεινό. Το εναρκτήριο “Elizabeth” ασχολείται με τον θάνατο του πατέρα του και η ατμόσφαιρα του εναρκτήριου κομματιού θυμίζει Leonard Cohen Το "For Celia" επικαλείται τον Θεό μετά από μια ναυτική τραγωδία. Ελαφρύ drumbeat, μπάσο, στροβιλιζόμενο όργανο και κιθάρα με διακριτικά wah-wah συναντάμε στην ενορχήστρωση του "Say My Name", που μένει πιστό στις παραδόσεις της americana∙ ακούγεται σαν ο εξομολογητικός μονόλογος ενός μπαρόβιου αργά τη νύχτα, με τον Ribot να ερμηνεύει με φαλτσέτο. Σε παρόμοια μονοπάτια κινείται και το "Death Of A Narcissist", με το ψυθίρισμα του Ribot να παραπέμπει κάπως στο ύφος του Lou Reed στις αφηγήσεις του στο “Coney Island Baby”.  

Στο εξαιρετικό "Daddy's Trip to Brazil" -το κύριο single του δίσκου- η λικνιστική κιθάρα και το ζεστό φλάουτο χτίζουν από έναν συναρπαστικό ρυθμό bossa nova, τον οποίο χρωματίζει ο ονειρικός ήχος του σαξοφώνου

Η παράξενη διασκευή στο "When the World's On Fire" είναι εμπνευσμένη και παράξενη. Ο Ribot προσθέτει εμβόλιμους στίχους και με την κιθάρα του καθοδηγεί τον ρυθμό σ’ ένα μεθυστικό post-punk κύμα, που θυμίζει κάπως την tropicalia του Antonio Carlos Jobim. 

Οι ρίζες/διαδρομές που χαρτογραφούνται στο Map Of A Blue City είναι πολλαπλές. Απαντούν απόηχοι του Hank Williams, των ηχογραφήσεων του Rick Rubin με τον Johnny Cash, του τραγουδιού διαμαρτυρίας της Νότιας Αμερικής, της "all around the world" σχολής της κιθάρας του Ry Cooder, της λογοτεχνίας των beat -  όπως καταδεικνύει η  παθιασμένη ανάγνωση του "Sometime Jailhouse Blues" του Ginsberg. Οι στίχοι αποδίδονται μισοτραγουδισμένα, μισοειπωμένα, αλλά στην πραγματικότητα, η προσοχή επικεντρώνεται στην ακουστική κιθάρα του Ribot, καθώς μετατρέπει το ποίημα σε μια πρωτοποριακή μπλουζ υπερβολή.

Υπάρχει πλούσια και εκθαμβωτική κιθαριστική δουλειά σε όλο το άλμπουμ, που κορυφώνεται στο μακροσκελές ορχηστρικό closing-track "Optimism of the Spirit", το οποίο συνδυάζει το ambient με τον θόρυβο. Είναι ο πιο ταιριαστός τρόπος για να κλείσει το συναρπαστικό άλμπουμ ενός ευρηματικού κιθαρίστα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured