Σήμερα θα ήθελα να σταθώ στο φαινόμενο «one and done». Το φαινόμενο των «μια και έξω» δεν έχει να κάνει μόνο με την ποιότητα. Έχει να κάνει με το μύθο. Με το γεγονός ότι αυτό που ακούς είναι το μόνο που θα ακούσεις ποτέ από τον εκάστοτε καλλιτέχνη. Δεν υπάρχει σύγκριση με «το επόμενο που δεν ήταν τόσο καλό». Δεν υπάρχει «η πρώιμη περίοδός τους». Υπάρχει μόνο μια στιγμή στην ιστορία, παγωμένη και απόλυτη. Για να τιμήσουμε αυτές τις μοναδικές εξαιρέσεις, ξεκινάμε με μια πρώτη τριάδα, στεκόμενοι κυρίως στον χώρο του black metal. Μετά από εκτενή μελέτη, βρήκα περισσότερους δίσκους από όσους μπορώ να μετρήσω στα δάχτυλα χεριών και ποδιών. Αυτή είναι μόνο η αρχή και δεσμεύομαι για δεύτερο μέρος.

Thorns - Thorns (2000)

Το 2001 το black metal ήδη βρισκόταν στον απόλυτο κολοφώνα του. Οι βασικές μπάντες της Νορβηγικής σκηνής: Emperor, Satyricon, Mayhem, Darkthrone, Dimmu Borgir κλπ να έχουν ήδη περάσει στο μύθο, με δίσκους που όχι μόνο έγιναν κλασικοί, αλλά και επηρέασαν με πολύ διαφορετικό μεταξύ τους τρόπο τις μπάντες που έρχονταν με φόρα στο... "τρίτο κύμα" πλέον. Μέσα σε αυτήν την πολυφωνία, τρουίλα και φολσίλα και cult status, το 2000 κυκλοφόρησε ένας δίσκος που έμελε να γίνει ένα από τα πιο καίρια σημεία στη σταδιοδρομία και στο "μετά" του black metal. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, ο Snorre Ruch, γνωστός ως Blackthorn, κατείχε μια ιδιαίτερη θέση. Σύμφωνα με τον Fenriz, την κατ εξοχήν credible πηγή πληροφοριών ο Snorre μαζί με τον Euronymus μαζί δημιούργησαν αυτό που πλεόν γνωρίζουμε ως το ιερό δισκοπότηρο του black metal. Δηλαδή το χαρακτηριστικό αυτό tremolo picking. O Snorre είχε συμβάλει στα πρώιμα βήματα των Mayhem, ενώ ήδη από το Trøndertum έδειχνε να έχει την διάθεση να πειραματιστεί με πιο ιδιαίτερες συνθέσεις, συνδιάζοντας καθαρά φωνητικά, synths και δυσαρμονίες στις παραδοσιακές δομές του black metal. Η πορεία του διακόπηκε βίαια, όταν βρέθηκε στη φυλακή για την εμπλοκή του στη δολοφονία του Euronymous το 1993. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ruch γύρισε στη μουσική με νέα φιλοσοφία και καθαρή πρόθεση: να δημιουργήσει κάτι που να ξεφεύγει από τα κλισέ του black metal, να κοιτάζει προς το μέλλον και όχι να αναμασά το παρελθόν. Το αποτέλεσμα ήταν το Thorns, ο μοναδικός ολοκληρωμένος δίσκος της μπάντας, που κυκλοφόρησε από τη Moonfog Productions, τη δισκογραφική του Satyr (Satyricon). Αν και φέρει πάνω του και την πρώτη ύλη και την ταυτότητα του black metal, το Thorns δεν είναι ένας τυπικός δίσκος του είδους. Πέρα του Snorre, που αναλαμβάνει όλη τη συγγραφή και τα έγχορδα, τα φωνητικά μοιράζονται ο Satyr και ο Aldrahn (Dødheimsgard), δίνοντας εναλλαγές από επιβλητικό, απαγγελτικό ύφος σε πιο σχιζοφρενικές ερμηνείες και πίσω από το drumkit το μανιασμένο θηρίο που ακούει στο όνομα Hellhammer. Ο δίσκος ανοίγει με το "Existence", και από πολύ νωρίς γίνεται ξεκάθαρο οτι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα industrial θριαμβευτικό αμάλγαμα που δεν θέλει να σε ταξιδέψει σε δάση και ερείπια, αλλά σε ένα μεταβιομηχανικό τοπίο. Το "World Playground Deceit" είναι το πρώτο από τα κοινώς διαδεδομένα singles του δίσκου. Industrial riffs, δυσρυθμίες, ένα αδιανόητο breakdown κάπου στη μέση, τα χαρατηριστικά φωνητικά του Σάτυρου της δεκαετίας του 2000. Όλα τα συστατικά της επιτυχίας είναι εδώ. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Thorns είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τα ιντερλούδια. Το "Shifting Channels" , όπως και 3/8 κομμάτια του δίσκου έχουν αυτόν τον ρόλο. Δεν κλέβουν από τον βασικό κορμό, ούτε και κάνουν ποτέ κοιλιά. Υποσημείωση πως μιλάω μόνο για την βασική έκδοση του δίσκου. Εδώ σε κάθε νότα, ή καλύτερα σε κάθε frame ο Snorre με τα όργανα και ο Aldrahn πίσω από το μικρόφωνο με κάνουν να νιώθω πως είμαι εγκλωβισμένος στην κοιλιά μιας μηχανής που χρησιμοποιεί κορμιά για καύσιμη ύλη. Το "Stellar Master Elite" είναι το μεγάλο single του δίσκου. Δεν νιώθω να έχω να προσθέσω πολλά πάνω σε αυτό που δεν έχουν χιλιοειπωθεί και δεν θα αναγνωριστούν με μια ακρόαση μονάχα. Ένα από τα πιο μνημειώδη black metal κομμάτια, με τρομερές κιθάρες, φοβερά catchy ρυθμό και δεν μου αρέσει να παινέυω τον Hellhammer, αλλά τι παίξιμο είναι αυτό ρε καθίκι; Στο "Underneath the Universe, Part 1 & 2" η μπάντα πειραματίζεται ακόμη περισσότερο. Το πρώτο μέρος είναι σχεδόν κινηματογραφικό, γεμάτο απόκοσμους ήχους και ambience σαν backing track σε ταινία τρόμου. Το δεύτερο μέρος εκρήγνυται με μηχανική ορμή με ένα κοφτό μακρόσυρτο breakdown και τον συνδιασμό του Satyr με τον Aldrahn να ακούγονται σαν αναγγελίες της Αποκάλυψης. Το "Interface to God" είναι μια ακόμα black metal ναυαρχίδα στον δίσκο, με ένα φοβερά ενδιαφέρον outro. Πάντα έβρισκα το "Vortex" ως την πιο συμμαζεμένη, και πιο brutal εκδοχή του "Underneath The Universe". Υπό το πρίσμα ότι ξεκινάει με κινηματογραφικό ambience και αφηγηματικό chanting, και ξεχύνεται σε ένα κλιαμακώμενο breakdown μέχρι και το τέλος του, που δεν αφήνει σημείο του σώματός μου ακίνητο. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο τελειώμα για έναν από τους πιο βάναυσους δίσκους στο ιδίωμα, που το πήρε και δεν το άφησε ποτέ ξανα ίδιο. Παρά ταύτα, το άλμπουμ έμεινε ένα one-album wonder. Οι fans το λατρεύουν, πολλοί στέκονται με προσμονή στην υπόσχεση ενός δεύτερου, για το οποίο ο Ruch έχει δώσει υπόσχεση πως ισχύει, αλλά αν δεν το δω ανεβασμένο, δεν θα πιστέψω τίποτα.


Ved Buens Ende - Written In Waters (1995)

Αν μπορούσα να περιγράψω με μία φράση και να δώσω έναν τίτλο σε αυτό το άρθρο, αυτό θα ήταν σίγουρα το όνομα των Ved Buens Ende. Το απόλυτο benchmark όσον αφορά τους διάττοντες αστέρες και τις μπάντες που εξαφανίστηκαν από τα στούντιο αμέσως μετά το πρώτο τους άλμπουμ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το νορβηγικό black metal βρισκόταν στην πιο εκρηκτική και βίαιη φάση του. Ο ήχος είχε ήδη κωδικοποιηθεί από σχήματα που ανέφερα και πριν, η αισθητική είχε αποκτήσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και το κίνημα βρισκόταν στο απόγειο της ακραίας του φήμης για όλους τους σωστούς... αλλά και τους λάθος λόγους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το 1994 εμφανίστηκαν οι Ved Buens Ende, από τις στάχτες των Manes. Ένα τρίο που, αν και ριζωμένο στον σκληρό πυρήνα της νορβηγικής σκηνής, δεν είχε καμία πρόθεση να ακολουθήσει την περπατημένη. Η μπάντα αποτελούνταν από τον Carl-Michael Eide (γνωστό ως Czral, Aggressor) στα τύμπανα και στα καθαρά φωνητικά, τον Vicotnik (Yusaf Parvez) στην κιθάρα και τα βαριά φωνητικά και τον Skoll (Hugh Mingay) στο μπάσο. Οι τρεις μουσικοί προέρχονταν από την ίδια ακραία δεξαμενή της νορβηγικής σκηνής, με συμμετοχές ή μετέπειτα εμπλοκή σε μπάντες όπως οι Dødheimsgard, Aura Noir, Arcturus και Virus. Ο ήχος που αναζήτησαν στην μεταξύ τους συνεργασία ήταν μεν μαύρος, αλλά με ένα ανοιχτό, σχεδόν αντιφατικό πνεύμα. Το Written In Waters είναι η απόλυτη έκφραση αυτής της αναζήτησης του σκοταδιού μέσα από ατμοσφαιρικές σχεδόν τζαζ επιρροές, avant-garde και progressive rock. Χτίζεται σε ένα μοναδικό μείγμα: η κιθάρα του Vicotnik κινείται αρμονικά ανάμεσα σε μελωδικές γραμμές και αφηρημένα, jazzy αρπίσματα. Ο Aggressor χρησιμοποιεί την φωνή του όχι μόνο για να ουρλιάξει ή να γρυλίσει, αλλά και για να ψιθυρίσει, να τραγουδήσει και να απαγγείλει. Ο Skoll προσθέτει ένα μπάσο που δε μένει ποτέ στο παρασκήνιο, σε μια μουσική πολυφωνία που σπάνια συναντάται και αναπνέει τόσο καθαρά στον ακραίο ήχο. Τα κομμάτια συχνά ακολουθούν ανορθόδοξες δομές, χωρίς ξεκάθαρα κουπλέ ή ρεφρέν. Όταν όμως έρχεται η ώρα να γίνει black metal : namely στα "Den Saakaldte", "Carrier Of Wounds", "Coiled In Wings" και "Rememberance Of Things Past" γίνεται ωμά, αδυσσώπυτα, βαριά και χωρίς σταματημό. Ανέκαθεν με σαγήνευε πάρα πολύ αυτή η αντίφαση και ο καθρεφτισμός, οπου σε πολλά κομμάτια το δεύτερο μισό να μοιάζει σαν το μοχθηρό είδωλο του πρώτου, με το ύφος να αλλάζει 180 μοίρες και οι ίδιοι στίχοι να απαγγέλονται ξανά μέσα από ουρλιαχτά και πάνω από blastbeats. Ακόμα και αν οι ίδιοι τραγουδούν για τον κερασφόρο όπως λένε και στο εναρκτήριο "Ι Sang for the Swans", η θεματική είναι πολύ πέρα από την στείρα δαιμονολατρεία. Είναι βαθιά εσωτερική, είναι ποιητική, ερμητική, γεμάτη εικόνες αποξένωσης, φύσης και παραμυθένιας μελαγχολίας κοντά στη λογοτεχνία του συμβολισμού και του σουρεαλισμού.... "It's Magic". Δεν ξέρω πολλές μπάντες που μπορούν στο μαύρο πέπλο τους να αγκαλιάσουν στίχουυς όπως : 

«I cry, not only for my spirit in its living shell
But for the ones who brought the lust through me...»

«See my broken wings and my feathers
the dust in my eyes

My beautiful wounds are open, for you to see my dreams... »

Αυτό που κάνει το άλμπουμ να ξεχωρίζει δεν είναι μόνο η τεχνική ή η ιδιαιτερότητα των συνθέσεων, αλλά η ατμόσφαιρα: μια μόνιμη αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε έναν παράλληλο κόσμο. Σαν ένα dream sequence που διαρκεί μια ολόκληρη ώρα. Και φυσικά οι στίχοι και το delivery αρήγουν πλήρως σε αυτό. Από το εξίσου εκπληκτικό αλλά αρκετά πιο ωμό EP Those Who Caress The Pale της προηγούμενης χρονιάς μέχρι το Written In Waters, οι Ved Buens Ende στην σύντομη δισκογραφική τους πορεία κατάφεραν να πιέσουν τα όρια του ιδιώματος έμπροσθεν και να βγάλουν έναν δίσκο που ακόμα 30 χρόνια να περάσουν, θα ακούγεται εξίσου μοναδικός. Αν κάτι είναι σίγουρο για το Written In Waters, είναι πως «none shall outlive this rhyme...»


Weakling - Dead As Dreams (2000)

Δεν θα το κρύψω πως ο λόγος που μπήκα στη διαδικασία να γράψω και να ψάξω για αυτήν την σειρά άρθρων είναι επειδή ήθελα πάρα πολύ να μιλήσω για το Dead As Dreams. Όπως έλεγε και η Liana Liberato στο "Stuck In Love" : "This isn't a CD, it's a roadmap to my soul". H βραχύβια μπάντα από την Καλιφόρνια, με ζωή μόλις 3 έτη (1996-1999), κατάφερε μόλις με μια και μοναδική κυκλοφορία να αποκτήσει cult status, απλά όχι την στιγμή που θα έπρεπε. Το Dead As Dreams, παραμένει, ακόμα και 25 χρόνια αργότερα ένας από τους καλύτερους post-black δίσκους όλων των εποχών και κατά τον γράφων ο καλύτερος black metal δίσκος που κυκλοφόρησε από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Η πιο δημοφιλής εκδοχή του ανοίγει με το "Cut Their Grains And Place Fire Therein". Στον περιορισμένο αριθμό βινυλίων που κυκλοφόρησε, εναρκτήριο είναι το "No One Can Be Called as a Man While He'll Die". Θα έλεγα πως προτιμώ την βασική έκδοση. Ακούγεται σαν μια ορδή που έρχεται καλπάζοντας κατά πάνω σου και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό, με τα φωνητικά να έρχονται και να γεμίζουν το τοπίο με πόνο και συναίσθημα. Σαν ένας επιθανάτιος ρόγχος ενός αρχέγονου πνεύματος που πεθαίνει βασανιστικά. Είναι ίσως ο καταλληλότερος προπομπός. Εδώ, όπως και ολόκληρο το Dead As Dreams αποτελείται από μακροσκελέστατες συνθέσεις με range από 10 έως 20 λεπτά. Σε μόλις 5 κομμάτια καταφέρνει να έχει μια διάρκεια σχεδόν 80 λεπτών, σε κανένα όμως σημείο δεν πάσχει ούτε από πλατιασμούς, αλλά ούτε και από υπέρμετρη φιλοδοξία στις συνθέσεις. Όλα μοιάζουν μετρημένα, με άψογο χειρισμό του tempo. Το ρυθμικό μέρος δεν εξαντλείται σε blastbeats. Αντιθέτως υπάρχει ποικιλία, ψυχωμένη ταχύτητα, αλλά και στιγμές που επιτρέπουν στον ακροατή να αναπνεύσει. Οι έντονες στιγμές κυριαρχούν, και οι στιγμές ηρεμίας δίνουν μερικές πολύτιμες ανάσες. Πνιχτές μεν... γιατί η ατμόσφαίρα είναι παγωμένη και ζοφερή, αλλά ανάσες. Η παραγωγή είναι ωμή, lo-fi, αλλά σε καμία περίπτωση άτεχνη, το αντίθετο θα έλεγα. Η ακατέργαστη αισθητική εντείνει την αίσθηση βαρύτητας στην ατμόσφαιρα, ενώ αφήνει αρκετά σημεία «σαφή», namely κυρίως τις κιθάρες, που κυριαρχούν στην καταχνιά. Το ομότιτλο και μακροσκελέστερο κομμάτι στο δίσκο ανοίγει αργά και μελαγχολικά και συνεχίζει 100% επικά. Σαν Manowar με μαυρίλα και extra distortion. Συνήθως τέτοιες συγκρίσεις δεν τις κάνω με θετικό πρόσημο, όμως εδώ δουλεύει στο έπακρο διάολε. Προφανώς όμως μέσα στα 20 ολόκληρα λεπτά που διαρκεί περνάει από πολλές εκφάνσεις. Κάπου στα μισά γυρνάει σε ambience και στα τελευταία λεπτά σε ασταμάτητο χορό απο διπέταλα, blasts και πριονάτα riffs. Συνεχίζουν με το "This Entire Fucking Battlefield". Αρχικά θα σταθώ στο πόσο μνημειώδεις είναι οι τίτλοι των κομματιών, και δεύτερον στο πόσο αδιανόητα μνημειώδες είναι το βασικό riff. Είναι οι ρυθμός που παίζει συχνά πυκνά στο μυαλό μου και επιστρέφω συνεχώς σε αυτόν τον δίσκο. Έρχεται σαν προπομπός και ακολουθούν μισή ντουζίνα ακόμα, ίδιας δυναμικής, συνθέτοντας με διαφορά το αγαπημένο μου κομμάτι στο δίσκο. Στο ίδιο θεματικό ύφος, το εκπληκτικό "No One Can Be Called as a Man While He'll Die" συνεχίζει με ένα εξίσου captivating riff, και κάπου στη μέση εξελίσσεται αργά σε μια από τις πιο μαγικές στιγμές στον δίσκο. Η ατμόσφαιρα και οι κιθάρες πραγματικά με ρουφάνε στη δίνη τους. Το "Desasters In The Sun" που κλείνει το Dead As Dreams αλλάζει και πάλι το ύφος, επιστρέφοντας σε πιο ήρεμες συνθέσεις στο εκτενές intro πριν γυρίσει ξανά σε αμείλικτο lo-fi black metal δεύτερου κύματος και τούμπαλιν. Αν και γεμάτοι μελαγχολία και φυσικά... Αμερικανοί, οι Weakling δεν είναι άλλη μια τυπική USBM μπάντα. Είναι πλέον στερεότυπο πως μεγάλη μερίδα από τους συμπατριώτες τους είτε αναλώνονται παίζοντας στείρο DSBM, είτε πλαστικό meloblack. Ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε. Ο ήχος τους είναι σε σημεία αρκετά progressive, χωρίς όμως να αναλώνεται σε φανφάρες και δυσρυθμίες. Μονάχα riffs πάνω σε riffs, διαφορετικών δυναμικών και ταχυτήτων και τύμπανα που άλλοτε χτυπούν τεχνικά και άλλοτε αμέσως στο στομάχι σαν επερχόμενος Αρμαγεδδών. Η ονομασία του άλμπουμ, Dead as Dreams, προέρχεται από την ατάκα «Stallion is dead, dead as dreams» μέσα από την ταινία Legend (1985) , ενώ το εξώφυλλο είναι κομμάτι του Buen Viaje του Goya, ενισχύοντας τη ζοφερότητα. Τούτο εδώ το κομμάτι της ιστορίας του ακραίου ήχου παραμένει εξαιρετικά δυσεύρετο, με περιορισμένες εκδόσεις CD, κασέτας και LP και εύλογο είναι να αποτελεί ακόμα μια από τις πιο ζητούμενες underground κυκλοφορίες. Κάποιες φήμες για represses εμφανίστηκαν, αλλά χωρίς επίσημη επιβεβαίωση, παραμένοντας σχεδόν στα όρια της μυστικοπάθειας. Το διαταύτα έιναι πως για να πάρεις στα χέρια σου ένα βινύλιο ετοιμάσου να ελαφρύνεις την τσέπη σου από τουλάχιστον ένα χιλιάρικο. Αυτή η short-lived τετράδα από το San Francisco όμως, κατάφερε μέσα σε 80 λεπτά να προσφέρει έναν από τους καλύτερους, αν όχι τον καλύτερο black metal δίσκο του 21ου αιώνα (αν θεωρήσουμε πως επίσημα κυκλοφόρησε το 2000). Και το χειρότερο; Δεν πρόλαβαν καν να χαρούν την κυκλοφορία του masterpiece τους πριν διαλυθούν.

Και όσο κι αν γκρινιάζουμε που δεν έχουμε «άλλο υλικό», ας είμαστε ειλικρινείς: το extreme metal ζει και αναπνέει και μέσα από τους μύθους του. Κι αυτοί οι δίσκοι είναι οι αδιαπραγμάτευτες αλήθειες μιας και μοναδικής ηχογράφησης που δεν χρειάστηκε ποτέ sequel. Η μαγεία τους βρίσκεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρξε συνέχεια. Στην αίσθηση πως άφησαν ένα μοναδικό μνημείο, χωρίς ποτέ να το επισκιάσουν οι ίδιοι. Θα επανέλθω με τη συνέχεια. 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured