Υπάρχουν κάποιοι δίσκοι που κουβαλούν την αίσθηση μιας εποχής. Το τέλος του καλοκαιριού δεν χρειάζεται μεγάλα λόγια, μόνο μουσικές που μυρίζουν αλάτι, απογευματινό φως και μια μελαγχολία που γλιστράει σαν άμμος από τα χέρια. Δέκα άλμπουμ που στέκονται σαν σάουντρακ για εκείνη τη στιγμή που η θάλασσα αδειάζει, τα βράδια γίνονται πιο κρύα και ξέρεις ότι κάτι όμορφο τελειώνει, αλλά συνεχίζει να αντηχεί μέσα σου.

Françoise Hardy – Françoise Hardy (1962)

Το ντεμπούτο της Françoise Hardy είναι σαν μια δροσερή ανάσα αέρα μέσα στην ανδροκρατούμενη pop σκηνή της δεκαετίας του ’60. Ένα άλμπουμ χωρίς τίτλο (όπως και τα περισσότερα της Hardy) που πήρε αυθόρμητα το όνομά του από το εμβληματικό κομμάτι που το άνοιγε, αφήνοντας το ίδιο το κοινό να καθορίσει την ταυτότητά του. Και αυτό είναι το πρώτο σημάδι της δύναμης της: δεν χρειαζόταν κατασκευασμένους μύθους, αρκούσε η φωνή της. Η Hardy ξεχώρισε επειδή έγραφε η ίδια τα τραγούδια της. Δεν υποτάχθηκε στη φαντασίωση του «κοριτσιού-αντικειμένου» που τραγουδά για ώριμους άντρες, αλλά πρόσφερε μια αυθεντικά γυναικεία οπτική στον έρωτα και τη μοναξιά. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο λιτό, σχεδόν μινιμαλιστικό, που στηρίζεται σε απλά ποπ και ροκαμπίλι φόρμες με νότες τζαζ, αλλά ακριβώς αυτή η απλότητα του χαρίζει διαχρονικότητα. Το "Tous les garçons et les filles" έμεινε στην ιστορία σαν ύμνος της «γιεγιέδικης» εποχής, εκφράζοντας το αίσθημα αποξένωσης μπροστά σε έναν κόσμο που ζευγαρώνει γύρω σου ενώ εσύ μένεις μόνος. Δεν είναι ένας δίσκος επαναστατικός με την κλασική έννοια· είναι όμως ένας δίσκος που υπαινίσσεται, με σχεδόν ντροπαλή βεβαιότητα, ότι η γυναικεία ματιά μπορεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Και το έκανε.

The Mamas & The Papas – The Mamas & The Papas (1966)

Το ντεμπούτο άλμπουμ των The Mamas & The Papas κουβαλάει όλο το δράμα και τη λάμψη μιας εποχής που έβραζε από ελευθερία αλλά και εσωτερικές συγκρούσεις. Παρά τα παρασκήνια γεμάτα ίντριγκες και σχέσεις που κατέρρεαν, ο δίσκος αποτυπώνει το μεγαλείο του συγκροτήματος: τις αξεπέραστες φωνητικές αρμονίες, την αίσθηση καλοκαιρινής ανεμελιάς και τη μελωδική ζεστασιά που έγινε σήμα κατατεθέν τους. Η Mama Cass λάμπει με τις σόλο ερμηνείες της, ενώ οι συνθέσεις του John Phillips δίνουν τον τόνο ενός άλμπουμ που παντρεύει τη folk με την pop ψυχεδέλεια. Είναι η ηχητική επιτομή του California Dreamin’, ενός κόσμου γεμάτου υποσχέσεις αλλά και σκιές. Ένα κλασικό ντεμπούτο που, μισό αιώνα αργότερα, παραμένει σύμβολο της εποχής του ’60.

The Beach Boys – Wild Honey (1967)

Το Wild Honey των Beach Boys είναι σαν το καλοκαίρι που αρνείται να πεθάνει, ακόμη κι αν έχει ήδη μπει φθινόπωρο. Κυκλοφόρησε το 1967, αλλά μοιάζει να μυρίζει ακόμα μπύρα στην άμμο, αλάτι στο δέρμα και ήλιο που δεν λέει να σβήσει. Ο Brian Wilson και η παρέα του είχαν ήδη γίνει οι ποιητές του καλοκαιριού, από τα surf και τα αυτοκίνητα μέχρι τη μελαγχολία του Pet Sounds. Εδώ όμως, στο Wild Honey, βρίσκουμε κάτι πιο ακατέργαστο, πιο ζωντανό, σχεδόν πρόχειρο αλλά τόσο αληθινό. Τα τραγούδια του κυλούν σαν ένα τελευταίο beach party όταν ξέρεις πως αύριο γυρίζεις πίσω στην πόλη. Από το γεμάτο λαχτάρα "Aren’t You Glad", μέχρι το ξέφρενο "How She Boogalooed It" και το σχεδόν παιδικό α cappella "Μama Says", ο δίσκος είναι μια 24λεπτη καλοκαιρινή έκρηξη, ένα αποχαιρετιστήριο φιλί στο καλοκαίρι που φεύγει. Εντάξει, δεν έχουμε να κάνουμε με την τελειότητα του Pet Sounds, αλλά με κάτι πιο απτό: τη γεύση της άμμου, τον ιδρώτα πάνω στο σώμα, κι αυτήν την ανεμελιά που ξέρεις ότι θα σου λείψει.

Gal Costa – Gal Costa (1969)

Υπάρχει μια ωραία ιστορία (μπορεί να είναι και απλά ένας θρύλος) ότι η μητέρα της Gal Costa, όσο ήταν έγκυος, άκουγε κλασική μουσική για να εμφυσήσει στο αγέννητο παιδί της την αγάπη για τον ήχο. Αν όντως ισχύει, τότε το πείραμα πέτυχε πέρα από κάθε φαντασία. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του τρίτου της άλμπουμ του 1969, γίνεται σαφές πως η φωνή της Costa είναι ένας ολόκληρος γαλαξίας. Στο άλμπουμ αυτό η Costa ξεδιπλώνει μια σπάνια ικανότητα: να παντρεύει την τρυφερότητα με τη δύναμη. Οι κιθάρες στάζουν τροπικό χρώμα, τα hi-hat της μπόσα νόβα χτυπούν διακριτικά, τα σαξόφωνα κάνουν σύντομα περάσματα σαν αεράκι, τα κρουστά κρατούν τον ρυθμό με εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο της βραζιλιάνικης ψυχής· κι έπειτα έρχεται η φωνή της. Μια φωνή απαλή σαν πούπουλο, αλλά και γεμάτη αυτοπεποίθηση, που ξέρει ακριβώς τι κάνει. Το άλμπουμ κινείται με άνεση από τις πιο ρομαντικές μπαλάντες μέχρι τα πιο παιχνιδιάρικα κομμάτια, κι όμως ποτέ δεν χάνει τον κεντρικό του άξονα: την απόλυτη κυριαρχία μιας γυναίκας που δεν χωρά σε κανένα στερεότυπο. Η κορυφαία στιγμή είναι, αναμφίβολα, το “Baby” με τον Caetano Veloso. Η ερμηνεία της Costa σε αυτό το τραγούδι είναι ίσως η οριστική εκδοχή του· μια απλότητα που λιώνει την καρδιά, μια τρυφερότητα που δύσκολα της αντιστέκεσαι.

Fripp & Eno – Evening Star (1972)

Το Evening Star είναι το σημείο όπου η πειραματική προσέγγιση του στούντιο συναντά την καθαρή ποίηση του ήχου. Ο Robert Fripp και ο Brian Eno, ο καθένας ήδη φορτωμένος με αριστουργήματα, εδώ καταφέρνουν κάτι που υπερβαίνει τη δεξιοτεχνία: δημιουργούν έναν νέο τρόπο ακρόασης, μια νέα γλώσσα. Οι ταινίες, οι λούπες, τα delays (τεχνικές που σήμερα μοιάζουν δεδομένες) τότε ήταν ακόμη στην εμβρυακή τους φάση, και οι δύο αυτοί οραματιστές έστηναν μπροστά στα μάτια μας το θεμέλιο της ambient κουλτούρας. Σε αντίθεση με το No Pussyfooting (1973), που είχε πιο αιχμηρό και σκοτεινό χαρακτήρα, το Evening Star είναι ένας δίσκος που μοιάζει να λάμπει από μέσα. Το ομώνυμο κομμάτι είναι σαν το απαλό ξεθώριασμα του ήλιου στο δειλινό· οι κιθάρες του Fripp λυγίζουν και κυματίζουν πάνω από τα ηχητικά τοπία του Eno, αφήνοντας μια αίσθηση γλυκιάς μελαγχολίας, σαν το τέλος μιας μέρας γεμάτης φως. Δεν είναι τυχαίο πως το εξώφυλλο αποτυπώνει εκείνη τη χρυσή, μεταβατική ώρα, το λυκόφως.

Η μαγεία του Evening Star βρίσκεται στη λεπτή ισορροπία του: είναι καινοτόμο, αλλά και βαθιά ανθρώπινο· τεχνολογικό, αλλά τόσο ποιητικό. Ακούγοντάς το σήμερα, ίσως να μη συνειδητοποιούμε εύκολα πόσο πρωτοποριακό υπήρξε. Όμως κάθε ήχος, κάθε καθυστέρηση, κάθε κύμα κιθάρας που χάνεται στο άπειρο θυμίζει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μουσική, αλλά με την ίδια τη γέννηση ενός τρόπου σκέψης. Ένας δίσκος που μοιάζει να κρατά μέσα του το αιώνιο καλοκαίρι, μαζί με τη νοσταλγία του τέλους του.

Augustus Pablo  – King Tubbys Meets Rockers Uptown (1977)

Ένα μνημείο της ίδιας της γέννησης του dub, μια στιγμή όπου η τζαμαϊκανή κουλτούρα των sound systems μετουσιώθηκε σε καθαρή ηχητική αλχημεία. Ο Pablo, με τη μελαγχολική μελωδία της μελόντικας και τα βαριά, πνευματώδη μπάσα, συνάντησε τον King Tubby, τον μηχανικό-μάγο που έκανε το στούντιο να μοιάζει με ζωντανό όργανο, γεμάτο απόκοσμα εφέ, reverb και delay που μοιάζει να αντηχεί από υπόγεια σύμπαντα. Ο δίσκος στέκεται ως ένα από τα πιο καθοριστικά έργα της reggae κουλτούρας, ένα παράδοξο κράμα μυστικισμού και τεχνολογίας, όπου η μελωδία γίνεται φάντασμα και το μπάσο είναι το θεμέλιο. Στην ουσία, εδώ γεννήθηκε μια νέα γλώσσα της μουσικής, που ακόμα μιλιέται σε κάθε club, σε κάθε ηλεκτρονικό πείραμα, σε κάθε μπασογραμμή που δοκιμάζει να αγγίξει το σώμα και την ψυχή.

Antena – Camino Del Sol (1982)

Το Camino Del Sol των Antena μοιάζει με ένα ηχητικό ταξίδι σε έναν παράλληλο, εξωτικό κόσμο όπου η bossa nova συναντά τα 808s και τα συνθεσάιζερ της new wave εποχής. Η μπάντα ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα σε ηλεκτρονικά beats, smooth jazz φωνητικά και λάτιν ρυθμούς, δημιουργώντας ένα υβρίδιο που ακούγεται σαν να χάθηκε η Astrud Gilberto μέσα σε ένα σύννεφο από dub-συνθετικά τοπία. Το μπάσο κυριαρχεί παντού, άλλοτε προωθεί τις μελωδίες, άλλοτε τραβάει τα φωνητικά προς τα εμπρός με ακαταμάχητη ορμή. Οι κιθάρες και τα πνευστά εισχωρούν με απρόσμενους τρόπους, ενώ η παραγωγή κρατά μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ποπ αθωότητα και την avant-garde τόλμη. Κάθε κομμάτι κρύβει μια μικρή έκπληξη, άλλοτε πιο layered και αέρινη, άλλοτε πιο μινιμαλιστική, αλλά πάντα δελεαστική. Με αυτόν τον δίσκο (αρχικά ένα EP), οι Antena προαναγγέλλουν την αισθητική των Stereolab και της μελλοντικής space-age pop, χωρίς να χάνουν τη γοητεία ενός post-punk εξωτισμού. Είναι απίστευτο να σκέφτεται κανείς ότι αυτός ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1982· ακούγεται σαν να έχει ξεφύγει από το χρόνο, αιωρούμενος ανάμεσα σε μια έρημη νησιωτική μελαγχολία και μια φουτουριστική ελαφρότητα.

Galaxie 500 – On Fire (1989)

Το On Fire των Galaxie 500 είναι από εκείνα τα άλμπουμ που σε βρίσκουν πάντα όταν το καλοκαίρι αρχίζει να σβήνει, όταν η ζέστη δεν είναι πια υπόσχεση, και ο Σεπτέμβρης καραδοκεί στις επόμενες μέρες που έρχονται. Είναι ο απόλυτος δίσκος που σου επιτρέπει να μην κάνεις τίποτα. Να ξαπλώσεις στο δωμάτιο, να χαζεύεις τον ανεμιστήρα που γυρίζει, και να αφήσεις τη μελαγχολία να σε πάρει αγκαλιά σαν παγωμένο αεράκι μετά από μια καυτή μέρα. Οι Galaxie 500 έπαιζαν πάντα σαν να είχαν όλο τον χρόνο του κόσμου· κι εδώ, οι κιθάρες αιωρούνται σαν ηλιοκαμένα σύννεφα, τα τύμπανα βαδίζουν με τεμπελιά, και η φωνή του Dean Wareham σέρνεται σαν μια αγάπη που δεν ξέρει αν είναι χαρά ή λύπη. Αυτή η αδράνεια είναι η μαγεία του On Fire. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα, φαινομενική απλότητα, και όμως, μέσα σε αυτό το «τίποτα» αναδύεται ένα άπειρο βάθος. Είναι δίσκος για εκείνες τις στιγμές που το καλοκαίρι δεν είναι πια τόσο φωτεινό και ανέμελο αλλά κουρασμένο, σκονισμένο, λίγο θλιμμένο. Για τα απογεύματα που βλέπεις τους φίλους να σκορπίζουν και ξέρεις ότι κάτι τελειώνει, χωρίς να ξέρεις τι θα αρχίσει. Το On Fire είναι το soundtrack της σιωπής μετά τη φασαρία, το «ανεπαίσθητο τέλος» που σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο.

Lauryn Hill – The Miseducation Of Lauryn Hill (1998)

Το καλοκαίρι του 1998 είχε το δικό του soundtrack, κι αυτό δεν ήταν άλλο από τη φωνή της Lauryn Hill. Το "Doo Wop (That Thing)" έσκασε τον Ιούλιο σαν ύμνος κοριτσίστικης περηφάνειας, μια μελωδία που κουβαλούσε τη ζέστη των block parties της Νέας Υόρκης, τον αέρα της Τζαμάικα, και μια αυτοπεποίθηση που έμοιαζε να φωτίζει τις ταράτσες και τους δρόμους. Κι έπειτα, λίγο πριν οι μέρες αρχίσουν να μικραίνουν, ήρθε ολόκληρο το The Miseducation of Lauryn Hill τον Αύγουστο: ένας δίσκος γεμάτος ήλιο και σκιά, σοφία και πόνο, reggae ανάσες και hip-hop γωνίες.

Τον ακούς στο τέλος του καλοκαιριού και μοιάζει να συνοψίζει εκείνη την αντίφαση που όλοι νιώθουμε: τη γλυκιά εξάντληση από τη ζέστη και τα ξενύχτια, την αίσθηση ότι κάτι όμορφο τελείωσε αλλά σου άφησε πάνω σου σημάδια που δεν ξεθωριάζουν. Η Lauryn τραγουδά σαν να κρατά έναν καθρέφτη μπροστά σου και μέσα του βλέπεις τα δικά σου μπλοκαρισμένα όνειρα, τους δικούς σου εσωτερικούς δαίμονες, αλλά και μια ελπίδα που δεν σβήνει. Το Miseducation είναι ένας αποχαιρετισμός στο καλοκαίρι που φεύγει, μα και μια υπόσχεση πως η φωτιά του θα καίει μέσα σου και τον χειμώνα.

Jóhann Jóhannsson & Hildur Guðnadóttir & Robert Aiki Aubrey Lowe – End Of Summer (2015)

Το End of Summer των Jóhannsson, Guðnadóttir και Lowe είναι ένα άλμπουμ που λειτουργεί σαν μυσταγωγική γέφυρα ανάμεσα στη γη και την αιωνιότητα του πάγου. Η μουσική χτίζει ένα ηχητικό τοπίο τόσο απέραντο όσο και η Ανταρκτική που το ενέπνευσε: ψίθυροι τσέλου, εύθραυστες φωνές, συνθεσάιζερ που ανασαίνουν σαν πάγος που σπάει αργά. Η δύναμη του έργου βρίσκεται στην αντίθεση· από τη μία η απερίγραπτη ομορφιά μιας σχεδόν αμόλυντης φύσης, από την άλλη η υπόγεια αίσθηση απειλής, σαν να ξέρουμε πως αυτό το τοπίο δεν θα μείνει ανέγγιχτο για πολύ. Oι τρεις συνθέτες υφαίνουν έναν χώρο όπου ο χρόνος επιβραδύνεται, προσφέροντας στον ακροατή μια σπάνια αίσθηση γαλήνης και συνάμα μελαγχολίας. Το End of Summer είναι μια εσωτερική εμπειρία, μια πρόσκληση να σταθούμε για λίγο ακίνητοι μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει, και να ακούσουμε τον πάγο να μας μιλά.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured