Είναι Κυριακή μεσημέρι, στο αστικό κέντρο ακούγονται μόνο τζιτζίκια κι ας μένω κοντά στον κεντρικό. Οι κρύσταλλοι που κρέμονται στο παράθυρό μου γεμίζουν το δωμάτιο ολογραφικές κηλίδες, και σκρολλάροντας τεμπέλικα βλέπω άλλη μία δημοσίευση με το χαρακτηριστικό πλάσμα της Madeline Dowd στο εξώφυλλο του νέου άλμπουμ των Teethe, Magic of the Sale. Είναι το συμπαντικό μήνυμα να πατήσω το play.

Οι πολυπράγμονες Teethe δημιουργήθηκαν το 2019, με σημείο συνάντησης τις πανεπιστημιακές τους σπουδές στο Dallas του Texas, και την κοινή τους ενασχόληση με τη μουσική σε διάφορα συλλογικά ή προσωπικά project. Εν τέλει, η συναναστροφή τους οδήγησε στην ηχογράφηση των κομματιών που έμελλε να γίνουν το ομώνυμο ντεμπούτο τους που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα.

Κι ενώ ακόμη κι οι ίδιοι δεν ήταν σίγουροι για την εξέλιξη του project πέντε χρόνια μετά κυκλοφορούν το Magic of the Sale, ένα άλμπουμ που επεκτείνει το μουσικό τους ύφος αλλά και τις συνεργασίες τους (συγκεκριμένα, τον Xandy Chelmis στην χαρακτηριστική στον country ήχο pedal steel κιθάρα, τον Charlie Martin στο πιάνο, και την Emily Elkin στο τσέλο).

Σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ, λοιπόν, οι Teethe χρησιμοποιούν μια ποικιλόμορφη παλέτα ήχων, με συνδυασμούς slowcore και country, μελαγχολική και κατάλληλη για το τέλος του καλοκαιριού..

Στο εναρκτήριο "Tires & Bookmarks" η μπάντα αφήνει τις κιθάρες να λάμψουν πιο έντονα, ενώ οι φωνές εναλλάσσονται σαν διάλογος. Το pedal steel γλιστρά ανάμεσα στις λέξεις, δίνοντας μια νοσταλγική διάσταση που κάνει το κομμάτι να μοιάζει με μισοξεθωριασμένη ανάμνηση. Οι στίχοι κινούνται ανάμεσα σε μικρές καθημερινές εικόνες και αφηρημένες σκέψεις για το πέρασμα του χρόνου, κάνοντας το τραγούδι να μοιάζει με ξεφύλλισμα φωτογραφιών. Το ομώνυμο "Magic of the Sale", ίσως το πιο όμορφο του δίσκου, ανοίγει με χορωδιακές φωνές που αιωρούνται πάνω από ένα υπόστρωμα pedal steel και τσέλου, φτιάχνοντας μια ατμόσφαιρα σχεδόν τελετουργική, με τους στίχους να μιλούν με τη γλώσσα της αργής αποδοχής, σαν προσευχή που δεν βιάζεται να φτάσει στο τέλος της. Σο "Anywhere", πλούσιο σε ήχο,  το τσέλο κινείται σαν χαμηλό ρεύμα κάτω από τις φωνές που περιγράφουν την αίσθηση του να βρίσκεσαι παντού και πουθενά, να ανήκες σε στιγμές που δεν μπορείς να κρατήσεις, σχεδόν κινηματογραφικά.

Το ράθυμο "Push You Forever" είναι ίσως η πιο τρυφερή στιγμή του άλμπουμ, με το pedal steel και τις διφωνίες να φτιάχνουν την εικόνα μιας κούνιας που πηγαίνει κι έρχεται ξανά και ξανά στην ανάμνηση και τη μνήμη. Με πιο έντονες 90s αναφορές και πιο μεθοδικό ρυθμό, στο "Holy Water" τα κρουστά λειτουργούν σαν ρυθμός καρδιάς, με τις κιθάρες να μπλέκονται και να αντιτίθενται με την γνωστή, πλέον, ανάλαφρη εκφορά των στίχων. Στο "Iron Wine" η κιθαριστική υφή θυμίζει ανέμους κι έχει σχεδόν post rock χροιά, σε ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά σημεία του δίσκου, με την pedal steel να λειτουργεί σαν οδηγός, τραβώντας την προσοχή σε κάθε καμπύλη του ήχου.

Το "China Day" ανεβάζει σταδιακά την ένταση – βέβαια, μην σκεφτείτε θυμωμένες θάλασσες, αλλά περισσότερα ένα αναπάντεχο παφλασμό-, ξεκινώντας σχεδόν αθόρυβα και χτίζοντας πυκνότητα καθώς προχωρά. Η ενορχήστρωση γίνεται πιο γεμάτη, με τα έγχορδα να παίρνουν μεγαλύτερο ρόλο, σε μια στιγμή όπου η μπάντα αφήνει τον εαυτό της να φτάσει σε κορύφωση χωρίς να χάσει την αίσθηση ισορροπίας. Με παφλασμούς συνεχίζει και το "Lead Letters", με την pedal steel παίρνει ξανά κεντρικό ρόλο. Το κομμάτι έχει μια ειλικρινή απλότητα, με την ενορχήστρωση να στηρίζει την αφήγηση χωρίς περιττά στολίδια. Η φωνή ακούγεται σαν να μιλάει απευθείας σε κάποιον, με μια τρυφερότητα που δεν χρειάζεται να γίνει δραματική.

Στο "Ammo" τα πλήκτρα φέρνουν μια παιχνιδιάρικη διάθεση, σχεδόν σαν ανάσα μετά από τις πιο φορτισμένες στιγμές που έχουν προηγηθεί. Οι στίχοι έχουν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης παρά την υπόγεια παραδοχή ήττας, σαν να χαμογελάς ενώ ξέρεις πως η μάχη δεν ήταν δική σου να κερδίσεις. Το “Funny” φλερτάρει περισσότερο με μια country διάθεση, στην πιο γήινη στιγμή του δίσκου και στην αναγνώριση των μικρών, παράξενων πραγμάτων που κάνουν τις σχέσεις να μένουν στη μνήμη. Το "Build & Crash" που έπεται, παρά την γλύκα του, είναι μάλλον η φλύαρη στιγμή του δίσκου, κι ενδεχομένως να στεκόταν καλύτερα ως ένα αυτοτελές single. Να σημειωθεί πως ο μέσος όρος διάρκειας των κομματιών δεν ξεπερνά τα τρεισήμισι λεπτά, με το άλμπουμ στην ολότητά του να κρατά περίπου 40 λεπτά, όμως σε αυτό το σημείο η επαναλαμβανόμενη συγκρατημένη απαλότητά του κλέβει λιγάκι από το ενδιαφέρον του.

Στο "Hate Goodbyes" οι φωνές εναλλάσσονται δημιουργώντας μια αίσθηση ότι η αφήγηση έρχεται από τις δύο διαφορετικές πλευρές μιας ίδιας ιστορίας. Το "Make It Red" φέρνει μια ελαφριά ρυθμική ζωντάνια, χωρίς να χάνει την προαναφερθείσα συγκρατημένη συναισθηματικότητα του δίσκου. Η κιθάρα κρατάει τον ρυθμό, ενώ λεπτές μελωδικές γραμμές περνούν από πίσω, δημιουργώντας μια αίσθηση ανοιχτού τοπίου. Η αυλαία πέφτει με το πολύ όμορφο ορχηστρικό θέμα "Matching Durags", που πιθανά να λειτουργούσε καλύτερα σαν ανάπαυλα στη μέση του δίσκου.

Το Magic of the Sale, συνολικά, είναι ένας δίσκος που αναπνέει, που ξέρει να αφήνει χώρο στην ησυχία και να την κάνει μέρος της μουσικής. Με τα ψιθυρίσματα των φωνών και τα έγχορδα που απλώνονται, γίνεται ιδανικός σύντροφος για την εποχή στην οποία κυκλοφόρησε, όπου το καλοκαίρι υποχωρεί και ο αέρας αλλάζει. Και μέσα από αυτή την αργή, ανοιχτή αφήγηση, δίνει νέα πνοή στον όρο country.

Magic Of The Sale by Teethe

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured