ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ (ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΑ ΑΛΗΘΙΝΟ):
Τα 12 κομμάτια του Abomination Revealed At Last των Osees είναι μια υπνωτική, μανιασμένη και ανελέητη επίθεση στις αισθήσεις, μια ηχητική απάντηση σε έναν κόσμο που καταρρέει από γενοκτονίες, οικολογική αυτοκτονία, κρατική βία, τεχνοκρατική δυστοπία και πάει λέγοντας.
«Μοιάζει λες και όλα παίρνουν φωτιά», λέει ο John Dwyer. «Η εποχή μας είναι μπουκωμένη υλικό για κάθε καλλιτέχνη.»
Οι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα τι σημαίνει να είναι άνθρωποι. Η συγχώρεση έχει πεθάνει.
Η ενσυναίσθηση θεωρείται αδυναμία από τα καθάρματα.
Το μίσος είναι πιο εύκολο απ’ την αγάπη.
Ο φόβος κι η απληστία έχουν μπήξει τα ματωμένα τους νύχια παντού.
Τουλάχιστον τώρα σας βλέπουμε. Ξέρουμε ποιοι είστε.
Σας φτύνουμε.
Ο κόσμος υποφέρει.
Αναγνώρισε το τέρας. Αντιστάσου στον καταπιεστή.
Γ#ΜΗΣΕ τους φασίστες και τους κόπανους που τους στηρίζουν.
Γ#ΜΗΣΕ τους εμπόρους πολέμου.
Καλή τύχη εκεί έξω.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε από τους Enrique Tena Padilla, Mario Ramirez και τον Dwyer, μιξαρίστηκε από Padilla και Dwyer, και έγινε mastering από τον JJ Golden.
Οι Osees είναι:
John Dwyer (φωνή / κιθάρα / synths) • Tom Dolas (κιθάρα / samples / πλήκτρα) • Tim Hellman (μπάσο) • Dan Rincon (τύμπανα) •Paul Quattrone (τύμπανα)
Η παραγωγική φρενίτιδα των Osees, αυτού του ασταμάτητα μεταλλασσόμενου μουσικού οργανισμού του John Dwyer, είναι απόδειξη της αυστηρής εργασιακής πειθαρχίας της μπάντας: νέα άλμπουμ κυκλοφορούν σταθερά κάθε καλοκαίρι, ανοίγοντας τον δρόμο για εξαντλητικές περιοδείες. Όμως, κάθε κυκλοφορία δεν είναι απλώς προγραμματισμένη· λειτουργεί σαν σημάδι στον τοίχο, σαν εκείνες τις χειρόγραφες γραμμές σε έναν παλιό τοίχο που μετρούν πόσο έχει ψηλώσει ένα παιδί: ένα αρχείο της μουσικής τους εξέλιξης (και περιστασιακής, θαυμαστά ηθελημένης αποδόμησης).
Το Abomination Revealed at Last είναι το τέταρτο άλμπουμ τους μέσα σε πέντε χρόνια, ένας ακόμη σταθμός στην πορεία τους προς την απόλυτη μετάλλαξη.
Το εναρκτήριο κομμάτι "Abomination" είναι μια σπασμωδική punk ριπή που διαρκεί λίγο παραπάνω από 90 δευτερόλεπτα και παραπέμπει ευθέως στον ξεγυμνωμένο, εκρηκτικό ήχο του A Foul Form του 2022. Όμως, τα glitchy keyboards στην αρχή και στο τέλος του track θυμίζουν περισσότερο τα πρώτα παιχνδίσματα των Devo που εδώ σαν να φέρνουν στον κόσμο τους τους Rudimentary Peni (βασικούς εμπνευστές τους A Foul Form και μια από τις αγαπημένες νεανικές μπάντες του Dwyer).
Το "Infected Chrome" με το γκρουβάτο μπάσο του είναι ακόμη μια ξεχωριστή στιγμή του άλμπουμ, με τον Dwyer να ακούγεται σαν τον Ric Ocasek σε acid. Τα φωνητικά, μαζί με τα σχετικά πλούσια synthesizers του κομματιού, προσθέτουν μια δόση αποδομημένου new wave. Το φοβερό "Glue", το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου, ξεχωρίζει για τον χαρακτηριστικά παραμορφωμένο κιθαριστικό θόρυβο του Dwyer, δεμένο πάνω σε ένα groovy μπασογραμμικό θεμέλιο, που όσο φτάνει στο τέλος του θυμίζει όλο και περισσότερο ανάλογες κιθαριστικές ακρότητες στο άλμπουμ του J Mascis με τους Τhe Fog, More Light και ακόμα πιο πίσω τα πρώτα κυβερνοψυχεδελικά ξεσπάσματα στο Alien Soundtracks των Chrome (αυτή η σημείωση ειδικά για το τέλος του κομματιού).
Ο Dwyer τραγουδάει παντού λες και σκίζει τον λαιμό του. Το "God’s Guts" ακολουθεί στο ίδιο σύντομο και ιδρωμένο μοτίβο, με τη διαφορά ότι εδώ η φωνή του Dwyer θυμίζει περισσότερο συναισθηματικά εκνευρισμένο προπονητή ράγκμπι που φωνάζει εντολές απ’ την άκρη του γηπέδου. Τα "Ashes 1" και "Ashes 2" λειτουργούν σαν δίδυμα καρφιά ενός λεπτού έκαστο, staccato punk κομψοτεχνίες για όσους έχουν την υπομονή του βραχυκυκλώματος. Και μετά το "Ashes 1" (που σκάει μετά το "Ashes 2"), φτάνουμε στο κέντρο βάρος του άλμπουμ το "Flight Simulator", ένα τυπικό punk κομμάτι που εκεί στο 1μιση λεπτό του κάνει μια (α λα Swell Maps) κοιλιά και πέφτει μέσα σε μια τρελή λουπαριστή ανατροφοδότηση, μοναδική για το είδος του σύγχρονου θοριβιστικού πανκ μανιφέστου. Μέχρι να φτάσεις στο φινάλε με το "Glitter-Shot", η μπάντα έχει ήδη περάσει από post-punk αιχμές, garage λάσπη, noise εκρήξεις και υπνωτιστικά kraut διαστήματα, και παρ’ όλα αυτά, έχουν το θράσος να κλείσουν με ένα αργόσυρτο kraut jam που σβήνει σαν σειρήνα μέσα σε πρωινή ομίχλη. Είναι ο ήχος μιας μπάντας που δεν μένει ποτέ ακίνητη, ακόμα και όταν παίζει στο μισό της ταχύτητας.
Αυτό που θα πρέπει να τονίσουμε ίσως ως το πιο ιδιαίτερο και δοξαστικό στοιχείο αυτής της τρέχουσας εκδοχής του συγκροτήματος είναι το ντουέτο των ντράμερς: Dan Rincon και Paul Quattrone. Μαζί λειτουργούν σαν ρυθμική μηχανή ακριβείας, καρφώνοντας κάθε κομμάτι με μια χορογραφημένη καταιγίδα από κρουστά που δίνει στον ήχο των Osees μια σχεδόν πολεμική ένταση.
Όπως το ίδιο το όνομα της μπάντας (από OCS σε Thee Oh Sees και τώρα σκέτα Osees) η μουσική του Dwyer είναι ένα μοναδικό μανιφέστο μετάλλαξης. Η πορεία τους δεν ακολουθεί ποτέ ευθεία διαδρομή. Δεν υπάρχει προορισμός, μόνο συνεχής πειραματισμός, ανακύκλωση επιρροών και ασταμάτητη μεταμόρφωση. Κι αυτό ακριβώς κρατάει τον ήχο τους ζωντανό. Μανιασμένο, βρώμικο, αλλά πάντα τόσο γ#μημένα αληθινό.