Πόσο πρέπει να μισείς την τέχνη για να την αντιμετωπίζεις πάντα σαν απειλή; Ο Donald Trump, ο άνθρωπος που μετέτρεψε τον Λευκό Οίκο σε ένα λαμπερό (κιτς) σκηνικό από φτηνό reality, απέκτησε ξανά έναν νέο «καλλιτεχνικό εχθρό»: τον Jack White. Και πώς αντέδρασε; Φυσικά, όχι με επιχειρήματα, ούτε καν με ένα στοιχειώδες επίπεδο αξιοπρέπειας, αλλά με το γνωστό του όπλο: την προσβολή. «Has-been loser», αποκάλεσε τον White το επιτελείο του, λες και μιλάμε για έναν ξεπεσμένο σελέμπριτι της trash TV, κι όχι για έναν από τους πιο σημαντικούς μουσικούς της γενιάς του.
Ο White, με το γνωστό του (αλλά πάντα, εύστοχο) φαρμάκι, απάντησε εμφατικά και συγκεκριμένα στο Instagram χαρακτήρισε τη «νέα αισθητική» του Οβάλ Γραφείου «χυδαία, επιχρυσωμένη και κιτς», μια γκαλερί κακογουστιάς που θα έκανε ακόμα και τον Liberace να κοκκινίσει από ντροπή. Και δεν έμεινε εκεί. Αναδημοσίευσε φωτογραφία του Trump με τον Ουκρανό πρόεδρο Volodymyr Zelenskyy, γράφοντας: «Θα αγοράζατε καν μεταχειρισμένο αμάξι από αυτόν τον απατεώνα, πόσο μάλλον να του δώσετε τους πυρηνικούς κωδικούς;».
Το χτύπημα ήταν καίριο, γιατί ο White είπε δυνατά αυτό που σκέφτεται ο μισός πλανήτης: ότι ο Trump δεν είναι απλά ένας αποτυχημένος πρόεδρος, αλλά η ντροπή της αμερικανικής ιστορίας. Και η ειρωνεία ολοκληρώθηκε όταν, δίπλα στον Trump, φωτογραφία-καθρέφτης στεκόταν ένας «πραγματικός ηγέτης», ο Zelenskyy, με ένα απλό μαύρο κοστούμι, χωρίς γκλίτερ, χωρίς χρυσά, χωρίς τις φαντασιώσεις ενός γερασμένου βασιλιά της φούσκας.
Η αντίδραση του Λευκού Οίκου; Να βγάλει μπροστά τον επικοινωνιακό του διευθυντή, Steven Cheung, για να προσβάλει τον White με λόγια που θύμιζαν περισσότερο καυγά εφήβων στο Twitter παρά απάντηση από την καρδιά της αμερικανικής εξουσίας. «Ξεπεσμένος, ξοφλημένος, loser», ολόκληρο το λεξιλόγιο του Trump συμπυκνωμένο σε μια ατάκα.
Αλλά ας δούμε επιτέλους και να πούμε την αλήθεια: ο Trump φοβάται τους καλλιτέχνες. Όχι γιατί τραγουδούν καλύτερα ή γιατί έχουν περισσότερη αίγλη. Τους φοβάται γιατί δεν μπορεί να τους ελέγξει. Η τέχνη έχει φωνή, έχει μνήμη, έχει την ικανότητα να γελοιοποιεί την εξουσία εκεί όπου πονάει περισσότερο: στη γελοιότητά της. Και ο Jack White δεν χρειάζεται να κερδίσει εκλογές για να «νικήσει» τον Trump, του αρκεί να δείξει, με λίγες γραμμές στο Instagram, πόσο γυμνός είναι ο «αυτοκράτορας» πίσω από τα χρυσά του στολίδια.
Κι αν ο Λευκός Οίκος προσπαθεί να παρουσιάσει τον White σαν έναν ξοφλημένο μουσικό με «άπλετο χρόνο» στη διάθεσή του, η αλήθεια είναι πως η ιστορία θα θυμάται πάντα τον Jack White σαν τον άνθρωπο που κράτησε την κιθάρα ψηλά. Τον Trump; Ως μια καρικατούρα της πολιτικής, που μεταμόρφωσε τον Λευκό Οίκο σε φτηνό ντεκόρ για το τελευταίο επεισόδιο του πιο παρακμιακού ριάλιτι που έχει δει ο πλανήτης.
Όταν, λοιπόν, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Steven Cheung, δήλωσε με δασκαλίστικο ύφος (δημοτικού) ότι ο Jack White «προσποιείται τον πραγματικό καλλιτέχνη», έδωσε στον White την τέλεια πάσα για να ξεγυμνώσει όλο το γελοίο αφήγημα της κυβέρνησης Trump. Ο White απάντησε ακαριαία, αποκαλώντας τον Cheung «επαγγελματία ψεύτη» και, πραγματικά, ποιος άλλος θα μπορούσε να κουμαντάρει την επικοινωνία του Trump; Ο μουσικός όμως δεν έμεινε στις προσβολές. Στράφηκε κατευθείαν στην καρδιά της υποκρισίας: πώς είναι δυνατόν ο Λευκός Οίκος να χάνει χρόνο σε τέτοιες μικρότητες, την ώρα που το όνομα του Trump φιγουράρει στα αρχεία του Epstein, την ώρα που εφαρμόζονται πρακτικές τύπου Γκεστάπο μέσω της ICE, την ώρα που παιδιά πεθαίνουν στη Σουδάν, στη Γάζα και στο Κονγκό;
Με μια πρόταση-σφαίρα, ο White αποδόμησε την εικόνα του Trump: «Μιλάτε για κάποιον που παριστάνει τον καλλιτέχνη; Ενώ ο Trump προσποιείται τον άνθρωπο. Προσποιείται τον Χριστιανό. Προσποιείται τον ηγέτη. Προσποιείται κάποιον με ενσυναίσθηση». Και αυτό δεν είναι απλώς σκληρό, είναι εκείνο το είδος της αλήθειας που αφήνει σημάδι, γιατί περιγράφει τον Trump όχι ως αποτυχημένο πολιτικό, αλλά ως καρικατούρα της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου. Και για να μην μείνει τίποτα στη θεωρία, ο White δημοσίευσε φωτογραφίες-ντοκουμέντα: τον Trump να επιδεικνύει χρυσά αθλητικά παπούτσια, να ποζάρει με προϊόντα Goya για να κάνει διαφήμιση από το αξίωμα του Προέδρου, να στήνει φόντο με κόκκινα καπελάκια MAGA μπροστά στον Zelenskyy. Ολόκληρη η αισθητική του Trump, κρυσταλλωμένη σε τρία στιγμιότυπα: κιτς, διαφθορά, και μια πολιτική τόσο πλαστική όσο τα σκηνικά του "Apprentice".
Ο White έκλεισε με τη φράση που θα έπρεπε να γραφτεί με μεγάλα γράμματα πάνω σε κάθε δημόσιο κτίριο: «Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι απλώς κίνδυνος για την Αμερική, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. Και δεν είναι υπερβολή: διαλύει τη δημοκρατία και θέτει σε κίνδυνο τον πλανήτη καθημερινά».
Εδώ, η ειρωνεία είναι πως οι λέξεις αυτές δεν προέρχονται από κανέναν πολιτικό επιστήμονα ή ιστορικό ή ακαδημαϊκό, αλλά από έναν μουσικό. Από έναν looser καλλιτέχνη, όπως θεωρεί ο πρόεδρος.Ίσως όμως αυτό είναι το πιο ντροπιαστικό για τον Trump: ότι χρειάζεται ένας κιθαρίστας για να του υπενθυμίσει κάτι τόσο προφανές πως το χρυσό σπρέι δεν αρκεί για να κρύψει τη σαπίλα.
Ας μην γελιόμαστε, η ιστορία έχει δείξει πως οι μουσικοί δεν κρατούν απλώς κιθάρες ή μικρόφωνα, κρατούν καθρέφτες. Και μέσα σε αυτούς οι κοινωνίες βλέπουν τα πρόσωπά τους, είτε παραμορφωμένα είτε αληθινά. Απέναντι σε μια εξουσία σαν του Trump, που χτίστηκε πάνω σε ψέματα, χρυσά στολίδια και τον φόβο του «άλλου», του «ξένου», του «φτωχού», του «άστεγου», η μουσική γίνεται μια αληθινή σύγχρονη αντι-γλώσσα: αποκαλύπτει, διαβρώνει, και γελοιοποιεί. Γιατί ενώ η πολιτική δύναμη μπορεί να φθείρει θεσμούς, να ελέγχει αφήγημα, να κατασκευάζει εικόνες, δεν μπορεί με τίποτα να σβήσει έναν γ#μημένο στίχο που σκαλώνει στο μυαλό, ούτε μια μελωδία που γίνεται ύμνος αντίστασης.
Ναι, οι μουσικοί έχουν τη σπάνια ικανότητα να κάνουν την αλήθεια τραγούδι. Και το τραγούδι, όταν ενώνεται με την αγανάκτηση, είναι πιο επικίνδυνο από οποιοδήποτε διάταγμα ή νόμο. Σε εποχές που η εξουσία σαπίζει εκ των έσω, η τέχνη δεν μπορεί να είναι διακόσμηση. Είναι όπλο. Κι αν ο Trump φοβάται τον Jack White ή τον Bruce Springsteen ή τον Neil Young και όσους τους μοιάζουν, είναι γιατί ξέρει πως εκείνοι μπορούν να πουν αυτό που η πολιτική προσπαθεί να θάψει: ότι το ψέμα δεν μπορεί να βασιλεύει για πάντα, και ότι κάποτε, μέσα από τις κιθάρες και τις φωνές, η σιωπή θα σπάσει.