Οι Go-Betweens ήταν μια κατεξοχήν cult αυστραλέζικη underground μπάντα της δεκαετίας του '80. Προερχόμενοι από μια εξωτική τοποθεσία (Μπρίσμπεϊν, Αυστραλία), οι Robert Forster και Grant McLennan ξεκίνησαν ως έφηβοι, παθιασμένοι με το ροκ του Dylan, των CCR και των Velvet Underground και ενθαρρυμένοι από το αυστραλιανό punk των Saints. Παίρνοντας τη μόνιμη ντράμερ Lindy Morrison, μετακόμισαν στο Λονδίνο, σε μια διαρκή προσπάθεια να κάνουν καριέρα στη μουσική βιομηχανία. Εκεί κυκλοφόρησαν μια σειρά από άλμπουμ (Send Me a Lullaby 1981, Before Hollywood 1983, Spring Hill Fair 1985, Liberty Belle and the Black Diamond Express 1986, Tallulah 1987, 16 Lovers Lane 1988) που κέρδισαν σημαντικούς επαίνους από τους κριτικούς, σκαρφάλωσαν στα ανεξάρτητα charts και προσέλκυσαν μια μικρή αλλά ένθερμη διεθνή βάση θαυμαστών.

Οι Go-Betweens διαλύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '90, πριν επανενωθούν στη νέα χιλιετία, και ενώ οι δύο τραγουδοποιοί του συγκροτήματος είχαν ξεκινήσει στο μεταξύ αξιοσέβαστες σόλο καριέρες. Το 2000 το γκρουπ κυκλοφόρησε το άλμπουμ, The Friends of Rachel Worth , στο οποίο συμμετείχαν και τα τρία μέλη των Sleater-Kinney. Ακολούθησαν τα Bright Yellow Bright Orange (2003) και το Oceans Apart (2005), όμως τον Μάιο του 2006 ο Grant McLennan έφυγε από τη ζωή από αιφνίδια καρδιακή προσβολή και η μπάντα διαλύθηκε οριστικά.

Η απώλεια του McLennan ήταν ιδιαίτερα βαριά για τον παιδικό του φίλο Robert Forster, ο οποίος αποτραβήχτηκε από τα μουσικά πράγματα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτή τη φάση προσωπικής απομόνωσης, συνέγραψε το εξομολογητικό memoir Grant & I και The Ten Rules of Rock 'n' Roll (2010).

Στη διάρκεια της πρώτης απουσίας των Go-Betweens στη δεκαετία του ’90, ο Forster κυκλοφόρησε τρεις προσωπικές δουλειές. Το 2008 επέστρεψε στις ηχογραφήσεις με το album The Evangelist και ακολούθησαν τα Songs to Play (2015), Inferno (2019) και The Candle and the Flame (2023), που όλα τους απέσπασαν πολύ αξιόλογες κριτικές.

Δύο χρόνια μετά το The Candle and the Flame, ο πρώην κιθαρίστας/τραγουδιστής και βασικός συνθέτης -μαζί με τον μακαρίτη Grant McLennan- των Αυστραλών Go-Betweens κυκλοφορεί με τον ένατο προσωπικό του δίσκο∙ περιλαμβάνει οκτώ πρωτότυπες συνθέσεις ή, πιο σωστά, οκτώ πρωτότυπες αφηγήσεις. Γιατί στις καλύτερες στιγμές του, από την εποχή που έγραφε -στο ξεκίνημα των Go- Bettweens στο μακρινό Brisbane το 1978- εκείνο το “Karen”, την ιστορία της βιβλιοθέτριας που βοηθά τον ήρωα των στίχων να βρει στα ράφια τα βιβλία του Brecht, του Joyce και του Chandler, αυτό ήταν πάντα ο Robert Forster: ένας χαρισματικός αφηγητής∙ ένας storyteller, που λένε οι αγγλόφωνοι. Είναι ο συγγραφέας εξάλλου της έξοχης βιογραφίας Grant & I και The Ten Rules of Rock 'n' Roll ενώ έχει στα σκαριά και ένα επερχόμενο μυθιστόρημα. Ας θυμηθούμε επίσης τα εξόχως λογοτεχνικά κομμάτια που έγραφε την εποχή των Go-Betweens, με πρώτο και καλύτερο το ”The House That Jack Kerouac Built”.  

Tο Strawberries ηχογραφήθηκε στη Στοκχόλμη και σε παραγωγή του Peter Moren, με τη συνοδεία μιας σφιχτοδεμένης μπάντας που αποτελείται από τον ίδιο τον Moren (κιθάρα) και τους Jonas Thorell (μπάσο) και Magnus Olsson (ντραμς). Η ιδέα, γράφει ο Forster στις σημειώσεις του δίσκου στο εσώφυλλο, ήταν «να φτάσουμε σε μια πόλη με ένα σωρό τραγούδια, να κάνουμε πρόβες, ηχογραφήσεις και μίξεις ενός άλμπουμ με ντόπιους μουσικούς για αρκετές εβδομάδες και στη συνέχεια να φύγουμε με τον δίσκο έτοιμο». «Είναι υπέροχο να συνεργάζεσαι με κάποιον που είναι πραγματικός auter», λέει με τη σειρά του για τον Forster ο παραγωγός Peter Moren.

Κεντρική θέση στο δίσκο έχει το οκτάλεπτο “Breakfast on the Train”, ένα πρωτόγνωρο ίσως για τα δεδομένα του Forster ημι-ψυχεδελικό έπος, όπου οι κιθαριστικές pop συγχορδίες καταλήγουν σε ένα επίμονο τζαμάρισμα, ενώ τα πλήκτρα της Anna Ahman χρωματίζουν υπέροχα. Στους στίχους, ο Forster αφηγείται μια ιστορία με φόντο έναν αγώνα ράγκμπι σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται. Με αφορμή τον αγώνα, δύο παλιοί γνωστοί συναντιούνται τυχαία σε ένα μπαρ, επανασυνδέονται και με την ιδιότητά τους ως ξένων στην ίδια πόλη, πιάνουν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και κάνουν έρωτα.  Γενικά, οι στίχοι σ’ αυτό το album του Forster είναι λιγότερο αυτοβιογραφικοί σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά του και περισσότερο αποτελούν μελέτες χαρακτήρων.

Ως έκπληξη θα μπορούσε να εκληφθεί και το “Diamonds”, όπου ο Forster εγκαταλείπει προσωρινά την κατά κανόνα μετρημένη ερμηνεία του για να επιδοθεί σε ένα ημι-φαλτσέτο, το οποίο πλαισιώνουν οι περιπλανήσεις της Lina Langendorf. στο σαξόφωνο, που παίζει ελεύθερες φόρμες, κάτι σαν διασταύρωση μεταξύ “Walk On the Wild Side”, Van Morisson του “Astral Weeks” και Albert Ayler.

Το εναρκτήριο κομμάτι “Tell It Back To Me”, με τις επάλληλες κιθαριστικές συγχορδίες και τις στροβιλιστική μελωδία του, είναι αυτό που παραπέμπει πιο έντονα στον γνώριμο ήχο των Go-Betweens της δεκαετίας του 1980, ειδικότερα στους indie-pop ύμνους του album 16 Lovers Lane (1988), που είχε αγαπηθεί πολύ τότε και στην ημεδαπή. Έπεται το “Good To Cry” που κυριαρχεί σε ένταση σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου,  αφήνοντας μια rootsy rock'n'roll αίσθηση, με αναζωογονητικές εκρήξεις μπλουζ φυσαρμόνικας στο φινάλε.

Στο ομώνυμο κομμάτι ο Forster κάνει ντουέτο με τη σύζυγό του, Karin Baumler, σε μια ιστορία όπου το ζευγάρι φέρεται να απολαμβάνει να καταβροχθίζει «συνηθισμένες» φράουλες. Μουσικά, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μικρό ‘60s country-pop κομψοτέχνημα, στο οποίο η στιχομυθία των δύο ερμηνευτών θυμίζει τα ντουέτα του Lee Hazlewood και της Nancy Sinatra.

Αλλάζοντας ξανά διάθεση, το “All of the Time” με τον στακάτο ρυθμό του και τις αιχμές στον ήχο ανατρέχει στις μέρες του post-punk, θυμίζοντας κάπως Velvets και Magazine, με τον Forster να αφηγείται μια νουάρ ιστορία που σχετίζεται με έναν φόνο και πολύ προπαγάνδα. Λίγο πιο κάτω ο ρυθμός πέφτει στο “Such A Shame”, μια μελαγχολική blues-soul μπαλάντα που ακούγεται σαν να αντηχεί από τα βάθη του αμερικανικού Νότου – και με ον Forster να φέρνει κάπως σε έναν λίγο πιο γλυκό Nick Cave. Το “Foolish I Know”, τέλος, βρίσκει τον Forster να εξερευνά μια ιστορία ομοφυλοφιλικού έρωτα με φόντο mariachi κιθάρες που χτίζουν μια μελωδία που προσιδιάζει ελαφρά στο “For What’s Worth” των Buffalo Springfield.

Υπάρχει ένας σχεδόν νεανικός ενθουσιασμός σε αυτά τα τραγούδια, που φιλτράρεται ωστόσο μέσα από την εμπειρία. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Guardian, ο Forster υποστήριξε:

«Είμαι 67 ετών, αλλά ίσως να είμαι και 47. Βρίσκω ότι λίγη σοφία έρχεται με την ηλικία. Δεν μεταμορφώνεσαι σε Δαλάι Λάμα, αλλά βελτιώνεσαι ως άτομο, νομίζω, καθώς μεγαλώνεις. Νομίζω ότι αυτό είναι γεγονός».

Είναι αξιέπαινο για έναν 67χρονο καλλιτέχνη στην πέμπτη δεκαετία της δισκογραφικής του καριέρας να κυκλοφορεί το πιο περιπετειώδες άλμπουμ του μέχρι σήμερα με αρκετά κομμάτια που κατατάσσονται στα ωραιότερά του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured