Σαν να ξύπνησες σε ένα άχρονο τοπίο, όπου ο ήλιος δεν ανατέλλει ούτε δύει, αλλά απλώς αιωρείται, κάπου εκεί σε πηγαίνει η συνεργασία του Brian Eno με την Beatie Wolfe. Δύο άλμπουμ, Luminal και Lateral, σαν δύο διαστάσεις της ίδιας δημιουργικής πνοής: η μία ζεστή, οργανική, σχεδόν υπνωτιστική· η άλλη, διαφανής και χωρίς βάρος, σαν το θρόισμα φύλλων που δεν ακούγεται έξω από το παράθυρο, αλλά το βλέπεις να συμβαίνει.
Σαν να συναντήθηκαν δύο υπνοβάτες σε κάποια γωνία και έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον, εκτός τόπου και χρόνου, και τα δύο άλμπουμ μοιάζουν με σύγχρονα ηχητικά μνημεία που γράφτηκαν με κάποιο αόρατο μελάνι. Κάθώς ολοκληρώθηκαν κομμάτι-κομμάτι μέσα στο 2024, αποπνέουν μια διεστραμμένη συνοχή, σαν δύο άσχετοι πλανήτες να περιστρέφονται μεθοδικά γύρω από ένα ανύπαρκτο φεγγάρι.
Το Luminal είναι ένα σύννεφο από τριανταφυλλένιες μελωδίες και pixel, όπου οι θολές φωνές και οι εύθραυστες συγχορδίες διαλύονται σε σπειροειδείς τροχιές, σαν να φυσάει ένας γλυκός άνεμος που έμαθε να τραγουδάει από παλιές καρτ ποστάλ. Το Lateral αντίθετα είναι ένα από εκείνα τα "αιώνια" βήματα που μας έχει συνηθίσει ο θείος Brian, βηματα που κανένας δεν μπορεί να πατήσει με τόση σιγουριά όσο εκείνος, ένα άλμπουμ-μοτίβο που επαναλαμβάνεται με την εμμονή ενός ονειρικού πλυντηρίου, που ο κάδος του δεν καθαρίζει, αλλά γυρνάει ασταμάτητα και σε υπνωτίζει.
Κι όμως, παρ’ όλη αυτή την ατμοσφαιρική απογείωση, υπάρχει μια παράξενη αποστειρωμένη ψυχραιμία στο κέντρο τους. Οι μελωδίες στροβιλίζονται, αλλά δεν μεταμορφώνονται. Οι παλμοί είναι ήπιοι, σαν το heartbeat μιας τεχνητής μήτρας. Οι δυναμικές κυμαίνονται γύρω από ένα ευγενικό mezzo-forte, σαν οι δημιουργοί να κρατούν την ανάσα τους για να μην ταράξουν το τέλειο εργαστηριακό ευ ζην.
Και κάπου εκεί βρίσκεται η πιο σουρεαλιστική τους αλήθεια: δεν πρόκειται για μουσική που σε ρουφάει· αλλά για μουσική που κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, ψάχνοντας το ακριβές επίπεδο συναισθηματικής θερμοκρασίας, ούτε καυτό, ούτε παγωμένο. Απλώς αιθέριο. Σαν να ήθελαν να γεννήσουν το ιδανικό συναίσθημα... φορώντας γάντια.
Το Luminal είναι σαν να ξυπνάς το πρωί και αντί να πιείς καφέ να θέλεις να πιείς πρώτα ένα φλιτζάνι πρωινό φως· οι μελωδίες του ρέουν σαν υγρό όνειρο, με την ανάσα της Wolfe να πλέει πάνω από τις αργόσυρτες συγχορδίες του Eno, σαν φωνή που σε θυμάται από πριν γεννηθείς. Ψηφιακοί κυματισμοί, ηλεκτρονικοί εσπερινοί, και ήχοι που μοιάζουν να έχουν γεννηθεί από μια συναισθηματική τεχνητή νοημοσύνη. Εδώ ο Eno παίζει και τραγουδάει (πάντα κρυμμένος στο παρασκήνιο των backing vocals), και το παιχνίδι του έχει βάθος. Από τον παλμό ενός τεχνολογικού ρίγους στο πανέμορφο "A Ceiling and A Lifeboat" μέχρι το ηχητικό κήτος του "Breath March", το Luminal χορεύει με το άπιαστο.
Το Lateral από την άλλη δεν χορεύει, κινείται αργά, επεκτείνεται, αναπλάθεται μέσα από μια αργόσυρτη generative τελετουργία στην οποία ο θείος Brian έφτιαξε τους κανόνες, και συνεχώς αιωρείται. Σαν μια παγωμένη λίμνη φτωχή από αντανακλάσεις, γεμάτη από τον προβλέψιμο παγωμένο εαυτό της. Είναι ήχος που δεν σου ζητάει τίποτα, αλλά ούτε και σου προσφέρει κάτι, πέρα από ένα φευγαλέο συναίσθημα ευγένειας. Μια ακόμη ambient ταπετσαρία που θα βρει τον δρόμο της σε ακριβές γκαλερί ή μουσεία, ένα λουτρό σιωπής που δεν ζεσταίνει, αλλά αρκεί για να περάσει η ώρα στο ενδιάμεσο, ένα άλμπουμ που δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο στο φανατικό κοινό του πατέρα της ambient, παρά μόνο την συνέχεια της ευγενικής του επεξεργασίας στο σμίλευμα του ήχου.
Οι νότες στο Lateral παίζουν σαν σκόνη στο φως των golden hours του απογεύματος, και η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να μη νιώσεις μια γλυκιά υπνηλία, σαν να σου ψιθυρίζει κάποιος «δεν πειράζει, κοιμήσου, δεν θα χάσεις τίποτα». Αλλά θα μπορούσαμε να το πούμε πιο απλά, γιατί είτε κουρασμένος είτε ακμαίος, ο Brian Eno ξέρει πώς να φτιάχνει κόσμους. Εδώ φτιάχνει δύο, ο ένας μοιάζει με φάρο μέσα στην ομίχλη, ο άλλος είναι η ίδια η ομίχλη.