Morrissey
Εικονογράφηση: Artificial Vandalism

Ο Morrissey, αυτό το αιώνια γκρινιάρικο αγκάθι του alternative, ο μισάνθρωπος crooner της μοναξιάς και των λαχανικών, ακυρώνει μια ακόμη συναυλία μετά το Βελιγράδι, αυτή τη φορά στην Αθήνα και στο Release Athens Festival 2025. Και καθώς οι fans μένουν πάλι με το εισιτήριο στο χέρι και την πικρία στο στόμα, μου έρχεται αναπόφευκτα στο μυαλό η φράση: «Η λεοπάρδαλη δεν μπορεί να αλλάξει τις βούλες της» (Ιερεμίας 13:23).

Γιατί είναι μια ιστορία που την έχουμε ξανακούσει, με άλλη ημερομηνία, αλλά τον ίδιο πρωταγωνιστή. Η συναυλία του Morrissey στην Αθήνα ακυρώνεται. Ούτε καν αναβάλλεται. Ούτε μια δικαιολογία της προκοπής. Ούτε μια δραματική δήλωση. Ούτε ένα «λυπάμαι» με στυλ. Μόνο ένα ξερό «δεν θα πραγματοποιηθεί», σα να ’ταν ραντεβού στη ΙΖ' Αθηνών. Κι όμως, δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Γιατί ο Morrissey είναι πλέον κάτι την μελωδία της ακύρωσης, επαναλαμβανόμενη σαν ρεφρέν χωρίς αρμονία και ένα φάλτσο «I am the son and heir οf nothing in particular» γιατί δεν μιλάμε για μια απλή ατυχία αλλα για μια ιδιοσυγκρασιακή εμμονή. Ο Morrissey δεν εμφανίζεται. Τόσο απλά. Όπως ακριβώς μπορεί να μην σηκώνει τα τηλέφωνα, και να μην δέχεται κριτική, να μην αλλάζει γνώμη, να μην λέει ποτέ ένα «έκανα λάθος». Και αυτή η ακύρωση δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι το έργο του. Απέναντι σε ένα κοινό κουρασμένο, γερασμένο, ακόμα ερωτευμένο, που κάθεται ξανά να αναρωτιέται: Γιατί συνεχίζουμε να ελπίζουμε; Γιατί αγοράζουμε εισιτήρια, γιατί πιστεύουμε πως αυτή τη φορά ίσως κάτι να έχει αλλάξει; Γιατί ταξιδεύουμε από τις άκρες της Ευρώπης για να τον δούμε και τελικά να ακυρώνει; Γιατί ο Μοz, όσο και να σκούζει, όσο και να απογοητεύει, πάντα αφήνει μια γεύση από μια παλιά παρηγοριά. Απλώς, φέτος αυτή την παρηγοριά θα τη ζήσουμε χωρίς να τον δούμε.

Ο Morrissey δεν είναι πια ο Morrissey. Ή μάλλον: είναι περισσότερο Morrissey από ποτέ, και αυτό είναι το πρόβλημα.

Κάποτε ήταν το αγόρι με το τσουλούφι και την πληγή ανοιχτή. Ο ποιητής των outsiders, ο προστάτης των παρεξηγημένων, ο ευγενής μισάνθρωπος που μεταμόρφωνε τη μοναξιά σε τροχιά επαναστατική. Τώρα, είναι ο Morrissey των ακυρώσεων, των ακροτήτων και της αλλεργίας στη συνέπεια. Ο ίδιος που κάποτε έγραφε «There is a light that never goes out», είναι σήμερα ο άνθρωπος που σβήνει το φως πριν καν βγει στη σκηνή. Αλλά, θέλουμε και ξεχνάμε ότι έστησε μια καριέρα πάνω στην αμφιθυμία, ναι, και τον αγαπήσαμε γι’ αυτό. Μιλούσε για το δράμα χωρίς να ζητά λύτρωση, για την απόρριψη χωρίς να ποθεί αποδοχή. Αλλά κάπου εκεί, μέσα στην πορεία των δεκαετιών, η ειρωνεία έγινε αυτοαναίρεση. Η ευαισθησία στράβωσε και έγινε ξινίλα. Η αποστασιοποίηση έγινε εγωπάθεια. Και η μοναξιά, αντί για όπλο, έγινε άλλοθι.

Το ζήτημα, όπως έχω ξαναπεί και για έναν άλλον πολύ αγαπημένο μου ήρωα, τον Peter Murphy, δεν είναι η ηλικία, πολλοί καλλιτέχνες γεράσανε και γίναν σπουδαιότεροι. Το ζήτημα είναι πως ο Morrissey αρνείται να γειωθεί στον παρόντα κόσμο, εκτός κι αν πρόκειται για μια πράξη εμφανούς περοιφρόνησης. Προτιμά να μείνει στην εξορία, όχι όμως αυτή του εξόριστου, αλλά εκείνη του αυτοεξόριστου βασιλιά που, μάλλον, δεν βλέπει ότι η αυλή του είναι πια άδεια.

Και το κοινό; Οι παλιοί φανς; Κάπου μεταξύ νοσταλγίας και μαζοχισμού, συνεχίζουν να τον ακολουθούν. Φυσικά, όχι για όσα ξερνάει σε κάθε κρίση του, αλλά γιατί κάποτε μίλησε όταν οι άλλοι, οι περισσότεροι σιωπούσαν. Μόνο που σήμερα, όταν ανοίγει το στόμα του, η φωνή του μοιάζει πιο πολύ με μονόλογο στο καφενείο του χωριού, παρά με μια ευλαβική προσευχή αποξένωσης.

Ο Morrissey, παρά τα όσα θα ήθελε να πιστεύει, δεν είναι πια ένα παρεξηγημένο λουλούδι. Είναι ένας άντρας 65 χρονών που φέρεται στις πόλεις και στα κοινά της Ευρώπης σαν να του χρωστάνε. Σαν να του ανήκουν. Και αυτό με χαλάει, όχι μόνο για εκείνον αλλά και για όποιον καλλιτέχνη ή μουσικό μπορεί να το πιστεύει αυτό για τον ευατό του. Ακυρώνει, λοιπόν, εμφανίσεις χωρίς εξηγήσεις, χωρίς διάθεση να μπει έστω στον κόπο μιας στοιχειώδους επικοινωνίας. Και το κάνει επανειλημμένα. Σαν να μην καταλαβαίνει πως πίσω από κάθε "cancelled" υπάρχει ένα κοινό που πλήρωσε, που περίμενε, που πίστεψε.

Μόνο που ο Morrissey δεν πιστεύει πια στον κόσμο, στο κοινό του. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του. Αν κάποτε τραγουδούσε «The more you ignore me, the closer I get», τώρα το έχει αντιστρέψει: όσο περισσότερο τον πλησιάζεις, τόσο πιο πολύ σε αποφεύγει. Και είναι σαν να δοκιμάζει τα όρια της υπομονής μας, λες και το σνομπάρισμα είναι performance art.

Ναι, ΟΚ, του χρωστάμε πολλά. Ναι, με τα λόγια του μεγαλώσαμε, διαμορφωθήκαμε, αγαπήσαμε τη ματαιότητα. Αλλά υπάρχει κάτι πιο σκληρό απ’ την απογοήτευση: το να σε κάνει να ντρέπεσαι που τον στήριξες.

Γιατί όπως βλέπετε, ο Morrissey δεν στέκεται πια απλά μακριά από το κοινό του, στέκεται από πάνω του και χαιρέκακα του γ#μάει τη διάθεση. Δεν το κοιτάζει σαν αδελφή ψυχή, αλλά σαν υπηρέτη. Και αυτό, επίσης, με χαλάει… Γιατί η ακύρωση δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα. Είναι ηθικό. Είναι πολιτισμικό. Είναι υπαρξιακό.

Ο καλλιτέχνης (ακόμη κι αν, όπως λέει, σιχαίνεται αυτή τη λέξη) οφείλει κάτι στο κοινό του. Ούτε λατρεία, ούτε δουλικότητα. Οφείλει μια στοιχειώδη συνέπεια, ένα ίχνος ακεραιότητας που να κάνει τη σύνδεση με το ακροατήριο βιώσιμη και όχι βασανιστική. Το να ανεβαίνεις στη σκηνή δεν είναι υπεκφυγή από τον κόσμο· είναι σύμβαση. Μια συμφωνία άγραφη: έρχομαι γιατί με περιμένεις, και είμαι εδώ όχι μόνο για εμένα, αλλά για αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας. Κι όταν αυτή η σύμβαση αυτή σπάει – όχι μία φορά, αλλά ξανά και ξανά – δεν μιλάμε πια για «ιδιοσυγκρασία» ή «παραξενιά». Μιλάμε για ακύρωση ευθύνης.

Αν ο Morrissey πιστεύει ακόμη ότι είναι κάτι ανάμεσα σε ήρωα της μελαγχολίας και καταραμένο ποιητή, κάποιος πρέπει να του πει πως αυτή η εποχή τελείωσε. Σήμερα, η ρομαντικοποίηση της αναξιοπιστίας είναι απλώς εγωκεντρισμός με νότες παλιομοδίτικου ναρκισσισμού.

Και το κοινό (αυτό το παλιό, υπομονετικό, πλέον κουρασμένο κοινό) δεν ζητά ούτε θεότητες, ούτε μαρτυρίες. Ζητά κάτι πιο απλό: να μη νιώθει ηλίθιο που τον αγάπησε. Γιατί στο τέλος, πίσω από κάθε ακύρωση, υπάρχει ένα ακυρωμένο συναίσθημα. Ένα ταξίδι που δεν έγινε. Ένα ζευγάρι μάτια που δεν θα συναντηθούν. Ένα τραγούδι που δεν θα ακουστεί ποτέ live, επειδή ο δημιουργός του αποφάσισε πως η παρουσία του είναι προαιρετική.

Και κάπως έτσι, η τέχνη του που κάποτε ένωνε, γίνεται ένα άλλοθι για περισσότερη απόσταση. Κι ο βασιλιάς, αντί για φωνή μιας γενιάς, γίνεται σκιά του εαυτού του, μια σκιά που πια δεν πέφτει πάνω στη σκηνή, αλλά πάνω στα πρόσωπα εκείνων που ακόμα τον περιμένουν.

Τουλάχιστον, μέσα σε αυτό το πανηγύρι ασυνέπειας, το Release στάθηκε στο ύψος της στιγμής, τίμια, καθαρά και χωρίς περιστροφές, σεβάστηκε το κοινό περισσότερο απ’ όσο το έκανε ο ίδιος ο καλλιτέχνης.

 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured