Μπήκε ο Ιούλιος. Μήνας με καύσωνα και μήνας απολογισμού. Αρχικά λόγω των φορολογικών δηλώσεων, αλλά κυρίως απολογισμού του πρώτου μισού της χρονιάς που αισίως έχει περάσει. Θα επιλέξω να αποφύγω ενεργά να κάνω λίστες τις οποίες θα μετανιώσω σίγουρα και θα χτυπιέμαι με σκέψεις όπως:
Μήπως να έβαζα αυτό;
Ναι αλλά ποιό να αφήσω έξω;
Αυτό δεν το είχα ακούσει τότε και άξιζε πεντάδα.
Για αυτό λοιπόν χαλαρές τριάδες με δισκάκια του Ιουνίου, και αφήνουμε τα rankings για όταν πιάσει ο χειμώνας. Ξεκινάμε.
Noise Trail Immersion - Tutta La Morte in un Solo Punto
Οι Noise Trail Immersion είναι μια dissoblack/death metal μπάντα από το Torino της Ιταλίας. Ξεκίνησαν ως μια αμιγώς πειραματική μπάντα του ακραίου ήχου, με χαοτικές mathcore συνθέσεις στα Womb και Symbology of Shelter που σταδιακά ξεκίνησαν να κατευνάζουν για να κινηθούν σε πιο χαρτογραφημένα νερά. Αυτή η ήπια DeathspellUlceratοποίηση τους έφερε το 2021 σε έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους της δεκαετίας, το εκπληκτικό Curia. Όπως ήταν αναμενόμενο λοιπόν, η προσμονή και τα expectations για ένα νέο Noise Trail Immersion ήταν πολύ ψηλά. Το Tutta la Morte in un Solo Punto ανοίγει χωρίς εισαγωγή. Από την αρχή του "Divampa L’Ignoto" δεν αφήνει κανένα χώρο για ανάσες. Το outro του συνεχίζει ως intro για το "Spire di Sangue", ένα κομμάτι που βουτάει το χέρι αρκετά βαθιά στο playbook των Ulcerate με mid-tempo δυσαρμονίες, και στη συνέχεια με το βίαιο "Arde e Respira", ένα uninterrupted torrent φρίκης, όπου κάθε riff μοιάζει σαν κραυγή που αγκαλιάζει αβυσσαλέα κάθε τι ανθρώπινο και οργανικό. Στο "Lo Spettacolo", η μπάντα σχολιάζει το “θέαμα” ως πολιτική χειραγώγησης: οι στίχοι :
movimento autonomo del non vivente il rapporto è ormai mediato da inganno visivo e falsa coscienza, la realtà vissuta è invasa
lo spettacolo si accumula
μοιάζουν να αναφέρονται στη θεαματική ανάθεση του πολιτικού και της χάραξης πολιτικής, όπου το κοινό γίνεται ακροατήριο, όχι συνδιαμορφωτής. Στον μετακαπιταλιστικό υλισμό το κοινό είναι καταναλωτής που αναλώνεται σε φθηνά θεάματα και εφήμερες απολαύσεις. Η ίδια κουλτούρα θεαμάτων που κάνει φονιάδες σαν την ακατανόμαστη, περιφερόμενους θίασους από κανάλι σε κανάλι για την κανιβαλιστική διασκέδαση του φιλοθεάμονος κοινού. Η μουσική ακολουθεί με dissonant, ρυθμικές εκρήξεις που αισθητοποιούν το μεγαλείο, υφαίνοντας την κορύφωση του πρώτου μισού. Η ήρεμη εισαγωγή και οι dissonant παύσεις του "Sogno a sé Stante" με τις πνιχτές κραυγές πόνου να κρύβονται στο background και τα ιδιαίτερα τύμπανα χτίζουν πολύ γλυκά για το ίσως αγαπημένο μου σημείο του δίσκου. Τα "Culla E Bara" και "Finizione" επιτρέψτε μου να τα θεωρήσω ως ένα κομμάτι, άλλωστε δεν υπάρχει σημείο που γίνεται αλλαγή, και δεν μπορώ να διανοηθώ να ακούω το ένα χωρίς το άλλο. Μέσα σε περίπου 8 λεπτά λοιπόν, περιλαμβάνει όλα όσα αγαπώ στο μοντέρνο dissodeath της Ulcerate σχολής, αλλά με την υπογραφή αυτών των παλαβών Ιταλών. Η φωνητική ποικιλία του Fabio Rapetti βοηθάει πολύ και στο pacing αλλά και στην κλιμάκωση του δίσκου με τη χρήση υψηλών screams και βαθιών growls.
Το titletrack είναι και το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, και λειτουργεί σαν νοηματικός και ηχητικός επίλογος. Ο τίτλος "Tutta la morte in un solo punto" («Όλος ο θάνατος σε ένα και μόνο σημείο») συμπυκνώνει τέλεια την ουσία του δίσκου: μια τρομακτικά συμπυκνωμένη εμπειρία υπαρξιακής συντριβής, όπου το βίωμα του τέλους δεν απλώνεται στον χρόνο αλλά εκρήγνυται στιγμιαία, σαν ένα νήμα που σπάει και καταπίνει τα πάντα. Είναι παράλληλα ποιητικός αλλά και βίαιος, όπως είναι φυσικά και η θεματική με την οποία καταπιάνονται. Χτίζεται αργά, και περνάει από όλες τις ηχητικές εκφάνσεις που άκουσα ως τώρα και καταλήγει στην απόλυτη έκρηξη μόλις λίγο πριν το τέλος, σε "ένα σημείο" oh how fitting! Σίγουρα το πιο ιδιαίτερο και δύσπεπτο κομμάτι του δίσκου. Ξεκινάει με δυσρυθμικές κιθάρες και κραυγές που ακούγονται σαν κατάρες και συνεχίζει με μια μελωδική και συναισθηματική κτηνωδία που λύεται σε ένα ήρεμο χτίσιμο στη μέση πριν το φοβερά χαοτικό φινάλε. Ομολογώ πως τσέκαρα αρκετές φορές αν χάλασαν τα ακουστικά μου στις παύσεις που κάνει προς το τέλος, και αυτό το uncanny valley συναίσθημα που μου προκαλεί κάθε φορά πιστεύω πως προσθέτει στην εμπειρία. Ειδικά από τη στιγμή που κορυφώνεται τόσο έντονα συναισθηματικά μέχρι και το τέλος. Με το Tutta la morte in un solo punto, οι Noise Trail Immersion πετυχαίνουν κάτι σπάνιο: παρά τις δυσκολίες του ήχου τους, δίνουν μια εμπειρία που νιώθω να μπορώ να την προτείνω σε όλους τους οπαδούς του ακραίου ήχου χωρίς δεύτερες σκέψεις. Είναι σίγουρα ο πιο προσβάσιμος δίσκος τους, όμως υπάρχει και σοβαρή πιθανότητα να είναι ο αγαπημένος μου. Συγγνώμη Curia, θα σε αγαπώ για πάντα.
Heaven Shall Burn - Heimat
Έβαλα να ακούσω το Heimat με προσδοκίες αρκετά υψηλές. Οι Heaven Shall Burn παραμένουν σταθερά μία από τις σπουδαιότερες πολιτικές φωνές του ευρωπαϊκού ακραίου ήχου, και προσωπικά, μία από τις μεγαλύτερες μουσικές μου αγάπες διαχρονικά. Η αξέχαστη εμφάνισή τους στο Release Athens 2023 με είχε συγκλονίσει, επαναφέροντας το πάθος μου για το melo-death/metalcore κουιντέτο από το Saalfeld στο έπακρο. Φυσικά μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει και το γεγονός πως το Of Truth And Sacrifice του 2020 μου είχε σε μεγάλο βαθμό αναζωπυρώσει το αίσθημα πως οι HSB μπορούν ακόμα να γράψουν καταπληκτική μουσική. Φυσικά είχε μέσα αρκετό λιπάκι, ήταν μακροσκελής και αρκετά άνισος δίσκος, όμως η πρώτη ύλη και η φλόγα παρέμενε εκεί, και σίγουρα στα αυτιά μου αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση από το Wanderer. Το artwork, το ανέλαβε και πάλι ο Eliran Kantor, ένας άνθρωπος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύγχρονος Μίδας, αν κρίνουμε από την σταθερή ποιότητα των κομψοτεχνημάτων του. Σίγουρα το πιο hot όνομα αυτή τη στιγμή στα artwork designs, και για όλους τους σωστούς λόγους. Οι Heaven Shall Burn ήταν ανέκαθεν μία βαθιά πολιτικοποιημένη μπάντα, με τους στίχους τους να ασκούν κοφτερή αλλά όχι φλεγματική κριτική. Κάθε δίσκος τους είναι κάλεσμα για εξέγερση, κάλεσμα για να φτιάξουμε κάτι καλύτερο μέσω της συλλογικής δράσης. Σε αυτό το κλίμα πάντα, "Heimat" σημαίνει πατρίδα. Και για τους Heaven Shall Burn πατρίδα δεν είναι ένα εθνικιστικό κέλυφος, αλλά ένας τόπος αντίστασης και συλλογικής ιστορίας. Ο δίσκος ανοίγει κινηματογραφικά με το συμφωνικό “Ad Arma”, το οποίο ματώνει και στις ακτές του πρώτου ουσιαστικά κομματιού με τίτλο "War is the Father of All". Ένα από τα πιο ιδιαίτερα τραγούδια στη δισκογραφία τους, με πολλές εκφάνσεις. Έχει βαριά riffs, έχει έντονη μελωδία, ένα εκπληκτικό lead να αγκαλιάζει το ρεφραίν και το αγαπημένο μου breakdown στη δισκογραφία τους (με μπόλικο Machine Head για κάποιον ανεξήγητο λόγο στα γυρίσματα της κιθάρας).
Το "My Revocation Of Compliance", το πρώτο ουσιαστικά single, ήταν και ένας από τους βασικούς πόλους έλξης μου στον δίσκο. Uncompromising, ασταμάτητο και βάναυσο death metal. Το "Cofounder" που ακολουθεί και χρονικά αλλά και στον δίσκο, είναι κάπως πιο μετριασμένο σε όγκο, και κινείται σε πιο πεπατημένα 2010s melodeath μονοπάτια, με κάποιες ηλεκτρονικές πινελιές που τους βλέπουμε να χρησιμοποιούν στους τελευταίους δύο δίσκους. Δεν είμαι μεγάλος φαν όταν χρησιμοποιείται κατά κόρον, όμως εδώ τουλάχιστον το δένουν αρμονικά χωρίς υπερβολές. Και πολύ θετικό το ότι αυτή είναι και η τελευταία φορά που κάνουν την εμφάνισή τους στο Heimat. ...Και ύστερα έρχεται το “Empowerment”. Ο πιο καθαρόαιμος ύμνος του δίσκου. Όχι τόσο για το sing-along του, αλλά για τη φωτιά που πυροδοτεί: μια παρότρυνση να σηκωθούμε, να διεκδικήσουμε, να σταθούμε δίπλα σε όσους έχουν αποκλειστεί, ξεχαστεί ή συντριβεί από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Σε αντίστοιχο κλίμα, το "A Whisper From Above" είναι αφιερωμένο στην Irene Gut Opdyke, μια πραγματική επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, που είχε υπό την στέγη της 12 Εβραίους για να τους γλιτώσει από τη ναζιστική θηριωδία. Η ζωή της μάλιστα έγινε πρόσφατα ταινία, με τίτλο "Irena's Vow". Δεν χρειάζεται να είσαι ο David Drainman για να την βάλεις στην watchlist σου. Επίσης το "Ten Days In May" είναι μια άμεση αναφορά στο Gwangju Uprising του 1980 ή αλλιώς το Κίνημα Εκδημοκρατισμού στη Gwangju κόντρα στο νεοσύστατο δικτατορικό καθεστώς του Chun Doo-Hwan. Οι Heaven Shall Burn ποτέ τους δεν φοβήθηκαν να πάρουν θέση, ούτε και κρύβονται πίσω από απολιτίκ προσωπεία για χάρη των εταιρειών.
Το "Those Left Behind" είναι ασταμάτητη και αδυσώπητη επίθεση για 3 περίπου λεπτά. Ένας χορός από riffs που εναλλάσονται σαν βροχή από σφαίρες. Ελάχιστος χώρος για ανάσες, μόνο βία και δέος βγαλμένο απευθείας από το Antigone. Κάτι που μου έκανε πολύ θετική εντύπωση στο Heimat είναι η παραγωγή. Μου βγάζει έντονη αίσθηση metalcore της χρυσής περιόδου των early 00s. Ακόμα και αν δεν είσαι φαν, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως οι Αμερικάνοι τότε έκαναν παραγωγάρες. Αυτό έρχονται και οι ίδιοι να επιβεβαιώσουν με μια διασκευή στο "Numbered Days" των Killswitch Engage, με κερασάκι στην τούρτα τον ίδιο τον Jesse Leech να χαρίζει τα καθαρά φωνητικά του. Βγείτε μαζί για τουρ ΧΘΕΣ. Μιλώντας για φωνητικά, ο Marcus θα έλεγα πως βρίσκεται σε ένα πάρα πολύ ικανοποιητικό σημείο. Τα τελευταία χρόνια είναι λίγο hit or miss, ειδικά στις ζωντανές εμφανίσεις. Περνάνε και τα χρόνια βέβαια, και αυτά τα fry ουρλιαχτά, είναι πάρα πολύ taxing. Δείχνει να κλίνει κυρίως στα πιο βαθιά growls πλέον, και δεν παραπονιέμαι καθόλου. Το "Dora" θα έλεγα πως είναι το αγαπημένο μου κομμάτι στο δίσκο. Ισορροπεί απόλυτα στη βία και τη μελωδικότητα. Είναι catchy όσο πρέπει με το βασικό lead να επιστέφει και να κουβαλάει αδιανόητα το δεύτερο μισό. Το "Silent Guard" που σημάνει και το τέλος του δίσκου, σβήνει τον όλεθρο του Heimat με σχετική ηρεμία. Σαν να παίρνει μια βαθιά ανάσα μετά την μάχη, κοιτώντας τα αιματοβαμμένα χώματα. Είναι το πιο μετρημένο και μελωδικό κομμάτι στο δίσκο και αφήνεται στο συμφωνικό αδερφάκι του intro, το "Inter Arma". Το Heimat συνολικά είναι από τις καλύτερες δουλειές των Heaven Shall Burn. Συνδυάζει όλη την κληρονομιά τους με μία νέα ωριμότητα, ένα βλέμμα στο παρελθόν χωρίς όμως να ανακυκλώνεται. Είναι βίαιο χωρίς να καταλήγει στείρο, είναι πολιτικό χωρίς να κουνάει το δάχτυλο και είναι συναισθηματικό χωρίς να γίνεται μελό. Ο δίσκος είναι τόσο καλός που δεν χρειάστηκε καν να κάνω αναφορά στα bonus κομμάτια. Όμως, αξίζει να μπείτε αν μη τι άλλο στον κόπο να ακούστε ξανά το "Destroy Fascism", παρμένο μέσα από το split με τους Caliban.
Imipolex - Acts of Vulgar Piety
«Dive the deepest abyss» που λένε και οι Rotting Christ. Κάτι τέτοιο ένιωσα την πρώτη φορά που άκουσα τον δίσκο των Imipolex. Ένα αίσθημα πως ανέσυρα μέσα από την άβυσσο κάτι το απαγορευμένο, κάτι που παρέμενε στο σκοτάδι για κάποιο λόγο. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τους Imipolex. Ας δούμε λοιπόν τι γνωρίζουμε: Έχουν δημιουργηθεί στο Portland των Ηνωμένων Πολιτειών. Όχι όμως την γνωστή μεταλλομάνα του Oregon, αλλά την παντελώς άγνωστη πόλη του Maine. Δεν ξέρω άλλες μπάντες από εκεί, αλλά ξέρω πως έχουν περισσότερους αστακούς από ότι ανθρώπους. Λογικό στην μπουρζουαζία να μην ευδοκιμεί το metal μας θα μου πείτε. Το Acts Of Vulgar Piety είναι ο δεύτερος τους δίσκος, με τον πρώτο (Order of the Epimethean Flame) να έχει κυκλοφορήσει το 2019. Και οι δύο κυκλοφόρησαν σε φυσική μορφή, όμως μόνο σε κασέτες, και συγκεκριμένα εδώ έχουν βγει μόνο 25 (ΟΛΟΓΡΑΦΩΣ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ) από τη Fiadh Productions. Στον πρώτο δίσκο ο Justin Cooper (φωνητικά και μπάσο) με την Nyssa Haab (κιθάρες και drums) παρέδωσαν ένα σπηλαιώδες πειραματικό black death άλμπουμ. Σε αυτόν τον δίσκο όμως, η προσθήκη των Ryan Levitation (καλύτερο όνομα ever, πραγματικά ελπίζω να είναι το αληθινό του και να μην είναι απλά Potterhead) και John Benoit, στις κιθάρες έγινε πολύ ξεκάθαρα αντιληπτή. Οι ρυθμοί έγιναν εμφανώς πολυπλοκότεροι, οι δυσρυθμίες και το dissonance βγήκαν στο forefront και ο δίσκος ακούγεται τρομερά στιβαρός. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "Martian Blood Mother" γίνεται πολύ εμφανής αυτή η πολυπλοκότητα στις συνθέσεις. Με δυσκολία μπορώ να τους κατατάξω ηχητικά. Μου θυμίζουν κάπως τους Horrendous, κυρίως στα φωνητικά. Oι Imipolex όμως είναι αρκετά πιο αγνώριμοι, πιο αλλόκοτοι, ενώ οι Horrendous πιο εσωτερικοί μα αρκετά πιο προσβάσιμοι. Ας πούμε απλά πως είναι ένα κράμα ψυχεδελικού avant garde black/death metal.
Το "Sol Fane" , το οποίο εικάζω πως σημαίνει "ιερό του Ήλιου" αφήνει κάπως τις δυσρυθμίες για πιο συμβατικά βίαια riffs και τύμπανα. Το "Machine Priests" είναι και το πιο μεγαλειώδες κομμάτι στο δίσκο. Και σε έκταση (10 λεπτά) αλλά και σε εκφραστικότητα, με ενα εκπληκτικο και εκτενέστατο lead στο δεύτερο μισό που λογίζω ως κορυφαία στιγμή. Δίνει μια πολύ ευχάριστη πινελιά μελωδίας, σε ένα αρκετά μπουκωμένο ηχητικά κομμάτι. Πολύ καλή επιλογή, γιατί το να ακούσω μια ασταμάτητη 10λεπτη ΚΑΙ δύσρυθμη επίθεση είναι λιγότερο θεμιτό και από το να κάτσω 45 λεπτά σε κρεβάτι μαγνητικού τομογράφου. Το "Sacred Cinder" ανοίγει ατμοσφαιρικά με υποβλητικη μπασογραμμή η οποια ομως οδηγει σε ενα riff βγαλμένο αμεσως απο την ένδοξη δεκαετια του 90' στη Σουηδία, πριν χαθεί και αυτο στις δυσρυθμιες που ακολουθούν. Το "Lunar Dead Seas" ειναι το πιο σκοτεινό κομματι, και μια άψογη επιλογή για κλείσιμο. Στο 1:30 έχει το αγαπημένο μου riff στο δίσκο και μέχρι και το outro μοιάζει να μην αφήνει το πόδι από το γκάζι. Τα riffs κόβουν σαν ρομποτικό νυστέρι και το drumming χρειάζεται χαρτογράφηση για να το παρακολουθήσω επαρκώς. Αν κάτι έχω να δώσω σαν αρνητικό είναι πως η παραγωγή μου μοιάζει κάπως ανισόπεδη. Σε σημεία οι κιθάρες ακούγονται αρκετά thin, και το μπάσο κρύβεται. Υπάρχουν όμως και κομμάτια που ολα μου ακούγονται καταπληκτικά ("Machine Priests"). Μπορώ να υποθέσω πως αυτο ευθύνεται στο γεγονός πως ο δίσκος πιθανότατα δεν γράφτηκε ολόκληρος ταυτόχρονα. Πολυ μικρό ψεγάδι βεβαια, ειδικά όταν μιλάμε για μια σχετικά νεοσύστατη, και independent μικρή μπαντα του ακραιου ηχου. Μπάντες με πολυ μεγαλύτερο budget και ονομα θα παρακαλούσαν να επικοινωνήσουν μέσω της μουσικης τους έστω τα μισά από αυτά που καταφέρνει το Acts of Vulgar Piety. Ευχαριστώ πολύ το Antifascist Black Metal Network που έδωσε φως σε αυτό το κρυφό διαμαντάκι, και φαντάζομαι με ευχαριστεί και αυτό γιατί λογικά μου ανήκουν πάνω από 50 απο τα 240 total views που έχει. Νομίζω πως είναι μια πολύ καλή στιγμή να αλλάξει αυτό.