Υπάρχουν καλλιτέχνες που, όταν τους συναντάς ξανά, δεν νιώθεις ότι επαναλαμβάνεις μια συνομιλία, αλλά ότι ανοίγεις καινούριες διαδρομές, σαν να περπατάς σε λιβάδια που ξεδιπλώνονται μακρινά, γεμάτα απρόσμενη γονιμότητα. Οι Incirrina, το ελληνικό minimal-synth ντουέτο της Ειρήνης Τηνιακού και του Γιώργου Κατσάνου, είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.
Με αφορμή την εμφάνισή τους στο Death Disco Open Air Festival, την Κυριακή 21/9 στην Τεχνόπολη, συναντιόμαστε ξανά και με τους δύο, και αυτή η δεύτερη συνέντευξη δεν μοιάζει με μια τυπική συνομιλία, αλλά με ένα ακόμη βήμα σε ένα ταξίδι που συνδυάζει μελαγχολία και φως, ηλεκτρονική αυστηρότητα (και αγωνία) και ποιητική τρυφερότητα. Από την πρώτη τους κυκλοφορία, το πανέμορφο 8.15-EP/LP μέχρι το επόμενο άλμπουμ Lip Red Scream, και όλα τα singles ενδιάμεσα, μέχρι το πρόσφατο ελληνόφωνο "Κρυφό", η μουσική τους συνεχίζει να χαρτογραφεί εσωτερικούς κόσμους με αναλογικά συνθεσάιζερ που μοιάζουν άλλοτε με όργανα ανατομίας κι άλλοτε με μηχανές ονείρων.
Οι Incirrina υφαίνουν ηχητικά οράματα. Κάθε λέξη τους είναι σαν να ανοίγει ένα μυστικό μονοπάτι, και κάθε ήχος τους σαν να ξετυλίγει μια αθέατη γεωγραφία της ψυχής. Και οι συζητήσεις μαζί τους γίνονται ταξίδια σε εύφορα λιβάδια που δεν υπάρχουν στον χάρτη, παρά μόνο μέσα μας... Εκεί όπου η τέχνη δεν είναι διακόσμηση, αλλά μια τελετουργία αλήθειας, ένας ψίθυρος που μας θυμίζει ότι ακόμα μπορούμε να ονειρευόμαστε.

- Πώς θα περιγράφατε τον ήχο των Incirrina σε κάποιον που δεν σας έχει ακούσει ποτέ;
Γιώργος: Ηλεκτρονικός ήχος, βασισμένος σε αναλογικά κυρίως συνθεσάιζερ, μελαγχολικές μελωδίες και έντονα ρυθμικά στοιχεία, με επιρροές από τον ήχο των 80s.
Ειρήνη: Είμαστε δύο άνθρωποι που παίζουν πιάνο και σύνθια (ενώ ο Γιώργος χειρίζεται και πολλά ακόμη μουσικά όργανα), με κοινή αγάπη για τον Jean-Michel Jarre, τους Joy Division, τους Cure και τους Kraftwerk. Συναντηθήκαμε και αποφασίσαμε να παίζουμε τη μουσική που αγαπάμε∙ κι αυτό είναι μάλλον που αναπόφευκτα αποτυπώνεται στον ήχο μας. Ο Κωνσταντίνος Λόντος, ο ποιητής και στιχουργός μας, μάς χαρακτηρίζει «woke goth» – ένα ευφυολόγημα που κουβαλά μεγάλη δόση αλήθειας σε σχέση με όσα νιώθουμε για τον κόσμο γύρω μας και με τον τρόπο που τα εκφράζουμε μέσα από τη μουσική.
- Ποιες εικόνες ή συναισθήματα θέλετε να γεννάτε στον ακροατή μέσα από τα τραγούδια σας;
Γ: Με αφορμή κάποια "ηχητικά" όνειρα , θα πω ότι η βασική αίσθηση που θα θέλαμε να μοιραστούμε, είναι αυτή της βύθισης σε παράλληλα ηχητικά σύμπαντα, της περιπλάνησης μέσα σε ιστούς μιας τεράστιας μεταλλικής και βελούδινης αράχνης και στις δονήσεις μιας μυστικής ζωής που εκτυλίσσεται μέσα σε κόσμους στιγμιαίους, που φτιάχνονται και σβήνουν σε ένα άχρονο αιώνιο παρόν. Δεν μπορώ να το περιγράψω καλά με λόγια, πάνω κάτω αυτήν την εικόνα έχω κατά νου.
Ε: Όπως φτιάχνεις ένα νόστιμο φαγητό και θες να το μοιραστείς με άλλους ανθρώπους, έτσι νοιώθω για τα τραγούδια μας, θέλω να μεταδίδουν την προσωπική αίσθηση και τα συναισθήματα που έχουμε, είτε για πολύ δυνατά γεγονότα και καθολικές καταστάσεις (όπως ο έρωτας, ο θάνατος, ο πόνος και ο θυμός που γεννά η βία και η σκληρότητα των ανθρώπων) είτε για πιο απλά προσωπικά πράγματα και την ματιά μας πάνω σε αυτά… Να αναφέρω ως παράδειγμα το τραγούδι "Lightwell" (Φωταγωγός) που γράφτηκε με αφορμή την ανάμνηση ενός παιχνιδιού που έκανα ως παιδί… Κυριακή μεσημέρι, οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι της γιαγιάς , εγώ 6 χρονών να ρίχνω νερά από το πίσω μπαλκόνι της κουζίνας του 4ου ορόφου στο δάπεδο του φωταγωγού στο ισόγειο, για να ακούσω το "σπλατς" και να δω μετά πώς γίνονται ασημένια τα πλακάκια εκεί χάμω στο τσιμέντο. Το συναίσθημα ότι ο φωταγωγός είναι κάτι το μυστηριώδες, ότι κάνω κάτι το (ψιλο)απαγορευμένο, όλη αυτή η μυθική αίσθηση της παιδικής ηλικία, όπου όλα είναι παράξενα και μυστήρια, τα θυμήθηκα ξαφνικά, τα αφηγήθηκα στον Κωνσταντίνο, του είπα «θέλω να αποτυπώσω τόσο αυτή τη συγκεκριμμένη ανάμνηση ,όσο και το συναίσθημα που μου γεννά η ανάμνηση» και έτσι έγραψε τους στίχους του "Lightwell".
- Υπάρχουν καλλιτέχνες, λογοτεχνικά έργα ή κινηματογραφικές ταινίες που έχουν καθορίσει τον τρόπο που δημιουργείτε;
Γ: Ταινίες του Wim Wenders όπως το "Der Himmel über Berlin" (Τα Φτερά του Έρωτα) , το "Παρίσι - Τέξας" και το πιο πρόσφατο "Perfect Days", με επηρέασαν πολύ ως προς την ατμόσφαιρα, πολλές φορές επιδιώκω να αποτυπώσω κάτι παρόμοιο και στην μουσική. Επίσης ο Ιούλιος Βερν και η steampunk αισθητική με εμπνέουν πολύ.
Ε: Καλλιτέχνες όπως οι Klaus Nomi, David Bowie, Siouxsie και οι κόσμοι που έπλαθαν, με καθόρισαν, το ίδιο και βιβλία με τα οποία έχω εμμονή, τα "Alice in Wonderland" και "Through The Looking Glass" και όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία του Issac Asimov.
- Η μουσική σας χαρακτηρίζεται από έντονη σκοτεινή ατμόσφαιρα. Είναι για εσάς ένας καθρέφτης της εποχής ή πιο πολύ ένας προσωπικός εσωτερικός διάλογος;
Γ: Θα έλεγα ότι μουσικά πιο πολύ μας χαρακτηρίζει η μελαγχολία, και σαν χαρακτήρες έχουμε και οι δύο έντονο αυτό το στοιχείο. Και βέβαια η εποχή μας και η καθημερινότητα προσφέρουν αφειδώς αιτίες και αφορμές όχι μόνο για μελαγχολία και ζόφο, αλλά για βαθιά θλίψη, τρομερή οργή, αίσθηση ανημπόριας και πόνου για όσα τρομερά προξενεί το ανθρώπινο είδος στον πλανήτη και στα πλάσματα που τον κατοικούν.
Ε: Πέρα από τις όποιες σκέψεις και συναισθήματα, η "σκοτεινή" ατμόσφαιρα και αισθητική σε όλες τις εκφάνσεις της είναι κάτι που μας ελκύει πολύ, οπότε δεν θα μπορούσε η μουσική μας να είναι διαφορετική. Μια φορά προσπαθήσαμε επίτηδες να φτιάξουμε ένα πιο "happy" κομμάτι, αλλά τελικά δεν καταφέραμε να μας αρέσει, ενώ τεχνικά ήταν άρτιο, μουσικά όμως δεν μας έλεγε τίποτα, δεν βλέπαμε κάτι από τον εαυτό μας σε αυτό.

- Ως “κλασικοί” συνθέτες, υποθέτω ότι ένα κομμάτι σας ξεκινά συνήθως από έναν ήχο. Έχουν υπάρξει φορές που κάποιο ξεκίνησε από έναν στίχο;
Ε: Θίγεις ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό θέμα, την αφετηρία, τον πυρήνα της γέννησης ενός κομματιού. Πραγματικά, συνήθως από ήχους ξεκινάμε, για παραδειγμα τον ήχο από ένα synthesizer που μπορει να μας αρέσει πολύ και με αυτό να αρχίσουμε να φτιάχνουμε ριφ, αρμονικές ακολουθίες κλπ. Ή μπορεί μες τη νύχτα να ξυπνήσεις από ένα εμμονικό pattern που σε τριβελίζει (αυτό που είπαμε πριν για τα ηχητικά όνειρα) και να πάς να το καταγράψεις - ενίοτε η ιδέα είναι καλή αλλά δυστυχώς ό,τι ακούς στα όνειρα δύσκολα αποτυπώνεται σε "πραγματικό" ήχο. Τελικά νομίζω πως αυτή είναι η βασική ανάγκη που μας ωθεί να φτιάχνουμε μουσική, η αποτύπωση και αναπαραγωγή μιας αίσθησης ονείρου. Επίσης ο Γιώργος μπορεί να ακούσει ένα τριζόνι και να κάτσει μετά να φτιάξει μια ολόκληρη ηχητική κατάσταση για να αποτυπώσει την αίσθηση που του έκανε το τριζόνι (μιλάμε για παράνοια ώρες-ώρες). Ωστόσο κάποιες φορές ο στίχος θα "μιλήσει" από μόνος του και θα υποβάλει μια μουσική φράση - αυτό συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό, τώρα που φτιάχνουμε καινούρια τραγούδια. Σε κάποιες περιπτώσεις, πρώτα φτιάξαμε ένα "ρεφρέν" με βάση κάποιους στίχους του Κωνσταντίνου, από αυτούς που σου τρυπάνε το μυαλο και την καρδιά και ξέρεις ότι πρέπει να ειπωθούν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, με μία πολύ συγκεκριμένη μελωδία. Και μετά, πάνω σε αυτό, χτίζεται ολόκληρο το κομμάτι. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία.
- Ο ελληνικός στίχος έχει αρχίσει να αποκτά μεγαλύτερη παρουσία στη δουλειά σας. Πείτε μου ειλικρινά, τι σας οδήγησε σ' αυτήν την επιλογή;
Γ: Η ανάγκη να μιλήσουμε πιο άμεσα. Και η επιθυμία να πειραματιστούμε με τους ήχους της μητρικής μας γλώσσας. Ο ελληνικός στίχος είναι μια πρόκληση, δεν μπορείς να κρυφτείς νοηματικά και συναισθηματικά όταν τραγουδάς στην γλώσσα σου, κατανοείς και ταυτίζεσαι πολύ πιο άμεσα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το συζητήσαμε με τον Κωνσταντίνο και γεννήθηκε το πρώτο ελληνόφωνο τραγούδι μας, το "Κρυφό".
Ε: Είχαμε γράψει και πέρυσι άλλο ένα τραγούδι στα ελληνικά, που λέγεται "Η Παιδική Μας Ηλικία", στα πλαίσια της μουσικής που είχαμε συνθέσει για την θεατρική παράσταση "Αλιγάτορες", ωστόσο δεν το έχουμε συμπεριλάβει στα setlist των live μας.
- Η live εμπειρία σας είναι φορτισμένη με ένταση και ενεργητικότητα. Πώς βιώνετε εσείς την επαφή με το κοινό σε σχέση με τη διαδικασία στο στούντιο;
Γ: Η ώρα του live είναι κάτι το μαγικό, βασικά για αυτήν την ώρα γίνονται όλα... η σύνθεση, οι πρόβες, οι ατελείωτες ώρες ψαξίματος των ήχων, των οργάνων...όλα! Και όπως όλα τα μαγικά στην ζωή, κρατάει όσο μια αστραπή. Και μέσα σε αυτήν την αστραπή χωράνε τα πάντα, τα συναισθήματα, το μοίρασμα τους με άλλους ανθρώπους, είναι μια τελετουργία που επιδιώκουμε να βιώνουμε όσο περισσότερο μπορούμε και όταν συμβαίνει ένα καλό και δυνατό live, με ενέργεια που να ρεει αβίαστα, το συναισθημα είναι πολύ όμορφο και δυνατο.
Ε: Κι εγώ το ίδιο νιώθω για τις συναυλίες. Αλλά ως προς το στούντιο... Eδώ είναι το μόνο σημείο που το χάσμα μεταξύ μας είναι ανυπερβλητο! Ο Γιώργος είναι πολύ άνετος και γρήγορος στο στούντιο, επίσης τον εμπνέει η διαδικασία της ηχογράφησης και συνήθως κάνει πράγματα που αλλιώς τα είχε σχεδιάσει και αλλιώς του βγαίνουν εκείνη τη στιγμή, και σχεδόν πάντα είναι πιο κατάλληλα και λειτουργικά για το κομμάτι. Ενώ εγώ αγχώνομαι τρομερά με την διαδικασία της ηχογράφησης, δυσκολεύομαι να αποτυπώσω την αίσθηση που έχω για ένα κομμάτι, όταν "πρέπει" να το κάνω μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο και συνθήκες. Τελοσπάντων, κάνω την καρδιά μου πέτρα και μπαίνω στο στούντιο όταν έρχεται η ώρα. Xίλιες φορές οι πρόβες και τα λάιβ και η διαδικασία σύνθεσης της μουσικής, χωρίς το άγχος του να την καταγράψεις.

- Θυμάστε κάποιες πιο καθοριστικές στιγμές που έχετε ζήσει μέχρι τώρα στη σκηνή;
Γ: Σε συναυλία στο Ανόβερο πέρυσι, κάποιοι άνθρωποι χόρευαν και τραγουδούσαν τους στίχους με κλειστά μάτια και φαίνονταν εκστασιασμένοι, αυτό ήταν πολύ συγκινητική και σημαντική στιγμή για μας.
Ε: Και φέτος τον Ιούνιο στην Λειψία, στο Wave Gotik Treffen, όταν έπαιζε ο Γιωργος στο theremin, μια κοπέλα έκλαιγε, μας μίλησε και μετά όταν τελείωσε το λάιβ, για το πόσο την άγγιξε συναισθηματικά. Για αυτές τις στιγμές είναι που κάνουμε μουσική.
- Λοιπόν, για πάμε στα δύσκολα... Εάν έπρεπε να συνοψίσετε το όραμα των Incirrina σε μια φράση, ποια θα ήταν;
Γ: Δημιουργία και συνύπαρξη.
Ε: Δύσκολη ερώτηση, θα μας πάρει πολλές ώρες για να καταλήξουμε κάπου. Ποτέ δεν το είχαμε σκεφτεί πριν, το να εκφράσουμε με μία φράση, όλα αυτά που νιώθουμε, σκεφτόμαστε, ονειρευόμαστε, πράττουμε. Το όραμά μας είναι μια ουτοπία που μπορεί να πραγματωθεί. Να ζει κανείς την στιγμή, με απέραντη ενσυναίσθηση, να δημιουργεί, να μοιράζεται αυτά που δημιουργεί με τους άλλους και να συντονίζονται οι άνθρωποι, όπως σε ένα λάιβ. Θα θέλαμε να παίξουμε μουσική συγκλονιστικά όμορφη, εννοώ την ομορφιά εκείνη που σε κάνει να θες να κλάψεις, να ουρλιάξεις, να χορέψεις, να κυλιστείς στο γρασίδι, να βγεις γυμνός στους δρόμους και να τρέχεις, και όλα αυτά ταυτόχρονα. Μια μουσική όπου η Αντίληψη και η Αίσθηση γίνονται Ένα, ο χρόνος και το "Εγώ" καταργούνται, και ένας τεράστιος Έρωτας για όλο το σύμπαν σε κατακλύζει (να, ορίστε, ένα σωρό λέξεις χρειάστηκαν τελικά..). Τέλος πάντων, πολύ απλά, έχουμε νιώσει αυτό το ωκεάνιο συναίσθημα με μουσικές άλλων ανθρώπων και θα θέλαμε να το νιώσουμε και με την δική μας μουσική, αυτό είναι.
- Αυτό που μπορεί να λέμε σήμερα «σκοτεινή» ελληνική σκηνή φαίνεται να ανθίζει τα τελευταία χρόνια, αλλά παρόλα αυτά αντιμετωπίζεται ως περιθώριο. Πιστεύετε πως αυτό το περιθώριο είναι κατάρα ή μήπως κρύβει μια δύναμη ελευθερίας;
Γ: Αν και αυτός ο όρος χωράει μεγάλη συζήτηση - γιατί η κυρίαρχη κουλτούρα δεν αφήνει τίποτα όρθιο και ακόμα και το "περιθώριο" έχει εν πολλοίς υποστεί αφομοίωση και εξουδετέρωση του χαρακτήρα του - το να κινείσαι σε αυτό είναι ελευθερία. Δεν σε δεσμεύουν κανόνες ως προς το τί να κάνεις, πώς, πότε, με ποιούς συνεργάτες, ούτε τίθενται εξωτερικές προϋποθέσεις και περιορισμοί, πέρα από αυτές που επιλέγει το ίδιο το άτομο να θέσει στον εαυτό του. Σε πιο εμπορικά και mainstream είδη, ο καλλιτέχνης μπορεί, κάποιες φορές, να γίνει δέσμιος πολύ δυσάρεστων καταστάσεων. Και στην τελική, είναι και θέμα αισθητικής, το πού και το πώς επιλέγεις να κινείσαι. Στην Ελλάδα αυτή η άνθιση της σκηνής τα τελευταία χρόνια ειναι πολύ ελπιδοφόρα και προσωπικά με χαροποιεί πάρα πολύ.
- Στην Ελλάδα, μια χώρα με φως, ήλιο και έντονη μεσογειακή κουλτούρα, πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι η «σκοτεινή» μουσική αποκτά όλο και πιο πιστό κοινό; Είναι αντίδραση ή ανάγκη;
Ε: Αυτό το φως και ο ήλιος μας έχουν καταστρέψει! Προσωπικά λατρεύω το χειμώνα και τις βροχές, οπότε υπομένω όχι και τόσο στωικά τα φοβερά ελληνικά καλοκαίρια των τελευταίων χρόνων και τις πληγές που αφήνουν. Η «σκοτεινή» μουσική νομίζω είναι τόσο ανάγκη, για μια επιστροφή σε έναν ήχο πιο συναισθηματικό, πιο εσωτερικό, όσο και αντίδραση απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα, ειδικά όπως την βιώνουμε στην λατρεμένη πολύπαθη Αθήνα.
Γ: Υπάρχουν πολλά άτομα που αντιστέκονται στην ασχήμια που μας περιβάλλει με έναν πιο εσωτερικό τρόπο. Η μουσική αυτού του είδους πάντα ήταν το καταφύγιο ανθρώπων πιο ευαίσθητων ίσως, πιο μοναχικών, πιο εσωστρεφών και ρομαντικών. Και στην εποχή μας δημιουργείται πολύ έντονα η ανάγκη για στροφή σε μια τέτοια μουσική και αισθητική έκφραση.
- Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, μια ελληνική ιδιαιτερότητα σε αυτήν τη μουσική; Κάτι που να τη διαφοροποιεί, ίσως, από αντίστοιχες σκηνές στο εξωτερικό;
Στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλά καταπληκτικά συγκροτήματα του είδους, φαινόμενο μοναδικό αναλογικά με τον πληθυσμό και τις κυρίαρχες μουσικές τάσεις, και επίσης σε αντιδιαστολή με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι χώροι για αυτή τη μουσική (σε αντίθεση με άλλες χωρες του δυτικού κόσμου). Και εδώ είναι που η Death Disco, τόσο σαν χώρος την τελευταία δεκαετία, όσο και με τον θεσμό του Death Disco Open Air Festival, έρχεται να καλύψει αυτή την έλλειψη και να δώσει χώρο έκφρασης σε πολύ σπουδαία συγκροτήματα τόσο του εξωτερικού όσο και της χώρας μας. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, όσο κι αν σε σύγκριση με χώρες της βόρειας Ευρώπης, οι συνθήκες ζωής, εργασίας, ωραρίων, αμοιβών κλπ. στην Ελλάδα είναι δύσκολες έως συχνά αβάσταχτες (τελικά ίσως εξαιτίας αυτών και όχι "παρά" αυτών) τα ελληνικά συγκροτήματα της σκηνής ξεχωρίζουν ως προς την δημιουργικότητα, το ιδιαίτερο ύφος και την εκφραστική δύναμη.
- Το δικό σας σκοτάδι στη μουσική σας είναι τελικά μια αισθητική επιλογή ή ένας τρόπος να φτάσετε πιο κοντά στο φως;
Γ: Χωρίς φως, δεν υπάρχει σκοτάδι, και το αντίστροφο, το ένα προϋποθέτει και εμπεριέχει το άλλο. Επιλέγουμε έναν πιο εσωτερικό και, αν θες, «σκοτεινό» ήχο και τρόπο για να εκφράσουμε ακόμα και «φωτεινά» συναισθήματα, είναι όντως θέμα αισθητικής επιλογής.
Ε: Αν το "φως" είναι ένας τελικός προορισμός, τότε επιλέγουμε το μονοπάτι με τα μαύρα τριαντάφυλλα και τις μαύρες γάτες που οδηγεί σε αυτό.
- Ναι, αλλά σε μια ελληνική κοινωνία που συχνά προβάλλει την επιφανειακή χαρά και τον καταναλωτισμό, τι σημαίνει για εσάς να δημιουργείτε μουσική που «πατάει» σε πιο σκοτεινά και εσωτερικά μονοπάτια;
Γ: Λοιπόν, ίσως μας έχει γλιτώσει από αυτήν την πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας, το γεγονός ότι είμαστε λίγο στον κόσμο μας, δεν ακούμε ειδήσεις από τηλεόραση – αν και έχουμε μια συσκευή μοντέλο του 1975 που παίζει μόνο χιόνια και παράσιτα και την χρησιμοποιούμε σαν φωτιστικό και σαν νανουριστικό. Eπίσης δεν υφιστάμεθα την βία του TikTok, χρησιμοποιούμε τα υπόλοιπα social αποκλειστικά και μόνο για την πρώθηση της μουσικής μας. Οπότε δεν μας πολύ-αγγίζει η φάση αυτή, της προβολής μιας επιφανειακής χαράς και καταναλωτισμού. Αυτά τα εσωτερικά μονοπάτια είναι τα ίδια που βάδισαν οι καλλιτέχνες που μας εμπνέουν, βρίσκονται στους ίδιους μυστικούς κήπους που οραματιζόμαστε και όπου θέλουμε να χανόμαστε περιπλανώμενοι.
- Kαι κάτι τελευταίο, που συνηθίζω να ρωτάω όλους τους συνομιλητές μου... Σήμερα, ο ρόλος της τέχνης, και ειδικά της μουσικής, ποιο είναι; Ειδικά απέναντι στην άνοδο ενός παγκόσμιου συντηρητισμού και μιας κοινωνικής ομοιομορφίας;
Ο ρόλος της, πέρα από το να ευχαριστεί και να ψυχαγωγεί, είναι να αφυπνίζει τους ανθρώπους και, σε κάποιες περιπτώσεις κυριολεκτικά να τους κρατάει ζωντανούς στην εποχή μας, που είναι μια εποχή βαθιάς κρίσης και πισωγυρίσματος. Η μουσική έχει την δύναμη να μεταδίδει μηνύματα αλληλεγγύης, παρηγοριάς, να ταξιδεύει το νου και την ψυχή, να δημιουργεί ονειρικούς κόσμους, και μπορεί να συντελέσει στο να διατηρηθεί μια μικρή ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, όσο και αν η πραγματικότητα δείχνει το ακριβώς αντίθετο.