Φωτ.: Μιχάλης Κυριακίδης

Πριν από πέντε περίπου χρόνια, οι Hekátē παρουσίασαν το πρώτο τους άλμπουμ Μέρες Οργής (La Vida Es Un Mus), με 8 κομμάτια post-punk «λευκού θορύβου» (Don DeLillo) που αποτελούσαν ισάριθμες καταγραφές μιας ολοένα και πιο αφόρητης αστικής καθημερινότητας ∙ από το συλλογικό τραύμα των γεγονότων της μνομονιακής περιόδου η θεματολογία τους επεκτεινόταν σε ζητήματα ταυτότητας, ψυχολογικής σύγχυσης, βιοεξουσίας (Michel Foucault) και θαναπολιτικής (Georgio Agaben), σε μια πόλη που αγαπάς να μισείς. Χωρίς κιθάρες, με επίμονα τύμπανα, με το μπάσο μπροστά και τα σύνθια όχι απλώς να χρωματίζουν αλλά να αναλαμβάνουν άλλοτε καθοδηγητικό ρόλο στην ενορχήστρωση και άλλοτε να παράγουν ήχους απόκοσμους, και με τη φωνή να εναλλάσσει τους στίχους σε ελληνικά και αγγλικά, το Μέρες Οργής αποδείχθηκε ένα άκρως αξιόλογο ντεμπούτο, καθόλα αξιόλογο εντός και εκτός πλαισίου της DIY σκηνής απ’ όπου προήλθε, το οποίο υποσχόταν μια πιο προωθημένη συνέχεια. Η σύνθεση της μπάντας: Βίκυ (τύμπανα), Ίριδα (κήμπορντς), Λυδία (φωνή), Χαρά (μπάσο).

Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες επικοινωνίας που αντιμετωπίζει το γκρουπ, καθώς η Λυδία διαμένει μόνιμα στην Ισλανδία, αυτό το ιδιότυπο «ένα βήμα μπρος-δύο βήματα πίσω» στη στρατηγική, που έλεγε και ο Λένιν, απέδωσε καρπούς. Στην πενταετία που μεσολάβησε μέχρι να φτάσουμε στο δεύτερό τους άλμπουμ, οι Hekátē συζητήθηκαν στους κύκλους του underground χάρη στις λίγες αλλά επιλεκτικές ζωντανές εμφανίσεις τους σε αυτοοργανωμένους χώρους, που πέρα από τη μουσική που προσέφεραν, συνδυάζονταν με ένα ισχυρό, οπτικοακουστικό συλλογικό  πολιτικοκοινωνικό μήνυμα.

Το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας με τον εύγλωττο τίτλο Μαύρη Τρύπα κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο από τη γαλλική φεμινιστική δισκογραφική εταιρεία Mascara Rocks Records. Πιο πλουραλιστικό, πολυνσύνθετο και δουλεμένο συνθετικά και ενορχηστρωτικά σε σχέση με το ντεμπούτο τους, χωρίς όμως αυτό να γίνεται σε βάρος της ορμητικότητας που τις διακρίνει, περιλαμβάνει εννέα κομμάτια που κυμαίνονται από το άμεσο και γκαραζιέρικο "Ricochet" στο "Βουβές Φωνές" που παραπέμπει στο εμπρηστικό punk τύπου Zounds και από το ειρωνικό disco-punk "Service State" στο "Εchoes" που θυμίζει τον νεοκυματικό ήχο της Creep ή ακόμα και μπάντες σαν τους Martha & the Muffins (στο πιο τσαμπουκαλεμένο). Οι στίχοι, πιο επεξεργασμένοι σε σχέση με το ντεμπούτο τους, καταπιάνονται με θέματα όπως η νεοαποικιοκρατία, το διαρκές καθεστώς εξαίρεσης, ο νέος μιλιταρισμός και η στρατικοποίηση των πόλεων, οι κρατικές δολοφονίες, οι ταξικές και έμφυλες ανισότητες. Ωστόσο, αν «κάτω από το κράσπεδο, υπάρχει παραλία», όπως έλεγε και ένα δημοφιλές σύνθημα των αυτόνομων στον γαλλικό Μάη του ’68, τότε στα κομμάτια των Hekátē κάτω από τη ζοφερή ατμόσφαιρα διαφαίνεται, αν όχι η ελπίδα, τότε σίγουρα η αποφασιστικότητα των κοριτσιών να κάνουν αυτό που έχουν κάνουν, χωρίς να τις πλακώνει το βάρος. Η δυσφορία και η οργή δεν απολήγουν στην παραίτηση, αλλά τονώνει τη διάθεση για μικρές, προσωπικές αντιστάσεις, που οιωνεί συνενώνονται σε κάτι πιο συλλογικό.

Αρχές Ιούλη, Τρίτη βραδάκι, με το ζέστη να αρχίσει να βαράει κόκκινο, συναντιόμαστε με τη Βίκυ, την Ίριδα και τη Χαρά στην Ίντριγκα, στον πεζόδρομο της Δερβενίων∙ τα τραπέζια στην είσοδο είναι φουλ, μέσα έχει σχετική ησυχία (και δροσερό air-condition), από τα ηχεία εναλλάσσονται John Lee Hooker με διασκευές των Detroit Cobras σε παλιά rhythm ‘n’ blues. Μέσω zoom συντονίζεται μαζί μας και η Λυδία από την Ισλανδία, παραγγέλνουμε μπύρες και η συζήτηση κυλάει αβίαστα.  

Φωτ.: Νανώ Μπόμπορη

- Γιατί επιλέξατε την Εκάτη για το όνομα της μπάντας; Το όνομά της σημαίνει «εργάτρια από μακριά». Χθόνια θεά, η Εκάτη ήταν η θεά της μαγείας, της νύχτας, της σελήνης, των φαντασμάτων…Θεωρείται σύμβολο του woman empowerment σύμφωνα με τις νεοφεμινιστικές αναγνώσεις των μύθων.

Χαρά: Επιλέξαμε το όνομα μετά από αρκετό ψάξιμο. Καταλήξαμε σ’ αυτό λόγω των συμβολισμών του, επειδή εμπεριέχει τη νύχτα, το στοιχείο του κάτω κόσμου, το γεγονός ότι αλλάζει μορφές…Υπάρχει μια ιστορία στις Μεταμορφώσεις της όπου ότι βοηθά τους αδύναμους.   Συμβολίζει επίσης την γυναικεία ενδυνάμωση…όλα αυτά σκεφτήκαμε ότι μας ταιριάξουν.

Βίκυ: Επίσης οι συμβολισμοί των μύθων αυτών μας έδωσαν την ευκαιρία να πειραματιστούμε αισθητικά στα διάφορα εικαστικά.

- Ας δούμε αυτά που σας έφεραν ως εδώ; Πώς γνωριστήκατε, πότε αρχίσατε να παίζετε μαζί; Τι κάνατε μουσικά πριν σχηματιστούν οι Hekátē;

B: Εγώ δεν έκανα κάτι. Είμαι αυτοδίδακτη, προσπαθούσα επί χρόνια να παίξω ντραμς μόνη μου και ο στόχος μου ήταν να βρω κοπέλες για να φτιάξω μια μπάντα, ξεκάθαρα με κοπέλες, για να υπάρχει και μια αλληλεπίδραση πάνω στη σκηνή. Έτσι μετά από αρκετά χρόνια βρήκα τα κορίτσια, αρχικά τη Λυδία που γνωριστήκαμε μέσω του ίντερνετ όπου διάβαζα διάφορα άρθρα της στο Maximum Rocknroll, τη Χαρά μέσω ενός κοινού γνωστού με τον οποίον ακούγαμε παρόμοια μουσική, και την Ίριδα σε ένα live των Cyclothymics. Έπειτα από αυτό το live, της έστειλα ξημερώματα ένα μήνυμα λίγο μεθυσμένο, σε στυλ «γεια σου Ίριδα, δεν με ξέρεις, θα σε ενδιέφερε να φτιάξουμε μια μπάντα;», μου απάντησε στις 10.30 το πρωί, και την επόμενη μέρα βρεθήκαμε να παίζουμε μαζί στο στούντιο. Το πρώτο κομμάτι που τζαμάραμε μαζί ήταν ο “Ψυχαναγκασμός”. Στη συνέχεια, κανόνισα μια συνάντηση μετά την βάρδια μου στην Locomotiva, ήπιαμε μπύρες και γνωριστήκαμε όλες μαζί, και κανονίσαμε την πρώτη μας πρόβα.  

Ίριδα: Εγώ πριν από τις Hekátē πάλευα με τα πλήκτρα και τραγουδούσα λίγο σε μια άλλη μπάντα που έπαιζε περισσότερο garage. Το ενδιαφέρον με τις Hekátē ήταν ότι πέραν από της δικής μου πολύ μικρής εμπειρίας, δεν είχαν παίξει τα κορίτσια πιο πριν μουσική, και έτσι για όλες μας ήταν έντονο το στοιχείο του πειραματισμού από την αρχή. Δεν υπήρχε δηλαδή κάποια προηγούμενη εμπειρία, ήταν κάτι εξαρχής πρωτόλειο.   

Λυδία: Αρχικά ασχολήθηκα με ό,τι μπορούσα σε σχέση με την μουσικής. Έγραφα σε μουσικά φανζίν, ήμουν στην ομάδα που τρέχαμε το αυτο-οργανωμένο συναυλιακό υπόγειο Καταραμένο Σύνδρομο, έκανα δικό μου μουσικό φανζίν (Nowhere), μετά ήμουν αρχισυντάκτρια στο πανκ φανζίν Maximum Rocknroll στο Σαν Φρανσίσκο (2012-2015), πολλές συνεντεύξεις, άπειρες δισκοκριτικές, ραδιοφωνικές εκπομπές. Δουλειά σε δισκάδικα, με διανομή δίσκων, και από το 2016 κάνω δικιά μου μουσική εκπομπή (και ενιότε παίζω DJ set) ως Storm Stereo. Πάντα ήθελα να παίξω σε μπάντα αλλά, επειδή δεν παίζω κάποιο όργανο, θεωρούσα πως δεν μπορούσα – πολύ αντί-πανκ! Ευτυχώς ξεπέρασα τα κόμπλεξ μου και πλέον παίζουμε με τις Hekátē.

- Είχατε εξαρχής στο μυαλό σας τη δημιουργία ενός σχήματος αποτελούμενου αποκλειστικά από γυναίκες; Θέλω να πω, ο ίδιος ο σχηματισμός των Hekátē ήταν συγχρόνως και μια δήλωση ταυτότητας στο πλαίσιο των έμφυλων σχέσεων;

Β: Ξεκάθαρα, ξεκάθαρα.

Χ: Ναι. Με μια απλή ματιά θα δεις ότι οι περισσότερες μπάντες στον χώρο του punk αποτελούνται από cis άνδρες. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια αυτό δείχνει να αλλάζει, δημιουργούνται ολοένα και περισσότερες μπάντες από άτομα διαφορετικών ταυτοτήτων (γυναίκες, κουήρ, τρανς).

Ι: Αυτό έχει αρχίζει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Όμως, κατά κάποιο τρόπο και εμείς, η δική μας γενιά εννοώ, μεγαλώσαμε με πατριαρχικά πρότυπα, με την αντίληψη του ότι «εμείς είμαστε κοινό» και όχι για τη σκηνή.

- Κατά πόσο αυτό φανερώνει επιρροές από κινήσεις όπως τα female group του post punk ή τα κατοπινά riot grrrls; Έχετε επηρεαστεί από αυτές τις σκηνές;

X: Μεγάλωσα ακούγοντας μπάντες αυτού του είδους, σαν τις Bikini Kill ή τις L7 και βέβαια τους Sonic Youth που δεν είναι γυναικεία μπάντα, αλλά υπάρχει η πολύ ισχυρή παρουσία της Kim…και θεωρώ ότι φέρνουμε λίγο προς τα εκεί, ειδικά στο ύφος των φωνητικών. Περισσότερο όμως η επιρροή δεν είναι άμεσα μουσική, όσο οπτική, στυλιστική, η συνολική τοποθέτηση και ενέργεια που βγάζει η μπάντα. Αν και μουσικά είμαστε λίγο πιο κοντά στον new wave ήχο, σε σχέση με το Riot Grrrl που ήταν πιο hardcore, από την άποψη ότι δεν έχουμε κιθάρα κλπ.

Λ: Σίγουρα! Ειδικά από την στιγμή που γενικά οι γυναικείες παρουσίες στην “σκληρή” ή υπόγεια μουσική (από το πανκ και το ποστ-πανκ μέχρι το μέταλ και το hardcore) ήταν λιγότερες, μου έκαναν και παραπάνω εντύπωση, η ύπαρξή τους και μόνο φαινόταν κάτι το σπάνιο και μαγικό, δυναμικό και ελκυστικό συγχρόνως. Φυσικά η αγάπη ξεκίνησε από πιτσιρίκα, με τα girl groups και τις τραγουδίστριες των ’60s! 

Φωτ.: Αγάπη Κοσσίδου

- Πώς καταλήξατε στο σχήμα τύμπανα/μπάσο/κίμπορντς, χωρίς κιθάρα; Δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά όχι και συνηθισμένο για punk συγκροτήματα.

Χ: Καταλήξαμε λίγο τυχαία. Εγώ έκανα κάποτε κιθάρα όταν ήμουν πιο μικρή, αλλά ήμουν πολύ ανυπόμονη και δεν περίμενα μέχρι να μάθω να παίζω καλά. Είκοσι χρόνια μετά είπα θα το γυρίσω στο μπάσο που είναι γενικώς πιο εύκολο και θα καθίσω να παίξω.

Β: Η ιδέα αρχικά ήταν να παίζει η Λυδία κιθάρα για να είμαστε ένα «κανονικό» συγκρότημα. Αυτό φανταζόμασταν, κιθάρα, μπάσο, τύμπανα… Πήραμε την κιθάρα στην πρώτη πρόβα αλλά δεν μας έκατσε. Από τη δεύτερη-τρίτη πρόβα και μετά αρχίσαμε να δημιουργούμε τα κομμάτια με τα πλήκτρα και το μπάσο, και άρχισε να μας βγαίνει καλύτερα.

Ι: Ήταν και για μένα μια πρόκληση. Μέχρι τότε έπαιζα πλήκτρα, πιο garage. Eδώ άρχισα να πειραματίζομαι με τα synthesizers.

- Η παραπάνω επιλογή στην ενορχήστρωση φανερώνει ίσως επιρροές από μπάντες όπως οι Suicide ή οι Gang of Four; Άλλο ένα γκρουπ που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι Electrelane, χωρίς τόσο έντονο cinematic στοιχείο…

Ι: Γενικά, ήταν όπως είπαμε όλο λίγο αυθόρμητο γιατί καμιά μας δεν ήξερε αρχικά να παίζει καλά το όργανό της, οπότε πειραματιστήκαμε πάρα πολύ.

Χ: Παίζει ίσως πολύ  ρόλο ότι έχουμε πάνω-κάτω κοινά ακούσματα…

I: Και επίσης πολλά ακούσματα πλέον. Αυτό έχει σημασία. Όταν γνωριστήκαμε δεν ήμασταν είκοσι χρονών, εγώ ήμουν ήδη τριανταπέντε, όλες ασχολούμασταν με τη μουσική από μικρή ηλικία, είχαμε ακούσει αρκετά πράγματα, τα οποία φέραμε στον ήχο της μπάντας.

Χ: Επίσης τα ακούσματα ήταν κοινά αλλά και συγχρόνως πολυποίκιλα. Για παράδειγμα η Ίριδα ακούει και κλασική μουσική.

- Φαίνονται εξάλλου οι επιρροές από Μπαχ…

Ι: Ισχύει αυτό. Ο Μπαχ είναι ο αγαπημένος μου, ναι.

Χ: Εγώ είχα και κάποια metal και dark/wave ακούσματα. Πολύ πιο παλιά, άκουγα κυρίως indie, παρά πολύ Placebo, αλλά και Suede, Blur κλπ. 

Λ: Οι Suicide είναι από τις αγαπημένες μου μπάντες! Η ποικιλία στα γούστα μας νομίζω “ξεκλείδωσε” άλλο ήχο. Μεταξύ μας ακούμε τα πάντα: ολόκληρο το φάσμα της κιθαριστικής μουσικής, και από κλασική, τζαζ και πειραματική ηλεκτρονική μέχρι ελληνική και παγκόσμια παραδοσιακή μουσική. 

- Η punk σκηνή είναι σίγουρα cis ανδροκρατούμενη. Όμως και ο φεμινισμός που προβάλλεται επιλεκτικά στον δημόσιο λόγο, δεν είναι υπερβολικά θεσμικός; Θέλω να πω, ότι είναι αποκομμένος από συναφή ζητήματα όπως το ταξικό, το φυλετικό κλπ. Σας απασχολεί η σύνδεση με μορφές και κινήσεις πιο διαθεματικού και μαχητικού φεμινισμού;

Ι: Αυτό είναι πολύ σημαντικό ζήτημα. Ναι, θα μπορούσες να πεις ότι επικρατεί ένας εμπορευματοποιημένος φεμινισμός, επομένως σήμερα είναι αναγκαίες όσο ποτέ φωνές όπως αυτές της Audre Lorde, που έλεγε από παλιά «παιδιά, ωραία είναι αυτά που λέτε, μην ξεχνάτε όμως ότι εσείς είστε λευκές και δεν μπορείτε να καταλάβετε την καταπίεση που δεχόμαστε εμείς οι μη λευκές». Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να το δει κανείς συνολικά, διαθεματικά, να μην εστιάζει μόνο στο φύλο και να μην αντιμετωπίζει τη γυναίκα μόνο ως θύμα. Ο κάθε άνθρωπος έχει πολλές ταυτότητες, μία από αυτές είναι το φύλο, αλλά εξίσου σημαντικές είναι η φυλετική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η τάξη. Σαφώς μας ενδιαφέρει αυτό. Δεν είναι πάντα εύκολο να μιλήσεις για πράγματα και καταστάσεις που δεν έχεις βιώσει η ίδια, αλλά πάντα πρέπει να τα έχουμε στο μυαλό μας. 

X: Πράγματι επικρατεί μια εμπορευματοποιημένη μορφή φεμινισμού, ενώ ο φεμινισμός κανονικά θα έπρεπε να περιλαμβάνει και άλλα ζητήματα όπως τις ταυτότητες, την τάξη, τη φυλετική καταγωγή, ενώ υπάρχουν και πολλές εσωτερικές διαιρέσεις και διασπάσεις…Εμείς από την πλευρά μας δεν επιδιώκουμε να αναλάβουμε κάποιο ρόλο σ’ αυτό το πλαίσιο, απλώς προσπαθούμε να εκφράσουμε μέσα από τη μουσική μας αυτά που συμβαίνουν γύρω μας σαν γυναίκες και σαν εργαζόμενες στη χώρα αυτή.  

Ι: Προφανώς πρέπει να ενδιαφερόμαστε για την καταπίεση που υφίστανται οι άλλοι λόγω της τάξης ή της φυλής τους, αλλά, ας μην ξεχνάμε, ότι ακόμα και στη δική μας γενιά επιβιώνουν πατριαρχικά πρότυπα με τα οποία έχουμε ανατραφεί και αναπόφευκτα μας επηρεάζουν και πρέπει συνεχώς να αντιπαλεύουμε εσωτερικά.

Β: Συνοπτικά, είμαστε φεμινίστριες, δεν είμαστε υπέρ της εμπορευματοποίησης. Ο καθένας έχει τον τρόπο του πως να κινηθεί πολιτικά. Η επιλογή μας να φτιάξουμε μια γυναικεία μπάντα αποτελεί τη δήλωσή μας ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό προς αυτή την κατεύθυνση.

Λ: Σίγουρα μας απασχολεί. Άλλωστε ο φεμινισμός είναι ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο αναλύεται κριτικά η καθημερινότητα. Στις μέρες μας πλέον υπάρχουν πολλά είδη φεμινισμού και πολύς κόσμος απορεί τί ακριβώς σημαίνει τελικά ο όρος. Προσωπικά προσπαθώ να σημειώνω την διαφορά μεταξύ π.χ. του ριζοσπαστικού, διαθεματικού φεμινισμού και του νεοφιλελεύθερου φεμινισμού – που τον δεύτερο τον έχει αφομοιώσει ο καπιταλισμός ώστε να μην αποτελεί απειλή για το κατεστημένο, και αντίθετα να το υπηρετεί. Τα συστήματα του καπιταλισμού και της πατριαρχίας φυσικά και επωφελούνται το ένα από το άλλο. Όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί άλλωστε. Οπότε, π.χ., ο ιμπεριαλισμός, ο φασισμός, η σύγχρονη αποικιοκρατία, η βιομηχανία του πολέμου, η κλιματική κρίση και ο κλιματικός ρατσισμός, η ιδιωτικοποίηση φυσικών πόρων, η καταπίεση μειονοτήτων, γυναικών, κουήρ και τρανς ανθρώπων, η στοχευμένη διάλυση σωματείων, η εγκληματοποίηση της φτώχειας…όλα είναι συνδεδεμένα. Για μένα, ο φεμινισμός επιδιώκει, με θεωρία και πράξη, την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων σωμάτων. 

Φωτ.: Γιώργος Αργυρόπουλος

- Οι δίσκοι σας κυκλοφορούν από την Mascara Rocks Records, φεμινιστικό label με έδρα το Παρίσι. Πώς ήρθατε σε επαφή;

X: Με τη Victoria ήμασταν φίλες στο Instagram και ανταλλάξαμε μπλουζάκια – μου ζήτησε ένα των Hekátē κι εγώ της ζητησα ένα απο μια tribute band στους Devo που έχει φτιάξει και λέγεται Oh No! It’s Diva! Κρατήσαμε σχέσεις και κάποια στιγμή μου είπε ότι φτιάχνει ένα φεμινιστικό label. Ήξερε ότι ετοιμάζουμε δεύτερο δίσκο και με ρώτησε αν θα θέλαμε να το βγάλει σε κασέτα. Της είπα ότι δεν είχαμε κανονίσει με κάποιον άλλον για κυκλοφορία δίσκου και τότε ενδιαφέρθηκε να κυκλοφορήσει αυτή το LP. Ήρθε το Πάσχα στην Αθήνα και την φιλοξενήσαμε, γνωριστήκαμε καλύτερα, μας είδε και στο live μας στο Αλτάι και έτσι προχωρήσαμε στη συνεργασία. Μας κανόνισε στη συνέχεια τρία live στη Γαλλία για τον προσεχή Οκτώβριο, στο Παρίσι, το Μπορντό και τη Ρεν. Είναι μια από τις καλές περιπτώσεις γνωριμιών στα σόλιαλ-μίντια, το να γνωριστούμε με ένα άτομο που θα μπορούσε να είναι μία από εμάς. Θα μπορούσε να είναι η Ίριδα και το δικό της label, η Είσοδος Κινδύνου.

- Το γκρουπ διαπνέεται από την αισθητική και το ήθος του DIY. Σας απασχολεί το να καταφέρετε κάποια στιγμή να εμπλακείτε περισσότερο στην παραγωγή και στη διανομή των δίσκων σας, να ελέγξετε τα μέσα παραγωγής που λέμε και εμείς οι μαρξιστές;

Χ: Το έχουμε συζητήσει αυτό, αλλά όλες δουλεύουμε fulltime το πρωί, η Λυδία μένει μόνιμα στο εξωτερικό, οπότε τίθεται θέμα χρόνου.

Ι: Ο πρώτος δίσκος βγήκε κάπως εύκολα από την La Vida Es Un Mus, που είναι δικτυωμένη στο πανκ κύκλωμα, όμως θέλαμε κάτι διαφορετικό για τον δεύτερο. Δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε μόνες μας ή στο label που έχω μαζί με τον σύντροφό μου, την Είσοδο Κινδύνου, θέλει πολύ τρέξιμο και δεν υπάρχει ο χρόνος αυτή τη στιγμή. Το σημαντικό είναι ότι βρέθηκε ένα label με τον άνθρωπο του οποίου νιώθουμε καλά και γίναμε φίλες μαζί της.

Β: Το είχαμε σκεφτεί να είναι τελείως DIY. Να τα έχουμε όλα στα χέρια μας και να μην εξαρτόμαστε από κανέναν. Όμως το θέμα της απόστασης και το ότι βρισκόμαστε πολύ σπάνια και οι τέσσερις δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες. Φαντάσου ότι ηχογραφήσαμε ένα ντέμο στο DIY studio που συμμετείχαμε για χρόνια, με σκοπό αυτό να κυκλοφορήσει με κάποιο τρόπο αργότερα. Τελικά, η δυσκολία της απόστασης και εν τέλει στην επικοινωνία, μάς απέτρεψε να τολμήσουμε να κάνουμε κάτι τελείως DIY.

Λ: Επιχειρούμε, όσο γίνεται, να δρούμε σε DIY πλαίσιο, με συνεργασίες με φίλους. Η συνεργασία είναι και ένας από τους στόχους του DIY. Η δημιουργική συνδημιουργία, η ανάπτυξη μιας κοινότητας, η αλληλεγγύη, αλληλεπίδραση ή και αντίσταση μέσα από την συλλογική δράση. Φαντάζομαι ότι η χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο άλμπουμ έχει να κάνει με αντικειμενικούς παράγοντες, όπως η απουσία της Λυδίας που ζει στο εξωτερικό. Πώς αντιμετωπίζετε γενικά αυτό το ας πούμε χάντικαπ; Εννοώ ότι οι μπάντες συνήθως γίνονται καλύτερες μέσα από ατελείωτες πρόβες και στα live.

Χ: Σε πολλά από τα λάιβ μας δεν έχουμε καταφέρει να προβάρουμε πρώτα όλες μαζί! Συνήθως όταν έχουμε κάποια live σερί, αντιμετωπίζουμε το πρώτο ως πρόβα τζενεράλε. Έχει πάει αργά, έχει πάει δύσκολα, αλλά επειδή μας αρέσει πάρα πολύ δεν τα παρατάμε. Οι υπόλοιπες τρεις κάνουμε συχνά πρόβες και κρατάμε άπειρα ηχητικά αρχεία τα οποία στέλνουμε στη Λυδία…και κάπως έτσι τσουλάνε αργά τα πράγματα, αλλά τσουλάνε. Βελτιώνονται. Πιστεύω ότι ο δεύτερος δίσκος έχει μεγάλες διαφορές σε σχέση με τον πρώτο, προς το καλύτερο, συνθετικά, εκτελεστικά, ενορχηστρωτικά, σε θέμα χημείας μεταξύ μας. Είναι πολύ πιο πλούσιος.

Λ: Μία φορά, έπειτα από 2 ημέρες ταξίδι, πήγα απ΄το αεροδρόμιο κατευθείαν στο λαιβάδικο και τις βρήκα επί σκηνής στο sound check! Οπότε έχουμε γίνει τσακάλια στο line check! Άμα έπαιζα τύμπανα ή μπάσο δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω εξ αποστάσεως, οπότε νιώθω πολύ τυχερή που συνεχίζουμε, έστω και με πιο αργό ρυθμό. Σίγουρα είναι πιο δύσκολα τα διαδικαστικά στην επικοινωνία μας (άπειρα email, πολλά Zoom, χίλια αρχεία στο κοινό Drive, επαφή πάντα μέσα από μία αναθεματισμένη οθόνη!) αλλά, επειδή έχουμε αληθινή φιλία και αγάπη μεταξύ μας, ξεπερνάμε τις δυσκολίες. Όποτε καταφέρνουμε και πατάμε το ίδιο χώμα, το ζούμε και το εκτιμούμε χίλιες φορές παραπάνω. 

Φωτ.: Γιώργος Αργυρόπουλος

- Ποιες είναι οι «Άλλες Ταυτότητες» στις οποίες είχατε αφιερώσει το πρώτο σας άλμπουμ, το Μέρες Οργής;

Β: Είναι τα κουήρ άτομα, είναι τα τρανς άτομα, είναι τα άτομα που δεν έχουν βρει χώρο να εκφραστούν, είναι καθετί το διαφορετικό.

Λ: Με αυτή την αφιέρωση θέλαμε να δώσουμε έναν μικρό φόρο τιμής σε όλα τα άτομα που συνεισέφεραν και συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην παγκόσμια ανεξάρτητη πανκ σκηνή, κι ας μην είχαν την αναγνώριση ή τον χώρο που μπορεί να τους αξίζει. Το ότι, π.χ. οι Sex Pistols έχουν υπογραφεί ως “οι δημιουργοί του πανκ” δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες, οι μαύροι, οι λατίνο, οι queer, τα κατά κοινωνίαν φρικιά, και γενικά οι άνθρωποι άνευ κατηγοριοποίησης, στα παρασκήνια ή στα περιθώρια της σκηνής, δεν βοήθησαν στην οικοδόμηση του ήχου και του ήθους από τις αρχές του. Συχνά την αναγνώριση την απολαμβάνουν όσοι έτυχε να καταγραφούν στα βιβλία της ιστορίας. Σίγουρα στο πανκ και στο hardcore κυριάρχησαν οι ετεροφυλόφιλοι, λευκοί cis άντρες, αλλά μην ξεχνάμε πως οι διαφορετικές ταυτότητες, η διαφορετικότητα η ίδια, ήταν και πάντα θα είναι θεμέλια λίθος του πανκ. 

- Ο τίτλος εκείνου του δίσκου αντανακλά την κατάσταση που βιώσαμε κατά τη μνημονιακή και πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο;

Ι: Σε έναν βαθμό ναι, σε έναν άλλον όχι μόνο. Δεν έχουν να κάνουν στενά με αυτή την κατάσταση.

Χ: Το “Καλοκαίρι 2018” για παράδειγμα είναι σαφές ότι μιλάει για την καταστροφή στο Μάτι. Κάτι το οποίο μπορεί να μεταφερθεί σε όλα τα καλοκαίρια πλέον…Και το “Crisis” αναφέρεται στην κλιματική αλλαγή. Από την άλλη το “Καταραμένο Σύνδρομο” μιλάει για φίλους που έφυγαν.

Λ: Όταν ήμουν 9 χρονών, χάσαμε το σπίτι μας σε πυρκαγιά. Μετά από αυτό, κάθε καλοκαίρι σφίγγεται η καρδιά μου με τις φωτιές. Το 2018, ήμουν κι εγώ με την οικογένειά μου στο Κόκκινο Λιμανάκι στο κάμπινγκ κι από τύχη φύγαμε το βράδυ πριν την φονική φωτιά. Η καταστροφή της φύσης, η πολιτική αυθάδεια, η κρατική βία, το αίσθημα αδικίας και αδιεξόδου… με κρατούν ξύπνια τα βράδια – ακόμα και τώρα που μένω 5000 χμ από την Ελλάδα. Η μουσική μας είναι ένας τρόπος να διαχειριστούμε αυτή την παράνοια.

- Χρησιμοποιήσατε επίσης field recordings.

Χ: Στο “Καλοκαίρι 2018” το field recording είναι από τους Πυροσβέστες στο Μάτι από αρχείο ειδήσεων. Τα ηχητικά κολάζ έχει επιμεληθεί η Λυδία, η οποία τρέχει ένα προσωπικό project με field recordings με τον τίτλο ΨΗΧΟΣ.

Λ: Το “Αθήνα” είναι ένα συμπυκνωμένο αφήγημα για την ζωή στην Αθήνα. Αντιφάσεις μεταξύ ήχων από ταβέρνες και παιδικές χαρές και ήχων από τζαμαρίες που σπάνε, κρότου λάμψης, πανικοβλημένο κόσμο. Περιέχει ηχογραφήσεις πεδίου που ηχογράφησα μόνη μου στους δρόμους της Αθήνας, ένα ρεμπέτικο του αγαπητού Μάρκου Βαμβακάρη, αλλά και αρχειακό υλικό από ραδιοφωνικές ειδήσεις και τηλεοπτικά πλάνα αστυνομικής βίας, διαδηλώσεων κ.α..

- Στον δεύτερο δίσκο, στο “Heavenly Howler” καταπιάνομαι λίγο με την ακουστική οικολογία και κείμενα του R. Murray Schafer και Bernie Krause, μεταξύ άλλων, και το χάος της πόλης αντικαταστείτε από τους φυσικούς και βιομηχανικούς ήχους που βρίσκεις σε ένα ψαροχώρι 40 χμ από τον Αρκτικό Κύκλο: θαλάσσια κύματα, το βούισμα της καταστροφικής μηχανότρατας, η κραυγή από ένα Παγοβούτι, το τρίξιμο μετάλλων από τα εργαστήρια καραβιών, πάγος που σπάει, η ιχθυόσκαλα…μία ηχητική καταγραφή του θορυβοποιού ανθρώπου μέσα στην ηρεμία της φύση. Ακούγονται επίσης φωνές και θόρυβοι στην εισαγωγή. Είναι από πορείες υποθέτω;

Β: Το “Αθήνα” ξεκινάει με ήχους από μια καρδιά που χτυπάει, ήχοι από αστυνομικά οχήματα και ασυρμάτους, ήχοι από πορείες, θόρυβοι από την καθημερινότητα και το άλμπουμ τελειώνει ξανά με τους ήχους μιας καρδιάς. Είναι κάτι το αγχωτικό. Σαν να σου λέει ότι «η Αθήνα θέλει να σε αγχώσει».

- Πού αναφέρεται ο τίτλος Μαύρη Τρύπα του δεύτερου δίσκου;

X: Ήταν ένας τίτλος που τον σκεφτόμασταν καιρό χωρίς να έχουμε ακόμα καταλήξει κάπου. Νομίζω ότι εκφράζει αυτό που δείχνουν οι φωτογραφίες του εξωφύλλου. Κάποια σημεία της Αθήνας, με την ιστορία που κουβαλάνε, όπου η καθημερινότητα σε ρουφάει σαν Μαύρη Τρύπα.

Ι: Θεωρούμε ωστόσο ότι ως τίτλος το Μαύρη Τρύπα μπορεί να ακούγεται βαρύ και καταθλιπτικό, έχει όμως και λίγο τσαμπουκά, δείχνει ότι υπάρχει κάτι που αντιστέκεται σε όλα αυτά.

B: Ναι, είναι σαν να λέμε «είμαστε εδώ ακόμα και αγαπάμε αυτή την πόλη παρά τα ζόρια». Είναι χαρακτηριστική γι’ αυτό μια από τις φωτογραφίες του εξωφύλλου που δείχνει μια παρέα να φεύγει από ένα live.

- Η σχέση αγάπη-μίσους είναι κάτι πολύ δυνατό…

Β: Ναι, σε κάνει να θέλεις να κλάψεις αλλά και να πολεμήσεις, και πάμε πάλι!  

- Στο θέμα των στίχων, νομίζω ότι υπερβαίνετε τον απλώς οργισμένο ή καταγγελτικό λόγο, που συναντάμε συνήθως στα γκρουπ του είδους. Θα έλεγα ότι στον βαθμό που επιτρέπει η φόρμα του τρίλεπτου τραγουδιού, στους στίχους αναπτύσσετε σχήματα που φανερώνουν ότι έχει προηγηθεί θεωρητική επεξεργασία, η οποία έχει προέλθει ύστερα από αρκετό διάβασμα. Τι διαβάζετε αυτόν τον καιρό και ποιοι συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα, λογοτέχνες ή θεωρητικοί;

I: Υπάρχουν πολλά διαφορετικά εναύσματα εδώ από πράγματα που έχουν επηρεάσει την καθεμιά μας, όμως τους στίχους τους γράφει βασικά η Λυδία.

Λ: Ευχαριστώ πολύ για τα ωραία σχόλια! Με λίγες εξαιρέσεις, όπως το "Ricochet", συνήθως μου παίρνει εβδομάδες ή και μήνες να τελειώσω στίχους. Πάντα έχω αρκετά πηχτά νοήματα που θέλω να μεταδώσω, άρα γίνεται σκληρή εσωτερική αναζήτηση και τα κομμάτια όλα περνάνε πολύ “χτένισμα,” που μου έλεγε ο κάποτε δάσκαλός μου Μάρκος Φράγκος. Αν θα μου επιτραπεί να παραφράσω τον Καρυωτάκη, τα λόγια μου θέλω να έχουν ουσία, η σιωπή μου μια σημασία. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Καμύ, ο Μάρκος Αυρήλιος, o Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν, οι Μπητ συγγραφείς, o Χάντερ Σ. Tόμσον, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η ποίηση (είτε μιλάμε για Βιρτζίνια Γουλφ ή Τζόνι Κας) από μικρή με συνεπήραν. Όταν ήμουν 12, διάβασα από τον πατέρα μου κάτι που (ανακάλυψα δεκαετίες αργότερα) το είχε πει ο Τζον Κέιτζ: το κάθε τί είναι μία γιορτή του τίποτα που το υποστηρίζει. Ακόμα το σκέφτομαι!  

Φωτ.: Αγάπη Κοσσίδου

- Στην εξαιρετική συνέντευξη που παραχωρήσατε στο περιοδικό Lung και στην Χριστιάνα Στυλιανού, αναφερθήκατε στον Επαναστατημένο Άνθρωπο του Καμύ, ειδικά στην ιδιότυπη ερμηνεία του πάνω στον Μύθο του Σίσυφου: «θα πρέπει να σκεφτόμαστε τον Σίσυφο ευτυχισμένο»;  Πώς το αντιλαμβάνεστε αυτό το σχήμα; Ένας μεγάλος θεωρητικός της κομμουνιστικής ανανέωσης, ο Αντόνιο Γκράμσι, έχει πει κάτι παρόμοιο, λίγο διαφορετικά: «με την απαισιοδοξία της γνώσης, με την αισιοδοξία της βούλησης…»

Χ: Είναι σαν να λέμε, «είμαστε ακόμα εδώ, δεν αντέχουμε, αλλά δεν φεύγουμε». Είναι λίγο σισύφειο αυτό.

Λ: Όταν έγραφα τους στίχους για το Μαύρη Τρύπα είχα στείλει στα κορίτσια το “Ο Μύθος του Σίσυφου”, ως συμπλήρωμα στις σκέψεις μου για το γκεστάλτ νόημα του δίσκου. Από μικρή με ενδιέφερε η φιλοσοφία και η αστρονομία, οπότε το μυαλό μου ταξιδεύει πολύ προς τα έξω και προς τα μέσα. Απορώ για το νόημα της ζωής, την έννοια της ηθικής ή της δικαιοσύνης, την αναζήτηση της αλήθειας και του εαυτού στην κοινωνία του θεάματος, την ιδεολογία που αποκαλύπτει η γλώσσα, την μηδαμινή χρονικά παρουσία μας στο σύμπαν γενικά…Τί κι αν είναι πάντα φευγαλέο το παρόν, παραμένει το μόνο συνεχές. Και ο Καμύ με βοήθησε ως έφηβη, σε πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου, να συμφιλιωθώ με την ιδέα της ζωής και του θανάτου. Η ύπαρξή μου δεν είναι παρά ένα αποτσίγαρο στον σκουπιδότοπο της ανθρωπότητας, αλλά “μέχρι τον θάνατο είναι όλο ζωή,” που είπε και ο Φόλκνερ, οπότε – ας μπει κι ο Μπέκετ στην παρέα – "Δοκίμασε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα."

- «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Πρέπει να συνεχίσω. Θα συνεχίσω».

Ι: Ακριβώς. Εγώ θα το πήγαινα ακόμα πιο παλιά, όπως έχει γράψει ο Φρόυντ, «ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας». Όσο και αν προσπαθείς, δεν θα γίνεις ποτέ απολύτως ευτυχισμένος μέσα στον πολιτισμό που έχουμε φτιάξει.  Ή όπως είχε πει ο Ερν. Σάμπατο, ο άνθρωπος από τη στιγμή που σηκώθηκε στα δυο του πόδια [….] και έπαψε να είναι ζώο, αλλά ούτε μπορεί να γίνει και θεός […] δημιούργησε τις ρίζες του άγχους και της δυστυχίας του. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια αισιοδοξία σε ό,τι προσπαθούμε.

- Θα μας μιλήσετε για το βίντεο που γυρίσατε για το "Ricochet";

Β: Είναι το πρώτο μας βίντεο-κλιπ. Το σχεδιάζαμε καιρό με τον αγαπημένο μας φίλο Τάσο Γκολέτσο. Δεν το είχαμε ξανακάνει και αρχικά μας φάνηκε λίγο περίεργη αυτή η έκθεση μπροστά στην κάμερα, αλλά θέλαμε να το δοκιμάσουμε. Πέρασε από διάφορα στάδια αλλά εν τέλει καταλήξαμε στο πιο απλό, με εμάς σε ένα υπόγειο να παίζουμε τα όργανά μας και κάποια κοντινά πλάνα. Πήγε πολύ καλά και εισπράττουμε πολύ ωραία σχόλια από ανθρώπους από διάφορες χώρες.

Χ: Νομίζω ότι είναι ταιριαστό με το κομμάτι. Υπάρχει ένα είδος σεναρίου ενώ εμείς παίζουμε live. Το τραγούδι μιλάει για το φαινόμενο του gaslighting (σημ: μια μορφή ψυχολογικής χειραγώγησης και κακοποίησης, όπου ένα άτομο προσπαθεί να κάνει το θύμα να αμφισβητήσει την αντίληψη, τη μνήμη και την πραγματικότητά του). Δεν ξέρω αν έχεις δει την ομώνυμη ταινία, απ’ όπου προήλθε και ο όρος – ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να εξαπατήσει τη σύζυγό του, για να της φάει τα λεφτά, χωρίς όμως να φαίνεται ο ίδιος. Είναι μια κατάσταση που λίγο-πολύ έχουμε βιώσει οι περισσότεροι είτε στις προσωπικές μας σχέσεις είτε στον εργασιακό μας χώρο.

Λ: Ο Τάσος, aka Κάτω Από Την Πατησίων Productions, έχει κάνει ήδη αρκετά βίντεο για μπάντες και μουσικούς της εγχώριας μουσικής σκηνής, και είναι πολύ δημιουργικός με τις ιδέες του, έχει πολύ κοφτερή και πολυ-αναφορική ματιά. Χαρήκαμε τρελά που ήθελε να το κάνουμε παρέα. Κατάφερε από το τίποτα, μόνο με το φως και την απουσία του, να κάνει κάτι το φανταστικό θεωρώ. Το πρώτο του ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, Εκτός Εαυτού, που καταγράφει παρατηρητικά κάποιες παραδόσεις της Βόρειας Ελλάδας, είναι καταπληκτικό και προτείνω ανεπιφύλακτα να το αναζητήσετε!

- Το “Ricochet”, μαζί με το “Echoes”, αποτυπώνουν στον ήχο την εξέλιξη της μπάντας που λέγατε πριν. Ακούγονται πιο καλοδουλεμένα. Ειδικά το δεύτερο μου θύμισε κάπως Martha & the Muffins στο πιο αγριεμένο…Εξίσου όμως με εντυπωσίασαν κομμάτια όπως οι “Βουβές Φωνές” και η “Δίνη” που μου έφεραν στο μυαλό post/punk μπάντες της Crass Rec ή ακόμα και τον νεοκυματικό ήχο της Creep. Πώς φιλτράρατε αυτές τις επιρροές;

Ι: Δεν τις φιλτράραμε. Δεν καθίσαμε να τις σκεφτούμε, βγήκαν κάπως αυθόρμητα. Το “Echoes” ειδικά ξεκίνησε πολύ διαφορετικά και κατέληξε τελείως αλλού. Είναι σίγουρα το κομμάτι που δουλέψαμε πιο πολύ απ’ όλα. Ξεκίνησε με δύο διαφορετικά riff, τελικά αφαιρέσαμε το ένα, γενικά το δουλέψαμε πολύ.

Β: Θα ήθελα να πω ότι στο “Echoes” έχουν δουλευτεί πολύ και οι φωνές. Εκανε και κάποια μαθήματα φωνητικής η Λυδία με την Ρένα (Ρασούλη aka Venus Volcanism) που μένει κι αυτή στο ίδιο χωριό.Φαίνεται ξεκάθαρα η δουλειά που έχει κάνει και η εξέλιξή της, έχει δυο-τρία πατήματα που νομίζεις ότι είναι μια διαφορετική Λυδία, υπάρχουν τρομερές εναλλαγές στο ύφος της.

Χ: Έχει βρει δηλαδή και εκείνη το όργανό της, γιατί κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι τη φωνή σε μια μπάντα, σαν άλλο ένα ξεχωριστό όργανο… Το “Ricochet,” από την άλλη, είναι πολύ πιο εύκολο. Ήταν ένα από τα πρώτα κομμάτια που βγάλαμε μετά τον πρώτο δίσκο. 

Λ: Καποιες μπάντες της Crass Records, και το αναρχοπάνκ γενικά, μου αρέσουν πολύ, οπότε στιχουργικά και στυλιστικά παίζει μία σύνδεση. Αλλά φυσικά, το ελληνικό πανκ αποτελεί την μεγαλύτερη μου έμπνευση για τα ελληνόφωνα κομμάτια. Και σίγουρα, η Ρένα με βοήθησε πολύ – μου έμαθε βασικά να αναπνέω (σωστά), να χαλαρώνω και να το απολαμβάνω!

Β: Το "Ricochet αρέσει περισσότερο γιατί είναι garage. Οι γκαραζάδες ξετρελαίνονται μ’ αυτό!

Χ: Μπορεί να ακουστεί σε στυλ «καμία σχέση», αλλά η εμπνευση για το κομματι μου ήρθε καπου το 2021 καθώς ακουγα Blitz!

Φωτ.: Γιάννης Βούλγαρης

- Τους Blitz του Oi!;

Χ: Ναι, μπορεί να ακούγεται άσχετο, το ξέρω…Με την ευκαιρία, θεωρώ όμως σημαντικό ότι σε όλες μας θυμίζει κάτι το διαφορετικό. Σε αυτή την μπάντα δεν υπάρχει ένας που να θέτει τις κατευθύνσεις, όλα γίνονται συλλογικά.

- Ποια ήταν «η νύχτα επεισοδίων» στην εισαγωγή του «Βουβές φωνές». Πώς εναλλάσσονται η έννοιες της «οργής» και της «στοργής» στην εξέλιξη της αφήγησης;

Χ: Η «νύχτα επεισοδίων» αναφέρεται στο πως παρουσιάζουν συνήθως τα ΜΜΕ τα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας. Έναυσμα για τους στίχους ήταν η μέρα που δολοφονήθηκε ο Ζακ Κωστόπουλος, και πως το συγκεκριμένο γεγονός κανιβαλίστηκε στα ΜΜΕ. 

Β: Το παίζουμε εδώ και δυόμιση-τρία χρόνια στις συναυλίες μας και πάντα υπάρχει μια εισαγωγή όπου η Λυδία εξηγεί ότι το κομμάτι είναι αφιερωμένο στην Zackie Oh. Είναι ξεκάθαρα επηρεασμένο από αυτά που έγιναν εκείνη τη μέρα. Υπήρχε λύπη, θυμός και οργή. Γι’ αυτό και οι στίχοι λένε «τα δάκρυα κυλάνε και οι φωνές αντιλαλούν οργή…στοργή», καθώς το δίπτυχο «οργή-στοργή» είναι κεντρικό σύνθημα σε φεμινιστικές πορείες. Δηλαδή, νιώθουμε οργή γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας αλλά ταυτόχρονα δίνουμε στοργή ο ένας στον άλλον.

- Το "Service State" μιλάει για τρεις από τους κυριότερους πυλώνες επιβολής της νεοαποικιοκρατίας: την τουριστική μονοκαλλιέργεια, τον εκμηδενισμό της ντόπιας παραγωγής προς όφελος της παροχής υπηρεσιών, και το gentrification. Πώς τα βιώνετε στην πόλη που ζούμε;

Λ: Το ρεφρέν το έγραψε όλο η Ίριδα αρχικά, και πάνω σε αυτό πάτησα μετά. Πολλοί ξένοι μπορούν και απολαμβάνουν και καταναλώνουν την φθήνια της Ελλάδας και κάνουν τις διακοπές τους, την τέχνη τους, τον ψηφιακό νομαδισμό τους σε ένα εξευγενοποιημένο χωριό Ποτέμνικ. Κι ενώ οι τουρίστες και “ex pats” βρίσκουν κάτι το εξωτικό, οι ντόπιοι ζουν την σκληρή πραγματικότητα της εξευγενοποίησης. Τα ενοίκια αυξάνονται, οι ντόπιοι πλέον δεν μπορούν να μένουν στην πόλη τους, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν για να ανοίξουν κι άλλα καφέ, χάνεται η ιδιαίτερη ταυτότητα των γειτονιών και η πόλη γίνει ένα λούνα παρκ για τους τουρίστες…

Χ: Ξεκάθαρα. Γινόμαστε μια τουριστική αποικία. Όπως λένε και οι στίχοι: «Come to Greece we have it all! Patriots! Family! Church! Macho Men! Greek Salad!». Είναι μια σαρκαστική εκδοχή του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».

- Δηλαδή κάτι σαν το νέο εθνικό ιδεολόγημα…Βρήκα επίσης πολύ έξυπνη την ιδέα με τη φωνή, που υποδύεται μια αεροσυνοδό που απευθύνεται σε τουρίστες.

B: Ήταν φοβερή η ιδέα της Λυδίας.

- Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις της μπάντας. Τι γίνεται με τα live; Δουλεύτε νέα τραγούδια;

Β: Το επόμενο live καταρχάς… Θα πάμε εμείς να βρούμε τη Λυδία. Στις 2 Αυγούστου θα παίξουμε σε ένα φεστιβάλ, το Norðanpaunk σε ένα χωριό 200 χμ βόρεια του Ρέικιαβικ. Μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μας, τόσο το φεστιβάλ όσο και το ταξίδι στην Ισλανδία, το να κάνουμε όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι. Έπειτα, τον Οκτώβριο έχουμε το τριήμερο στη Γαλλία για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω. Από κει και πέρα, αφού καταφέραμε να βγει κι αυτός ο δίσκος, κάπως έχουν αρχίσει να ρολάρουν τα πράγματα. Θα προσπαθήσουμε να βρισκόμαστε με τη Λυδία μια φορά τον χρόνο για live στο εξωτερικό και μία φορά για live στην Ελλάδα. Θα συμμετάσχουμε επίσης του χρόνου σε ένα φεστιβάλ στα Τρίκαλα.

Λ: Εγώ θα ηθελα να γράψουμε και να ηχογραφήσουμε τα επόμενα κομμάτια μας ως σέσιον, εντατικά, σε ένα Σαββατοκύριακο ας πούμε. Γιατί μου έχει λείψει πολύ η συνύπαρξή μας στο στούντιο, το τζαμάρισμα, η διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης όλες μαζί. Πιθανότατα να επιχειρήσουμε ένα ΕΡ, ως split κυκλοφορία με κάποια άλλη εγχώρια μπάντα. 

- Κάποιο live στην Αθήνα;

Β: Θα θέλαμε να ευνοήσουν οι ημερομηνίες σε σχέση και με τη Λυδία για να παίξουμε κάπου. Το ιδανικό για εμάς θα ήταν κάποιο live, ίσως κάποιο φεστιβάλ, μόνο με γυναικείες συμμετοχές σε κάποιον DIY χώρο. Ιδανικά από τον Σεπτέμβριο, χαλαρά και χωρίς να βιαζόμαστε, οι υπόλοιπες τρεις θα αρχίσουμε πάλι να δουλεύουμε στο στούντιο.

Λ: Σίγουρα κάποιο λαιβ θα κανονίσουμε! Χωρίς την Αθήνα δεν θα υπήρχαν οι Hekátē.

- Σας ευχαριστώ.    

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή