Terselle x Xcellence

Η Terselle και ο Xcellence είναι δύο εξαιρετικά δημιουργικά νέα πρόσωπα που γράφουν και παράγουν ηλεκτρονική μουσική με εσωτερικότητα, συνέπεια και αίσθηση ευθύνης. Τους ανακαλύψαμε μέσω του Athens Music Week και τους ξεχωρίσαμε για την επιμέλεια με την οποία χτίζουν τον ήχο τους με προσοχή, αγάπη για το υλικό και με μια ήσυχη βεβαιότητα. Δεν ακολουθούν τις συμβάσεις, δεν αναζητούν γρήγορα αποτελέσματα, δεν λειτουργούν με βάση τη φόρμα αλλά με βάση το βίωμα. Η μουσική τους μοιάζει με ένα ιδιότυπο ιδίωμα εντός της ελληνικής indie γλώσσας που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, μεταφέροντας συναίσθημα χωρίς να το φωνάζει, με τρόπο που αφήνει χώρο στον ακροατή να μπει και να σταθεί.

- Ποια είναι η Terselle, ποιος είναι ο Xcellence; Συστηθείτε μας, παρακαλώ!

T: Είμαι η Ελίνα. Αυτή η ερώτηση πάντα με δυσκολεύει, γι’ αυτό σε ανθρώπους που δεν γνωρίζω, συνήθως απλώς λέω το όνομά μου χωρίς να συστηθώ παραπάνω. Πιστεύω πως ο καθένας μας έχει πολλές όψεις, που αλλάζουν με τον χρόνο και τους γύρω μας. Εδώ, είμαι singer-songwriter,  αλλά αυτό είναι μόνο μία πλευρά μου.

X: Εγώ είμαι ο Νικόλας. Ξεκίνησα την ενασχόληση με τη μουσική σαν κλασικός κρουστός στα 8 μου αλλά τελειώνοντας τις σπουδές μου, με τράβηξε η παραγωγή και η σύνθεση. Ψάχνω συνεχώς τρόπους να γεφυρώνω το οργανικό με το ηλεκτρονικό.

- Πώς προέκυψε η συνεργασία σας και τι είναι αυτό που σας συνδέει καλλιτεχνικά;

X: Γνωριστήκαμε μέσω του Δημήτρη Λιλή για τους σκοπούς του live session που έκανα πρόσφατα στην ΕΡΤ. Το πάντρεμα αυτό ήταν προφανές για αυτόν, εδώ και πολύ καιρό, και όντως με την Terselle, υπήρξε κατευθείαν μία άμεση επικοινωνία και αμοιβαία εκτίμηση. Πέρα από τις άπειρες κοινές μουσικες επιρροές, αυτό που μας συνέδεσε ήταν νομίζω και η κοινή μας κοσμοθεωρία. Σε μερικά πράγματα είμαστε διαφορετικοί, αλλά ίσως όχι και τόσο. Και σε εκείνες τις στιγμές που συναντιόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, βγαίνει κάτι που δεν θα μπορούσαμε να έχουμε φανταστεί μόνοι μας. Νομίζω πως το "Worthy Of Love" είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Τ: Ναι, κάπως ξέραμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου πριν καν γνωριστούμε από κοντά. Έχουμε παρόμοιο τρόπο σκέψης, τόσο σαν χαρακτήρες όσο και απέναντι στη μουσική βιομηχανία και γενικά στον ρόλο που έχει η τέχνη στη ζωή μας. Αυτή η κοινή αντίληψη, νομίζω, μας έδεσε από την αρχή καλλιτεχνικά.

- Πώς ισορροπείτε τη σχέση σας ως δύο καλλιτέχνες και ως άτομα; Υπάρχουν στιγμές σύγκρουσης ή μαγείας;

Τ: Προσωπικά νιώθω ότι επικοινωνούμε καλύτερα σαν άνθρωποι παρά σαν μουσικοί. Όταν μιλάμε ανοιχτά, χωρίς φίλτρα, υπάρχει χώρος για ειλικρίνεια, γνήσια ανοιχτότητα, μοιραζόμαστε τους φόβους και τις ανασφάλειες. Στη μουσική, εγώ προσωπικά,  είμαι κάπως αυστηρή με τον Νικόλα, παρόλο που δεν γνωριζόμαστε πολύ καιρό, μάλλον γιατί βλέπω σε εκείνον κομμάτια του εαυτού μου που με «τριγγάρουν». Αλλά αυτό μας βοηθά να εξελισσόμαστε, και χωριστά και μαζί. Οι συγκρούσεις υπάρχουν, αλλά φέρνουν και ανακαλύψεις.

Χ: Δεν είναι πάντα εύκολο. Μερικές φορές υπάρχει ένταση, κυρίως γιατί και οι δύο παίρνουμε τη δουλειά μας πολύ προσωπικά. Αλλά όταν αφήνεσαι στη μουσική, τη νιώθεις ή μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον χωρίς λόγια, μόνο με ένα βλέμμα, είναι κάτι μαγικό. Με δύο πλευρές που δεν φοβούνται την υγιή σύγκρουση και παραμένουν ανοιχτές στα ενδεχόμενα, υπάρχει πιστεύω άπειρο potential για στιγμές μαγείας - και σίγουρα είχαμε τέτοιες στιγμές κι εμείς.

- Πόσο σημαντικό είναι για εσάς το ένστικτο στη στιγμή της συγχρονισμένης δημιουργίας; Υπάρχουν περιθώρια για πειραματισμούς στις ζωντανές εμφανίσεις σας;

Τ: Σπάνια με εντυπωσιάζει η κλασική, συντηρητική φόρμα μιας εμφάνισης. Θα ήθελα ιδανικά να μετατρέπεται σε μια τελετουργία, σε κάτι που να αγγίζει την zone, εκείνη την ακαθόριστη αλλά απόλυτα έντονη κατάσταση σύνδεσης. Φυσικά και υπάρχει περιθώριο για πειραματισμό ,αλλιώς, ποιο το νόημα να είναι ζωντανό;

X: Το ένστικτο είναι σχεδόν τα πάντα για μένα. Τη πιο προσωπική και σημαντική μουσική μου την έγραψα χωρίς να σκέφτομαι. Η ομορφιά κρύβεται στο χάος πολλές φορές. Οι πρόβες, οι δομές και το πρόγραμμα είναι αναγκαία, αλλά η καρδιά στη δημιουργία -είτε στο στούντιο ή στο live- βρίσκεται σε κάτι που ξεφεύγει από το προσχεδιασμένο. Θέλω να βρω τρόπους να μεταφέρω αυτό το feeling της “ελεγχόμενης” καλλιτεχνικής αναρχίας και σε live περιβάλλοντα σύντομα.

- Είστε δύο ιδιαίτερα νέοι καλλιτέχνες. Αναρωτιέμαι, μέσα από τη δική σας ματιά, ποια είναι η σχέση των Ελλήνων με την ηλεκτρονική μουσική που φτιάχνετε. Υπάρχει γόνιμο έδαφος στην χώρα για δημιουργική και εμπορική εξέλιξη;

T: Γονιμο έδαφος για καλλιτέχνες σαν εμάς, ίσως όχι, είμαστε μια σχεδόν ανύπαρκτη μειοψηφία. Κι αυτό κάνει ακόμα πιο σοκαριστικό το να βλέπεις καλλιτέχνες όπως ο King Krule να έρχονται στην Ελλάδα. Τον αναφέρω παρόλο που δεν είναι ηλεκτρονικός, γιατί νιώθω πολύ πιο κοντά στη συνολική του στάση ως καλλιτέχνης. Και με τον Νικόλα αυτό μας ένωσε. Δεν μας καθορίζουν τα είδη, αλλά η ματιά και η εσωτερική τοποθέτηση. Έχουμε άπειρες, χαοτικές επιρροές όχι μόνο από τη μουσική, αλλά και από τον τρόπο που κάποιοι δημιουργοί επιλέγουν να υπάρχουν στον κόσμο. Δεν με εκφράζει η φασαρία, το “έντονο”. Είμαι πιο κλειστή, ντροπαλή, αποστασιοποιημένη και νομίζω και ο Νικόλας κάπως έτσι. Οπότε είναι δύσκολο να προσαρμοστούμε στην ελληνική πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί. Γι’ αυτό ανέφερα τον King Krule γιατί η δική του σιωπηλή, υπόγεια στάση μάς αγγίζει πολύ πιο βαθιά από οποιονδήποτε ήχο. 

X: Γόνιμο έδαφος δεν ξέρω, εμπορική εξέλιξη σχεδόν σίγουρα όχι - εκτός κι αν γίνει από τύχη. Θα μπορούσαμε να συζητάμε το γιατί για ώρες, αλλά ίσως είναι απλά numbers' game - είμαστε μικρή χώρα σε πληθυσμό, άρα πόσος κόσμος πραγματικά να υπάρχει να υποστηρίξει κάτι τόσο niche όσο η συγκεκριμένη ηλεκτρονική μουσική που φτιάχνουμε. Οι Έλληνες ακροατές όμως πλέον πιστεύω πως ίσως είναι πιο ανοιχτοί απ’ όσο τους δίνουμε credit. Ίσως δεν έχουν ακόμη τις ευκαιρίες ή τις συνθήκες να εκτεθούν σε περισσότερο “ασυνήθιστο” υλικό. Αλλά όταν συμβαίνει, μερικές φορές ανταποκρίνονται με τρόπους που σε συγκινούν - ίσως επειδή ως καλλιτέχνης που γράφεις unapologetically κάτι που δεν συνάδει με το τι μπορεί να υποστηρίξει η Ελλάδα, σημαίνει κάτι παραπάνω όταν άτομα που μιλούν την ίδια γλώσσα με εσένα, συνδέονται με κάτι τόσο προσωπικό και δικό σου. 

- Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε αντιμετωπίσει μέχρι τώρα στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα;

T: Η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα είναι να συνεχίζω να φτιάχνω μουσική που δεν χωράει στην ελληνική αγορά. Έχω demo που πλησιάζουν τα πέντε χρόνια και είναι σε είδη όπως jungle ή dub, που σχεδόν δεν υπάρχουν γύρω μου. Είναι ουτοπικό το να επιμένεις να δημιουργείς κάτι που εδώ δεν ακούει σχεδόν κανείς. Και φανταστείτε, κάθε φορά που ακούω τυχαία ένα d 'n' b κομμάτι σε δημόσιο χώρο, ενθουσιάζομαι τόσο που πάω αμέσως να μιλήσω με το άτομο που το έβαλε. Μια φορά ήταν σε καφετέρια, μια άλλη σε μαγαζί με αρώματα σπιτιού, και τις θυμάμαι όλες, γιατί συμβαίνει τόσο σπάνια. Ενώ όταν βρίσκομαι στην Αγγλία, ακούω την αγαπημένη μου μουσική από κάθε περίπτερο. Είναι δύσκολο, και ως σκέψη και ως συναίσθημα. Αλλά αυτό ακριβώς κάνει ένα κομμάτι “δικό μου”, το ότι με εκφράζει, ακόμα κι αν νιώθω μόνη μαζί του. Απάντησα, έτσι, νομίζω και στην επόμενη ερώτηση! 

X: Το να κάνεις κάτι προσωπικό χωρίς να καείς από το βάρος του. Η ανεξαρτησία έχει κόστος όχι μόνο οικονομικό αλλά και συναισθηματικό. Εν μέρει ισχύει παγκοσμίως αυτό, απλά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν υποδομές για πολύ απλά και βασικά πράγματα - πολύ πιο καθημερινά. Πρέπει να παλεύεις πολύ για κάθε σου βήμα, και συχνά αυτό συμβαίνει σιωπηλά, χωρίς επιβεβαίωση και για πολύ καιρό. Είναι επίπονο, αλλά νομίζω πως αξίζει. 

- Τι πιστεύετε ότι κάνει ένα κομμάτι "δικό σας";

X: Για εμένα η ανθρωπιά του. Και η υφή του. Ειδικά όταν μιλάμε για έργα με βάση την ηλεκτρονική μουσική, το να νιώθεις αυτό που δημιουργείς ανθρώπινο, τρυφερό, άναρχο ή εύθραυστο, πιστεύω είναι για εμένα το παν.

- Σε ένα πρόσφατο live session που παρουσιάσατε, συνδυάσατε φυσικά όργανα (άρπα, βιολί κ.α.) με το χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό στοιχείο. Πώς διαπλέκεται το κλασσικό με το σύγχρονο στη δημιουργική σας διαδικασία, και από πού προκύπτει αυτή η προσέγγιση;

X: Έχω μεγαλώσει μέσα στη κλασική μουσική, αυτή η προσέγγιση είναι εντελώς προφανής για εμένα. Λατρεύω τον πειραματισμό και τις άπειρες πιθανότητες που υπάρχουν στην ηλεκτρονική. Ταυτόχρονα υπάρχει ένας βαθιά ανθρώπινος λόγος που οι κλασικές φόρμες που θεσπίστηκαν αιώνες πριν, συνεχίζουν να μας συγκινούν ακόμα. Σαν ιδέα το είχα πρωτοκάνει το 2019 με το σύνολο κρουστών της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας στην οποία ξεκίνησα να παίζω κλασικά κρουστά. Εκείνο το πάντρεμα με 20 άτομα επί σκηνής, να μπλέκουμε το οργανικό με το ηλεκτρονικό ήταν highlight ζωής (ακόμα κι αν χρειάστηκε να γράψω 20 διαφορετικές παρτιτούρες (γέλια)). Φέτος, με αφορμή τη τιμητική πρόσκληση στην ΕΡΤ και τη πραγματικά πολύτιμη συνδρομή της Ελίνας στα vocals και των εκλεκτών μουσικών που μας πλαισίωσαν, η εμπειρία κατέληξε να είναι ξανά larger than life με έναν εντελώς καινούριο τρόπο. 

Τ: Ναι, και εγώ έχω ένα μακροχρόνιο κλασικό υπόβαθρο. Η κλασική μουσική δεν ήταν ποτέ για μένα κάτι “εκλεκτό” ή αποστασιοποιημένο , ήταν απλώς τρόπος ζωής. Ήταν πάντα αυτονόητη παρουσία. Ο συνδυασμός του κλασικού με το ηλεκτρονικό μου βγαίνει επίσης αβίαστα. Ίσως γιατί στη ζωή μου έχω συνηθίσει να ενώνω πράγματα που, θεωρητικά, δεν ταιριάζουν. Μου αρέσει να κινούμαι ανάμεσα στην αναρχία και την ηρεμία  και να βρίσκω χώρο και για τα δύο. Το session του Νικόλα στην ΕΡΤ ήταν μια φανταστική εμπειρία και ήταν πραγματικά τιμή μου να συμμετέχω

- Xcellence, τα κομμάτια του EP1 (2024) και EP2 (2025) γράφτηκαν μέσα στην καραντίνα. Επιστρέφοντας πίσω σε αυτά κι ετοιμάζοντάς τα προς κυκλοφορία, παρατηρείς πράγματα που έχουν αλλάξει σε εσένα; Τι έχει μείνει ίδιο;

Έχουν αλλάξει πολλά. Είναι σαν να έχω ζήσει πέντε διαφορετικές ζωές από τότε. Ήμουν πολύ πιο κλειστός τοτε, αλλά σε αυτή τη φούσκα παρέμενα και πιο αγνός με έναν περίεργο τρόπο. Όταν επιστρέφω σε αυτή τη μουσική, βλέπω έναν εαυτό μου που ακόμη πίστευε πολύ στη ρομαντικότητα της μουσικής. Αυτό που έχει μείνει ίδιο είναι η πηγαία ανάγκη μου να είναι ειλικρινές ό,τι εκφράζω. Μπορεί να γράφω εντελώς αλλιώς πια, αλλά στη διαδικασία να τελειώσω αυτή τη μουσική για να βγει, ήταν σαν να άνοιξε μία άμεση δίοδος επικοινωνίας με εκείνο τον εαυτό μου. Μου θύμισε την ομορφιά στην αγνότητα της μουσικής, και ταυτόχρονα ήταν σαν να δίνω μιας μορφής closure στον μικρότερο Νικόλα.

- Η τελευταία σας συνεργασία έχει τίτλο "Worthy of love". Μιλήστε μας για το κομμάτι αυτό.

T: Όλα ξεκίνησαν από ένα beat που μου έστειλε συνεργάτης από την Ισπανία. Έγραψα πάνω του αυθόρμητα, σχεδόν χωρίς σκέψη, και το άφησα για καιρό στην άκρη, μέχρι που ένιωσα πως ήρθε η στιγμή να το ολοκληρώσω. Τους στίχους τους γράψαμε μαζί με δύο φίλες μου. Ήταν σημαντικό για μένα να ειπωθεί αυτό το τραγούδι μέσα από γυναικείες φωνές γιατί αγγίζει κάτι βαθιά γυναικείο, κάτι από τη φύση και το μυστήριο. Το κομμάτι έχει μια νοσταλγία, σε μεταφέρει σε εμπειρίες που ίσως δεν έζησες, αλλά εύχεσαι να ζήσεις. Θέλαμε να κρατήσει έναν τόνο ελπίδας,  σαν υπόσχεση. Έτσι γεννήθηκε ένα πιο ευάλωτο, female ambient κομμάτι, πολύ διαφορετικό από το πιο aggressive υλικό που δούλευα ως τώρα. Αυτά είναι τα δύο βασικά μου άκρα. Οι δύο πόλοι. Ο Νικόλας ανέλαβε την παραγωγή και το έφερε ακριβώς εκεί που έπρεπε. 

X: Δεν υπήρξε στρατηγική. Η Ελίνα είχε πολύ ξεκάθαρο vision από την αρχή και μου έδωσε μια σειρά από references, Enya, Enigma, Madonna - πολλή μουσική που ενώ είχα ζήσει οριακά μικρός, μου ήταν σχετικά άγνωστη. Τα έλιωσα και βυθίστηκα πολύ γρήγορα στον κόσμο της. Μέσα από αυτά, αναδύθηκαν πολλές μνήμες απο τη παιδική μου ηλικία, road trips με την οικογένεια ακούγοντας CDs στο αυτοκίνητο, η πρώτη επαφή με το ιντερνετ και η γενικότερη αισιοδοξία των early 00s. Κάτι πολύ αγνό. Με οδηγό αυτό το συναίσθημα και τα αιθέρια φωνητικά της Ελίνας, το sound design και το production έγινε σχεδόν υποσυνείδητα και λίγες ώρες μετά, το "Worthy of Love" υπήρχε. Ήταν αβίαστο.

- Τι θα θέλατε να «παραμένει» μαζί με το κοινό, αφού έχουν ακούσει τη μουσική σας;

T: Θα ήθελα να μένει η αίσθηση της ελπίδας. Νομίζω τη χρειαζόμαστε πολύ, ειδικά στις μέρες που ζούμε. Κι όχι απαραίτητα με έναν φωτεινό ή εύκολο τρόπο, αλλά μέσα από τη σιωπή, τη σκιά, την ενδοσκόπηση. Αν η μουσική μπορεί να αφήσει λίγο χώρο για self reflection, για μια εσωτερική ανάσα, τότε κάτι έχει επικοινωνηθεί.

X: Ένα συναίσθημα. Ή πολλά. Όταν δημιουργείται αυτός ο μικρός, εσωτερικός χώρος που αφήνει η μουσική για να αναπνεύσεις και να αισθανθείς χωρίς πίεση. Το να καταφέρεις να κάνεις κάποιον άλλο να νιώσει ή να συσχετιστεί μέσω της μουσικής σου είναι μαγικό.

- Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

T: Evolve in silence… Το μόνο που θέλω είναι το μέλλον να αφήνει λίγο χώρο για κάτι που αξίζει να περιμένεις. 

X: Περισσότερα. Περισσότερη μουσική, περισσότερες συνεργασίες, περισσότεροι πειραματισμοί και παντρέματα οργανικής και ηλεκτρονικής και στουντιακά και live. Δεν με νοιάζει να βγάζω συνέχεια μουσική, με νοιάζει να είναι αληθινή και να έχει κάτι να πει. Μετά το EP2 έρχεται το τελευταίο μέρος αυτής της τριλογίας μου, το EP3. Και αμέσως μετά ξεκινάει ενα καινουριο era για το project που είναι ήδη στα σκαριά. Κυρίως θέλω να συνεχίσω να δημιουργώ όμορφα πράγματα μαζί με ή περιτριγυρισμένος από όμορφους ανθρώπους.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured