Ο Marc Almond, η εμβληματική φωνή των Soft Cell και ένας από τους πιο εκφραστικούς καλλιτέχνες του βρετανικού synth-pop, επιστρέφει στην Αθήνα για δύο βραδιές στο Gazarte. Με αφορμή τις εμφανίσεις του, μιλήσαμε μαζί του για την καλλιτεχνική αναγέννηση που του χάρισε η ζωή στην Πορτογαλία, για τη θεατρικότητα και το “camp” στοιχείο που πάντα χαρακτήριζε τη σκηνική του περσόνα, αλλά και για το πώς βλέπει τη μουσική βιομηχανία στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.
- Όταν μετακόμισες από το Λονδίνο στην Πορτογαλία, φάνηκε πως η δημιουργική σου σπίθα αναζωπυρώθηκε. Γιατί πιστεύεις ότι η αλλαγή τόπου μπορεί να μεταβάλει την εσωτερική πυξίδα ενός καλλιτέχνη;
Ύστερα από την αυτοκαταστροφική πράξη του Brexit και μετά τον Covid, ξαφνικά ένιωσα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μια φυλακή. Πάντα λάτρευα την ελευθερία του να μπορώ να πηγαίνω οπουδήποτε. Η Πορτογαλία προσέφερε για ένα διάστημα βίζα με κάποια προνόμια ως κίνητρο για τους Βρετανούς μουσικούς, οπότε άρπαξα την ευκαιρία. Χρειαζόμουν μια νέα περιπέτεια σε αυτή τη φάση της ζωής μου και λίγο χώρο για να κάνω τα δικά μου. Παράλληλα όλο αυτό άνοιξε για μένα μια πόρτα προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Αποφάσισα να ζήσω μια πιο αγροτική ζωή, για να γράψω και να ανασυγκροτηθώ, αν και κάνω συχνές επισκέψεις στις μεγάλες πόλεις, τη Λισαβόνα και το Λονδίνο. Ως κάτοικος Πορτογαλίας μπορώ να περνώ πλέον μόνο περιορισμένο χρόνο στο Λονδίνο, αλλά είναι αρκετός για να πάρω τη δόση μου από την πολιτιστική και “βρώμικη” ζωή της πόλης. Αυτό έχει ανάψει μια νέα δημιουργική σπίθα μέσα μου, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιείς πως μεγαλώνεις και ο χρόνος μπροστά σου δεν είναι πια άπειρος. Αυτό σε κάνει να θες να αρπάξεις κάθε νέα ευκαιρία για περιπέτεια.
- Ως καλλιτέχνης που έχει μπλεχτεί με πολλά μουσικά είδη -για παράδειγμα στο άλμπουμ Heart on Snow διασκευάζεις ρωσικά ρομαντικά τραγούδια- τι είναι αυτό που σε τραβάει να προσεγγίζεις παραδόσεις έξω από τις δικές σου πολιτισμικές ή γλωσσικές ρίζες;
Ήμουν πάντα εξερευνητής στη ζωή μου. Τόπων, μουσικής, εμπειριών... Μου δόθηκε η ευκαιρία να ηχογραφήσω ένα άλμπουμ με ρωσικές ρομαντικές μπαλάντες και παραδοσιακά τραγούδια από έναν Ρώσο παραγωγό που αγαπούσε τα albums μου με τους Mambas και τον Jacques Brel, και γνώριζε την αγάπη μου για το γαλλικό chanson. Το ρωσικό αυτό είδος, που έχει συχνά κρυφά νοήματα, ταίριαζε πολύ σε μένα. Δυστυχώς, ενώ είναι ένα album που συγκαταλέγω στα αγαπημένα μου, νομίζω πως δεν θα ακουστεί πολύ πια. Πέρασα υπέροχα εκεί και οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί μαζί μου, έχω ακόμα φίλους και θαυμαστές στη Ρωσία, αλλά μάλλον δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ποτέ ξανά. Ηχογράφησα ένα ουκρανικό παραδοσιακό τραγούδι πριν μερικά χρόνια, σε ένδειξη στήριξης προς την Ουκρανία, οπότε πιθανότατα βρίσκομαι σε κάποια ρωσική “μαύρη λίστα”. Όλο αυτό που συμβαίνει εκεί με λυπεί βαθιά. Ελπίζω να έρθει σύντομα η ειρήνη.
- Κατά τη γνώμη σου, ποιος είναι ο ρόλος της σκηνικής εικόνας, του camp (αισθητική θεατρικής, ειρωνικής υπερβολής, χαρακτηριστική της queer κουλτούρας) και της θεατρικότητας στη μουσική σου; Είναι διακοσμητικό / συμπληρωματικό στοιχείο, κάτι άκρως ουσιαστικό και απαραίτητο ή η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση;
Ήμουν πάντα ένας πολύ εκφραστικός και σωματικός ερμηνευτής. Πλέον λίγο λιγότερο, αλλά οι επιρροές μου προέρχονται από εκείνους τους καλλιτέχνες που -όταν ήμουν νέος- χρησιμοποιούσαν μια φανταχτερή θεατρικότητα για να τραγουδήσουν τα τραγούδια τους και να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Αυτές οι επιρροές με οδήγησαν στο να χρησιμποιώ το camp. Δεν είμαι πλέον αυτό που λένε “ποπ σταρ”, αλλά όλη αυτή η αισθητική και κουλτούρα εξακολουθεί να είναι μέρος αυτού που κάνω. Η ποπ μουσική είναι ταυτόχρονα υπέροχη και γελοία, και μου αρέσει πολύ να τη σατιρίζω και μαζί κι εμένα μέσα σε αυτήν την περσόνα που φτιάχνω. Λένε ότι το αληθινό camp είναι κάτι σαν “αποτυχημένη σοβαρότητα”, οπότε ίσως να μπαίνω κι εγώ σε αυτή την κατηγορία χωρίς να το συνειδητοποιώ. Ποτέ όμως δεν είμαι επιπόλαιος με ό,τι κάνω. Μου πήρε 45 χρόνια για να γίνω ο ερμηνευτής που είμαι, και είμαι πια υπερβολικά συνειδητός του ποιος είμαι και του πως μπορώ να είμαι πραγματικά camp.
- Κάποτε είπες: «Ήμουν μαγνήτης για ανθρώπους που ήθελαν να εκμεταλλευτούν ανθρώπους σαν εμένα». Πώς θεωρείς ότι αυτή η δυναμική επηρέασε τις σχέσεις σου στη μουσική βιομηχανία ή στον κόσμο της δημιουργίας γενικότερα;
Ήμουν αφελής και στα πρώτα χρόνια μου κάποιοι με εκμεταλλεύτηκαν. Έκανα κακές επιλογές και λάθη. Η αντίληψή μου περί επιχειρηματικότητας είναι πραγματικά απαίσια. Η μουσική βιομηχανία μπορεί να είναι αδίστακτη και ανήθικη, αλλά έχω γίνειπολύ σοφότερος πλέον. Έχω αποκτήσει μια επαγγελματική οξυδέρκεια και περιμένω το ίδιο κι από τους ανθρώπους γύρω μου. Αυτό το επάγγελμα σε σκληραίνει, σε κάνει κυνικό αν θέλεις να επιβιώσεις κι αυτό είναι κάπως κρίμα, αν με ρωτάς. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα υπέροχοι και καλοπροαίρετοι δημιουργικοί άνθρωποι σε αυτόν τον χώρο που θέλουν πραγματικά να κάνουν το καλύτερο δυνατό.
- Η τεχνολογία και το διαδίκτυο έχουν αλλάξει τον τρόπο που η μουσική δημιουργείται, διανέμεται και καταναλώνεται. Είχες πει κάποτε ότι άργησες να προσαρμοστείς στο ίντερνετ, στις απαρχές του. Πώς βλέπεις τον ρόλο της ψηφιακής κουλτούρας στη διατήρηση ή στην αλλοίωση της κληρονομιάς σου;
Αυτή τη στιγμή τακτοποιώ το Spotify μου, καθώς μάλλον εκεί θα καταλήξει η δισκογραφική μου κληρονομιά, προσβάσιμη -αν μη τι άλλο- μέσω streaming. Η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει, δεν την αναγνωρίζω πλέον και σίγουρα δεν την αγαπώ όπως παλιά. Το βινύλιο έχει κάνει ένα come-back και αυτό είναι ευχάριστο, αλλά δεν νομίζω ότι θα κρατήσει. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι παίζουν πραγματικά τους δίσκους. Ίσως μία-δύο φορές, και μετά απλά τους βάζουν στο ράφι. Κάποια από τα albums μου δεν είναι διαθέσιμα σε αυτή την φάση, καθώς ο πρώην manager μου τα διεκδικεί και δεν επιτρέπει να βρίσκονται στις streaming πλατφόρμες. Είναι απογοητευτικό, αλλά πρέπει να το αποδεχτώ ώσπου να αλλάξει η κατάσταση. Η τεχνητή νοημοσύνη εν τω μεταξύ, έρχεται να αλλάξει τα πάντα. Οι άνθρωποι θα μπορούν να ζητούν από μια εφαρμογή να δημιουργήσει ένα άλμπουμ Marc Almond ή κάτι που θα ακούγεται σαν εμένα. Οι ηχογραφήσεις των καλλιτεχνών θα υποβαθμιστούν και μόνο οι ζωντανές εμφανίσεις θα αποτελούν πλέον την αυθεντική εμπειρία. Υπέγραψα πρόσφατα ένα νέο δισκογραφικό συμβόλαιο για δύο ακόμη albums που σχεδιάζω να κυκλοφορήσω μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Πάντα πίστευα ότι μετά τα 70 μου, δηλαδή το 2027, θα σταματήσω να ηχογραφώ και να κυκλοφορώ νέο υλικό. Θα έχω αρκετά μεγάλο κατάλογο για να τον ανατρέξω σε αυτόν, και δεν είναι πλέον τόσο μεγάλη η επιθυμία μου για νέα πρωτότυπα έργα μου. Οι ζωντανές εμφανίσεις μου όμως, θα συνεχιστούν για όσο μπορώ να τις κάνω!
- Στην καριέρα σου έχεις πραγματοποιήσει πολλές συνεργασίες, είτε με άλλους τραγουδιστές είτε με εκπρόσωπους διαφορετικών μουσικών παραδόσεων. Ποια χαρακτηριστικά ενός συνεργάτη σε ιντριγκάρουν να εξερευνήσεις νέα καλλιτεχνικά εδάφη μαζί του;
Οι συνεργασίες μπορούν να σε οδηγήσουν σε νέα μέρη και σε νέο κοινό, και κάποιες από τις παλιές μου συνεργασίες υπήρξαν πολύ δημιουργικές και απολαυστικές, είτε ήταν επιτυχημένες είτε όχι. Μου αρέσει να δουλεύω με παραγωγούς με τους οποίους μπορώ να συνεργαστώ δημιουργικά, όπως ο Chris Braide ή ο Barry Adamson, και φυσικά ο Dave Ball, με τον οποίο μπορώ και να γράψω μουσική μαζί. Ωστόσο, μερικές φορές μου αρέσει απλώς να είμαι ο τραγουδιστής. Δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα ντουέτα με άλλους καλλιτέχνες πλέον, γιατί φτιάχνεις ένα υπέροχο κομμάτι με την προοπτική να είναι single, αλλά τελικά δεν ταιριάζει στα σχέδιά τους. Οι περισσότερες -αν όχι όλες- οι συνεργασίες για τραγουδιστικά ντουέτα καταλήγουν να είναι απογοητευτικές και δύσκολες στην διεκπεραίωση, καθώς ξεκινάει να εμπλέκεται το “εγώ”.
- Πώς αντιμετωπίζεις το γήρας ως ερμηνευτής, όσον αφορά τη φωνή, την αντοχή, την περσόνα, και πώς προσαρμόζεις ανάλογα τις δημιουργικές σου φιλοδοξίες;
Το μυστικό είναι να συνεχίζεις να δουλεύεις και να τραγουδάς όσο το δυνατόν περισσότερο. Πρέπει να ασκείσαι φωνητικά και σωματικά. Αν μείνεις για πολύ καιρό εκτός, είναι πιο δύσκολο να επιστρέψεις στη σκηνή ή στο στούντιο. Καθώς μεγαλώνεις, η φωνή χαμηλώνει και αλλάζει, είναι αναπόφευκτο αυτό, αλλά μπορείς να διατηρήσεις έναν καλό τόνο αν συνεχίσεις να τραγουδάς, έστω κι αν οι ατέλειες είναι αναπόφευκτες. Η φωνή σου είναι μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα της ζωής που έχεις ζήσει. Μου αρέσει να βλέπω μεγαλύτερους καλλιτέχνες, να διακρίνω τη ζωή και την εμπειρία που μεταφέρουν στα τραγούδια και την ερμηνεία τους. Δεν με νοιάζει αν η φωνή είναι λίγο φθαρμένη ή ραγισμένη, καθώς αυτό είναι η ίδια η ζωή. Είδα τον Charles Aznavour να ερμηνεύει στα 90 του και ήταν φανταστικός. Εύχομαι μερικές φορές να είχα περισσότερη ενέργεια. Οι συναυλίες των Soft Cell θα τελειώσουν μάλλον σύντομα γιατί τις βρίσκω κάπως εξαντλητικές πλέον. Νομίζω ότι του χρόνου μπορεί να κάνω τις τελευταίες. Αναζητώ για μένα παραστάσεις λιγότερο ενεργητικές, που να περιλαμβάνουν περισσότερο το καθιστό στοιχείο.
- Υπάρχει συχνά μια ένταση ανάμεσα στη νοσταλγία και την καινοτομία για τους καλλιτέχνες με μακρόχρονη πορεία. Πώς τιμάς το παρελθόν σου χωρίς να επαναλαμβάνεσαι στυλιστικά;
Πάντα έβλεπα τη μουσική μου ως “φουτουριστική νοσταλγία” ή “μοντέρνα νοσταλγία”. Αυτό θα πει πως κοιτάζω προς το παρελθόν ενώ προχωρώ μπροστά. Το τελευταίο μου άλμπουμ I'm Not Anyone ήταν μια συλλογή τραγουδιών από τα τέλη των ’60s και ’70s, ηχογραφημένα όμως με σύγχρονη παραγωγή υψηλού επιπέδου. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ τις σύγχρονες ηχητικές προδιαγραφές και υλικοτεχνικές υποδομές, καθώς πλέον ο καθένας από εμάς απαιτεί περισσότερα από την ακρόασή ενός album, αλλά πάντα συνδυάζω στοιχεία του παρελθόντος με το παρόν. Λατρεύω να “επιμελούμαι” αυτά τα albums, να συνυφαίνω τα δύο αυτά στοιχεία. Μου αρέσουν οι ρετρό αναφορές και πιστεύω πως το παλιό έχει την δύναμη να γίνει ξανά νέο! Πολλές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές δημιουργούν τα soundtrack τους χρησιμοποιώντας ρετρό ήχους και τραγούδια. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Μια καλλιτέχνις όπως η Lana Del Rey χρησιμοποιεί ρετρό νοσταλγικές αναφορές της αμερικανικής κουλτούρας και το λατρεύω αυτό. Έτσι πρέπει είναι η σύγχρονη μουσική.
- Ποιο τραγούδι ή ποια ερμηνεία σου, μέσα από ολόκληρο το έργο σου, θεωρείς ότι είναι το πιο υποτιμημένο ή παρεξηγημένο και γιατί;
Πιστεύω ότι μεγάλο μέρος της μουσικής μου έχει περάσει απαρατήρητο, αλλά υπάρχει εκεί για να ξανανακαλυφθεί, γι’ αυτό είναι σημαντικό να την οργανώσω σωστά διαδικτυακά, ώστε τα επόμενα χρόνια να μπορέσω να την αξιοποιήσω περισσότερο. Θεωρώ ότι το Varieté ήταν ένα από τα καλύτερά μου albums, αλλά υποτιμήθηκε, ενώ το Chaos and a Dancing Star χάθηκε μέσα στην περίοδο του Covid. Δεν μπορείς να το κλαις για πάντα, απλώς προχωράς.
Ο Marc Almond εμφανίζεται ζωντανά στο Gazarte Ground Stage, τη Πέμπτη 16 και την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου.
Εισιτήρια προπωλούνται μέσω της more.com και του δικτύου καταστημάτων της.