Sunno
Φωτ.: Al Overdrive

Ο Stephen O’Malley δεν χρειάζεται συστάσεις. Συνιδρυτής των μυθικών Sunn O))), αρχιτέκτονας του ήχου που όρισε το drone metal και συνδημιουργός μιας αισθητικής που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη μυσταγωγία, τη σιωπή και την απόλυτη συντριβή του ήχου, ο O’Malley παραμένει, μετά από περισσότερες από δύο δεκαετίες, μια από τις πιο αφοσιωμένες μορφές της σύγχρονης πειραματικής μουσικής. Από τα πρώτα Grimmrobe Demos μέχρι τα επιβλητικά Life Metal και Pyroclasts, το έργο του συνομιλεί με το άπειρο και με το ίδιο το σώμα του ήχου.

Με αφορμή την πολυαναμενόμενη επιστροφή των Sunn O))) στην Ελλάδα, εικοσιένα χρόνια μετά την ιστορική τους εμφάνιση στο An Club, ο Stephen O’Malley μίλησε αποκλειστικά στην Εύη Παπαγιάννη και το Avopolis Music Network για όσα καθιστούν το συγκρότημα ξεχωριστό.

Φωτ.: Joseph Oremus

- Ετοιμάζοντας το υλικό για τη συζήτηση μας αυτή, σκεφτόμουν όσα κάνουν τους Sunn O))) τόσο ξεχωριστούς. Τι θα απαντούσατε ο ίδιος σε αυτή την ερώτηση;

Λοιπόν, δίνω αυτή τη συνέντευξη στις δέκα το πρωί, ένα Σάββατο. Αυτό από μόνο του λέει κάτι (γέλια). Μπορώ να είμαι αντικειμενικός απέναντι στους Sunn O))), αλλά ταυτόχρονα είναι κομμάτι της ζωής μου — μεγάλο κομμάτι της δημιουργικής μου ζωής. Είναι η δουλειά μου, το έργο μου, η καλλιτεχνική μου πρακτική. Είναι μουσική, αλλά και κάτι βαθύτερο. Συχνά αναρωτιόμαστε γιατί οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για αυτό που κάνουμε. Μπορώ μόνο να υποθέσω, αλλά μέσα από το πρίσμα που ο ίδιος παρατηρώ τον κόσμο θα έλεγα πως οποιαδήποτε συλλογική εμπειρία – η μουσική, το θεάτρο, η τέχνη, ο χορός, ακόμη και ο αθλητισμός - είναι εγγενής στο είδος μας. Ζούμε σε μια εποχή όπου η προσοχή μας απαιτείται διαρκώς από πολλαπλές πλευρές. Καθώς εγώ και ο Greg (Anderson) δημιουργούσαμε και μοιραζόμασταν τη μουσική μας, τόσο μέσα από δίσκους όσο και μέσα από συναυλίες, συνειδητοποιήσαμε κάτι: οι άνθρωποι αναζητούν βαθιές εμπειρίες μέσω της μουσικής. Θέλουν να βρεθούν με άλλους και να περάσουν ώρες βυθισμένοι σε κάτι έντονο, ακόμη κι αν είναι αφηρημένο. Αυτό, νομίζω, είναι μέρος της απάντησης.

- Ο όρος “αφηρημένο” ταιριάζει πολύ σε αυτό που κάνετε. Η μουσική σας έχει συχνά περιγραφεί και ως "τελετουργική". Πώς αντιλαμβάνεστε τις πνευματικές ή διαλογιστικές της πτυχές;

Ο "διαλογιστικός" είναι όρος που αφορά μια κατάσταση συνείδησης — όχι απαραίτητα τον διαλογισμό τον ίδιο. Και νομίζω ότι είναι η σωστή λέξη για τη μουσική των Sunn Ο))). Υπάρχουν μουσικές που γράφονται για θρησκευτικούς ή διαλογιστικούς σκοπούς. Η δική μας δεν είναι έτσι. Θέλω να πω, θα μπορούσε να είναι, κάποτε σκεφτόμουν πως ίσως ήταν, αλλά μέσα από την προσωπική μου ζωή, μαθάινοντας περισσότερα για τον διαλογισμό και τις τεχνικές του κατάλαβα πως αυτό που κάνου οι Sunn O))) είναι κάτι διαφορετικό. Μπορώ να προσφέρω κάποιες καταστάσεις παρουσίας και στοχασμού, που αγγίζουν το πνευματικό ή το τελετουργικό, αλλά αυτό ξεπερνά τη μουσική. Δεν είμαστε καταλύτες πνευματικότητας. Αν όμως κάποιος βρει μέσα από αυτή λίγη ειρήνη, είναι μεγάλη τιμή. Οι τελετές είναι βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Είναι μέρος της κοινωνικής μας ύφανσης. Η μουσική μας απλώς συνδέεται με αυτό: άνθρωποι που συγκεντρώνονται σε έναν συγκεκριμένο χώρο για να γίνουν μάρτυρες της δημιουργίας οργανωμένων δονήσεων. Είναι παράξενο υπό αυτή την έννοια, αλλά οι περισσότερες (κοινωνικές) συμπεριφορές είναι.

- Μιλώντας για δονήσεις — η μουσική σας έχει έντονη σωματική διάσταση. Διαμορφώνετε συνειδητά αυτή τη φυσική εμπειρία ή είναι αποτέλεσμα του ύφους σας;

Είναι απολύτως συνειδητό, θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής μας. Ίσως αυτό να εξηγεί και την απήχησή της. Η μουσική που ενώνει το νοητικό με το σωματικό επίπεδο είναι αυτή γύρω από την οποία οι άνθρωποι θέλουν να συγκεντρώνονται — είτε για να χορέψουν, είτε για να τελέσουν μια τελετή. Η χορευτική μουσική είναι σωματική, η τζαζ μπορεί να είναι σωματική, ακόμη και ο ψαλμός της προσευχής. Η μουσική των Sunn O))) στηρίζεται στην ενίσχυση, στην ηχητική πίεση. Είναι εξίσου σημαντική όσο η αρμονία. Σίγουρα είναι ένα από τα βασικά μας συστατικά.

Φωτ.: Al Overdrive

- Θεωρείτε ότι το κοινό σας προέρχεται από συγκεκριμένες μουσικές καταβολές —metal ή πειραματική μουσική— ή η ανοιχτότητα με την οποία προσεγγίζετε τη μουσική σας αποτελεί και μία πρόσκληση για το ευρύτερο κοινό;

Ελπίζω το δεύτερο. Υπάρχουμε σχεδόν 30 χρόνια, πράγμα σπάνιο. Λίγα πράγματα κρατούν τόσο πολύ στη ζωή, ίσως μάλλον το πόσο καιρό μακραίνω τα μαλλιά μου (γέλια). Κάθε φορά που βρισκόμαστε με τον Greg για να παίξουμε μουσική είναι διαφορετική. Θα μιλήσω από την δική μου εμπειρία, και θα πω πως δεν υπάρχει στρατηγική αλλαγής ειδών. Είναι μια οργανική, αληθινή πρακτική που μοιράζομαι με τον Greg. Νιώθω πολύ τυχερός που από την αρχή, όταν ήμασταν ακόμη νέοι, συμφωνήσαμε και αποφασίσαμε πως με αυτό το project μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αρκεί να συμφωνούμε και οι δύο. Δεν χρειάζεται πάντα να μας αρέσει, αρκεί να υπάρχει συναίνεση. Ο Greg είναι ο αδερφός μου, κι εγώ μπορώ να γίνω αρκετά δύσκολος χαρακτήρας, οπότε είμαι ευγνώμων που έχει παραμείνει όλο αυτό το διάστημα. Αυτό που θέλω να πω είναι, γιατί υπάρχουμε ακόμη μετά από όλα αυτά τα χρόνια; Δεν έχουμε σπόνσορες, προστάτες ή χρηματοδότες. Όλα είναι DIY, με φίλους, τόσα χρόνια. Και μέσα από αυτή τη διαδρομή είδαμε πόσο ανοιχτός και περίεργος είναι ο κόσμος. Το κοινό μας είναι άνθρωποι με περιέργεια, εκτίμηση στην τέχνη και διάθεση να βιώσουν πράγματα που ίσως δεν καταλαβαίνουν πλήρως. Αυτό είναι τιμή. Ελπίζω και η δική μας στάση να είναι εξίσου ανοιχτή και φιλόξενη.

- Έχετε παρατηρήσει αλλαγές στην αλληλεπίδρασή σας με το κοινό όλα αυτά τα χρόνια;

Ναι. Κρατάω λίστα με όλες τις συναυλίες μας από το 1998, με τις πόλεις, τους χώρους, και τα άλλα acts εφόσον υπήρχαν. Δεν είναι εύκολο να τις μετρήσεις, αλλά νομίζω πως είναι περίπου χίλιες. Όταν κάνεις τόσες συναυλίες, οι αλλαγές είναι τόσο περίπλοκες για να τις εντοπίσεις. Το πιο ενδιαφέρον είναι να βλέπεις τις πολιτισμικές διαφορές, το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι, πόσο πολιτισμικά ενημερωμένοι είναι, πόσο ανοιχτοί ή – καλύτερα – εκφραστικά ανοιχτοί είναι ή όχι· πόσο επιθυμούν τη σύνδεση με τους άλλους. Σκέφτομαι μερικούς καλλιτέχνες, τους παλιούς «μάγους», τους βετεράνους — όπως ο Willie Nelson, ο Neil Young, ο Bob Dylan. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν δώσει όχι απλώς χίλιες, αλλά δέκα ή είκοσι χιλιάδες συναυλίες. Αν φανταστεί κανείς την κλίμακα αυτής της εμπειρίας —τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν συναντήσει— είναι ασύλληπτο. Ακόμη και σε εκατό συναυλίες να παίξεις, γνωρίζεις ήδη πάρα πολλούς. Αλλά σε είκοσι χιλιάδες; Σκέψου κάποιον σαν τον Elton John ή την Aretha Franklin, πόσους ανθρώπους να έχουν γνωρίσει στη ζωή τους; Πρόσφατα γνώρισα μια tour manager. Είναι το άτομο που, όταν βρίσκεσαι σε περιοδεία, λειτουργεί σαν καπετάνιος του πλοίου, φροντίζει να είναι όλα στην ώρα τους, συντονίζει τη μπάντα με τον χώρο της συναυλίας, οργανώνει το τεχνικό προσωπικό, επιβλέπει τη ροή της ημέρας, ασχολείται με τα λογιστικά. Είναι δηλαδή το πρόσωπο που κρατά τα πάντα σε ισορροπία. Κι επειδή οι tour managers δουλεύουν συνεχώς, αποκτούν τεράστια εμπειρία — έχουν κι αυτοί πίσω τους χιλιάδες συναυλίες.

Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, αυτή η γυναίκα μού είπε κάτι πολύ εύστοχο. Είχε διαβάσει κάποτε μια μελέτη που έλεγε ότι ένας μέσος άνθρωπος γνωρίζει περίπου πεντακόσια άτομα στη διάρκεια της ζωής του, ανθρώπους με τους οποίους έχει κάποια ουσιαστική επαφή ή συνομιλία. Αντίθετα, ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεχή περιοδεία μπορεί να γνωρίσει πέντε χιλιάδες άτομα μέσα σε πέντε μόλις χρόνια. Ο αριθμός των ανθρώπων με τους οποίους διασταυρώνεσαι είναι δηλαδή πολλαπλάσιος του «φυσιολογικού». Το όμορφο όμως σε αυτό, και αυτό που αγαπώ περισσότερο, είναι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνεις απίστευτα πολλά. Αναπτύσσεις μια βαθύτερη κατανόηση της ανθρωπότητας, αντιλαμβάνεσαι πόσο όμοιοι είναι οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο — και πόσα πράγματα μοιραζόμαστε: την αγάπη για την τέχνη, τη μουσική, τη συζήτηση, το φαγητό, την απόλαυση, τη φιλία, τη συντροφικότητα. Είναι κλισέ να το πει κανείς, αλλά το πιο αποτελεσματικό «φάρμακο» ενάντια στον εθνικισμό, τον φασισμό και τον ρατσισμό είναι το ταξίδι. Όσο περισσότερο ταξιδεύεις και γνωρίζεις ανθρώπους, τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς ότι δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί. Μπορεί να μιλάμε διαφορετικές γλώσσες, να έχουμε άλλες παραδόσεις, αλλά είναι πραγματική απόλαυση να τα μαθαίνεις αυτά. Και όλο αυτό επεκτείνεται, φυσικά, και στην εμπειρία με το κοινό: το να παρατηρείς πώς ένα κοινό στη Πόλη του Μεξικού συμπεριφέρεται διαφορετικά ως ομάδα από ένα κοινό στο Μπέργκεν της Νορβηγίας. Δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο — είναι απλώς διαφορετικό. Και αυτό αξίζει πραγματικά να το εκτιμήσεις.

Φωτ.: Brandon Andre

- Αυτό που προσωπικά βρίσκω συναρπαστικό στις συναυλίες, ως μέλος του κοινού, είναι ότι δεν μπορείς ποτέ να αναπαραγάγεις την ίδια στιγμή. Σκεφτόμουν πως, μετά από τριάντα ή σχεδόν τριάντα χρόνια, έχετε συναντήσει ανθρώπους σε τόσα μέρη, ανθρώπους που ίσως πια δεν βρίσκονται στη ζωή, ή που ζουν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.

Είναι πράγματι απίστευτο. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, και το εκτιμώ βαθιά. Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να είναι «μαζί σου» για τριάντα χρόνια. Κάποιοι έρχονται σε μία μόνο συναυλία, έχουν μια δυνατή εμπειρία, δεν χρειάζεται καν να είναι «καλή» με την κυριολεκτική έννοια· απλώς έντονη, ουσιαστική. Μου θυμίζει τη δική μου εμπειρία όταν επισκέπτομαι μια έκθεση ενός σπουδαίου ζωγράφου ή γλύπτη. Πηγαίνω μία φορά, και η εντύπωση που μου αφήνει μπορεί να με συνοδεύει για χρόνια — αν με αγγίξει πραγματικά. Άλλες φορές, πηγαίνω σε μια έκθεση και την ξεχνώ μέσα σε έναν μήνα, όχι επειδή τα έργα ήταν κακά, αλλά επειδή δεν υπήρξε εκείνη η «συμβιωτική» σχέση, εκείνο το άγγιγμα. Κι αυτό είναι απολύτως εντάξει. Όταν δίνεις συναυλίες, υπάρχει πάντοτε μια ολόκληρη κουλτούρα γύρω από την έννοια της διασκέδασης. Η «ψυχαγωγία» έχει τη δική της λειτουργία: να προσφέρει ευχαρίστηση στο κοινό, να κρατήσει την προσοχή του. Όμως εγώ δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κέντρο βάρους των δικών μας συναυλιών. Αν και η μορφή του live εμπεριέχει αυτό το στοιχείο εγγενώς, εγώ το βλέπω περισσότερο ως μια performance, μια καλλιτεχνική πράξη. Παρόλα αυτά, είναι συγκινητικό το ότι εξακολουθούμε να έχουμε θαυμαστές από τα πρώτα μας χρόνια, τους οποίους αποκαλούμε «die hards». Αυτοί οι άνθρωποι είναι πια συνομήλικοί μας, μας ανακάλυψαν όταν ήταν γύρω στα είκοσι, όπως κι εμείς τότε. Κάποιοι έχουν πλέον οικογένειες, παιδιά που ίσως να είναι κι αυτά είκοσι πια. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να το παρατηρείς αυτό. Στο τέλος της ημέρας, αυτό που μετρά περισσότερο είναι η προσοχή και ο γνήσιος ενθουσιασμός που εξακολουθεί να υπάρχει γύρω από τη μουσική. Και αυτό είναι ένα συναίσθημα που μεταδίδεται — και σε γεμίζει χαρά.

- Αφού μιλήσαμε για το κοινό, τι θα ελπίζατε να αποκομίσει ο ακροατής — συναισθηματικά, σωματικά ή ακόμη και φιλοσοφικά — βιώνοντας τη μουσική σας; Είναι κάτι που έχετε σκεφτεί ποτέ;

Ναι, το έχω σκεφτεί, αν και δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη ελπίζω. Για μένα, το ζήτημα αυτό ταλαντεύεται ανάμεσα σε τρεις πόλους. Ο πρώτος είναι πως το κοινό λειτουργεί ως μάρτυρας σε κάτι που συμβαίνει, ανεξάρτητα από τη δική του αντίδραση ή συμμετοχή. Ο δεύτερος είναι πως, φυσικά, εκτιμώ βαθιά όταν κάποιος προσφέρει την πλήρη προσοχή και παρουσία του σε αυτό που συμβαίνει, εκεί, ναι, μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη ελπίδα: ελπίζω να υπάρξει αυτή η σύνδεση.
Και ο τρίτος είναι η επίγνωση ότι η εμπειρία κάθε ανθρώπου είναι απολύτως μοναδική και απρόσιτη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς τη βιώνει, γιατί αυτή βρίσκεται μέσα στη συνείδησή του — και η μόνη γέφυρα που υπάρχει ανάμεσά μας είναι η επικοινωνία. Αν καταφέρει να μου τη μεταδώσει, κι εγώ είμαι αρκετά ανοιχτός ώστε να την κατανοήσω, τότε προκύπτει μια αληθινή ανταλλαγή. Ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις πόλους κινείται η δική μου εμπειρία. Προσπαθώ να βρίσκομαι σε επίγνωση, να αντιλαμβάνομαι ό,τι συμβαίνει μέσα από τη συνείδησή μου, μέσα από τη δική μου δομή κατανόησης. Διαθέτω ένα προσωπικό σύνολο φιλοσοφιών, κανόνων και νοητικών εργαλείων, τα οποία εφαρμόζω τόσο στη μουσική αυτή καθαυτή, όσο και στο φαινόμενο της μουσικής όταν εκδηλώνεται στο παρόν, τη στιγμή της δημιουργίας. Αυτό για μένα είναι ταυτόχρονα πρακτική και τρόπος επιβίωσης. Θέλω να πω, πρέπει να το περνώ αυτό— και να το περνώ καλά. Όταν ασκείς μια τέχνη δεν αρκεί να εκτελείς το γεγονός· χρειάζεται να δρας μέσα στη δομή του. Κάθε φορά είναι μια ανακάλυψη αυτής της δομής και των δικών σου τάσεων εντός της. Η πρόθεση με την οποία το κάνεις είναι καθοριστική. Θέλω κάθε φορά να το κάνω καλά — με την έννοια της κατανόησης, της καθαρότητας και της εξέλιξης.

Κάθε εκτέλεση είναι μια ευκαιρία να κατανοήσω βαθύτερα το ίδιο το έργο, να του ανοίξω νέους δρόμους, ενώ ταυτόχρονα να παραμένω ακριβής και συγκεντρωμένος. Θέλω κάθε φορά η πράξη αυτή να είναι όσο το δυνατόν πιο «καθαρή»· κι αυτό δεν είναι κάτι που ενεργοποιείται ή απενεργοποιείται μηχανικά. Είναι μια ατέρμονη διαδικασία, χωρίς τελικό στόχο — και αυτό ακριβώς την καθιστά συναρπαστική. Είναι πρακτική, με όλη τη σημασία της λέξης. Ελπίζω, λοιπόν, το κοινό — και ιδιαίτερα εκείνοι που μας έχουν δει πολλές φορές, οι λεγόμενοι die hards — να μπορούν να διακρίνουν αυτές τις διαφοροποιήσεις. Συχνά, πράγματι, το κάνουν με εκπληκτική οξυδέρκεια. Δεν πρόκειται για μια «τυχαία» εμπειρία, του τύπου «τι να κάνουμε απόψε; Παίζει αυτή η μπάντα, ας πάμε να δούμε». Αντίθετα, συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που έρχονται συνειδητά, επειδή έχουν ακούσει γι’ αυτό, επειδή θέλουν να το βιώσουν, ή επειδή θέλουν να το μοιραστούν με κάποιον δικό τους. Είναι ένα είδος εμπειρίας που διαδίδεται στόμα με στόμα, με έναν σχεδόν κοινοτικό, χειροπιαστό τρόπο — και αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα. Γιατί, στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο, αυτό που κάνουμε είναι τόσο μικρό, σχεδόν απειροελάχιστο· κι όμως, μέσα σε αυτή τη μικρή κλίμακα, υπάρχει κάτι μέγιστο — μια συμπύκνωση που λέει πολλά για την καθολικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και της σωματικής παρουσίας μέσα στη μουσική.

Φωτ.: Brandon Andre

- Νομίζω, επίσης, πως η επιλογή των χώρων στους οποίους επιλέγετε να παίξετε είναι μια σημαντική —και τεχνικά αλλά και αισθητικά— διάσταση των συναυλιών σας. Πώς καταλαβαίνετε ότι ένας χώρος είναι ο «σωστός»;

Η επιλογή του χώρου είναι, στην πραγματικότητα, μια μορφή έρευνας. Με τον καιρό μαθαίνεις όλο και περισσότερα για το πώς οι διαφορετικοί χώροι όχι μόνο λειτουργούν, αλλά και πως τους αισθάνεσαι. Σε προσωπικό επίπεδο, ένα από τα δύσκολα σημεία της συνεργασίας μαζί μου —όπως συχνά λέει και η ομάδα μου— είναι ότι πιέζω διαρκώς για κάτι διαφορετικό, για να μπούμε σε χώρους που έχουν μια ιδιαίτερη ενέργεια. Μερικές φορές, αυτοί οι χώροι μοιάζουν σχεδόν «απαγορευμένοι» για το είδος της μουσικής μας. Όμως ακριβώς εκεί βρίσκεται και η πρόκληση: για να αποκτήσεις πρόσβαση σε τέτοιους χώρους, πρέπει να είσαι σε θέση να εκφράσεις και να επικοινωνήσεις ξεκάθαρα το καλλιτεχνικό σου όραμα σε εκείνους που «κρατούν τα κλειδιά». Είναι μια διαδικασία που απαιτεί ευγλωττία, επιμονή και ειλικρίνεια. Και την απολαμβάνω πραγματικά, γιατί το αποτέλεσμα μπορεί να είναι βαθιά συγκινητικό. Για παράδειγμα, το να παίξεις σε έναν καθεδρικό ναό προσθέτει ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο εμπειρίας. Θεωρητικά, μπορεί κανείς να μπει σε έναν ναό οποιαδήποτε στιγμή — όμως στην πράξη, ποιος το κάνει; Ή το να παίξεις σε μια αίθουσα συναυλιών, ή μέσα σε ένα δάσος. Κάθε χώρος προσφέρει μια διαφορετική διάσταση.

Η δική μου προσωπική εστίαση στη μουσική έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη αντίχηση και την ακουστική. Δεν είμαι ακουστικός μηχανικός — είμαι μουσικός, συνθέτης, καλλιτέχνης. Γι’ αυτό, η έρευνα για μένα δεν είναι θεωρητική αλλά γίνεται μέσα στον ίδιο τον χώρο, μέσα από το άμεσο βίωμα του ήχου, μέσα από τη σωματική εμπειρία της ακουστικής. Εκεί αποκαλύπτεται η πραγματική φύση του ήχου. Με συναρπάζει το γεγονός ότι οι Sunn O)))  μπορούν να παίξουν σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα, σε ένα φεστιβάλ metal, σε έναν καθεδρικό ναό, σε ένα μουσείο, σε μια αίθουσα συμφωνικής ορχήστρας, σε ένα techno club ή σε έναν χώρο ροκ συναυλιών. Παραμένουμε μπάντα, παρά τις διαφοροποιήσεις. Και το ότι μπορούμε να υπάρχουμε σε όλα αυτά τα πλαίσια, να έχουμε παρουσία σε τόσες ετερόκλητες σκηνές, είναι κάτι που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η επιλογή του χώρου, λοιπόν, είναι ένα μείγμα περιέργειας, τεχνικής σκέψης και καλλιτεχνικής πρόθεσης. Είναι μέρος της ίδιας της εμπειρίας.

Φυσικά, χρειάζεται και ο κατάλληλος τοπικός συνεργάτης. Αν παίζουμε, ας πούμε, στην Αθήνα, συνεργαζόμαστε με κάποιον promoter που δραστηριοποιείται εκεί, γνωρίζει τον τόπο, έχει τις επαφές, τους χώρους, το οικοσύστημά του. Αυτή η συνεργασία είναι καθοριστική· δεν μπορούμε απλώς να πούμε «θέλουμε να παίξουμε εκεί» και να γίνει. Μπορούμε να έχουμε φιλοδοξίες, βέβαια, αλλά στην πράξη είναι πολύ πιο περίπλοκο, και γι’ αυτό τόσο ενδιαφέρον.

- Έχετε βρεθεί στην Αθήνα περισσότερες από μία φορές, με διάφορα project.

Σωστά, και την έχω επισκεφθεί και για διακοπές!

Φωτ.: Angela Betancourt

- Αν, λοιπόν, μπορούσατε να διαλέξετε έναν χώρο για να παίξετε στην Αθήνα, και είχατε πλήρη πρόσβαση σε αυτόν, ποιος θα ήταν;

Πόσα κλασικά μνημεία υπάρχουν στην Αθήνα; Η Ακρόπολη, για παράδειγμα, διαθέτει ένα απίστευτο αμφιθέατρο, το Ηρώδειο. Έχω προσπαθήσει να αποκτήσω πρόσβαση σε αυτό — έχουν γίνει εκεί κάποιες συναυλίες τα τελευταία χρόνια, ακόμη και οι Autechre έπαιξαν εκεί. Άρα, δεν είναι κάτι τελείως απρόσιτο. Έχουμε συνεργάτες που έχουν προσπαθήσει να το οργανώσουν· το να παίξουμε εκεί θα ήταν κάτι πραγματικά μνημειώδες. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη κάποια εμπόδια, κάποιες δυσκολίες που δεν έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε. Ίσως, όμως, κάποια στιγμή να γίνει. Συνήθως, έχω διαπιστώσει ότι κάθε φορά που είναι δύσκολο να εξασφαλίσουμε έναν ιδιαίτερο χώρο, αυτό συμβαίνει επειδή οι τοπικοί φορείς —όσοι διαχειρίζονται ή αποφασίζουν πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτοί οι χώροι— αισθάνονται κάποια επιφύλαξη. Και το κατανοώ απολύτως: στα χαρτιά, οι Sunn O))) μοιάζουν κάπως «τρομακτικοί» — υπάρχουν αρκετά στοιχεία που μπορεί να θεωρηθούν «κόκκινες σημαίες», όχι επειδή είναι επικίνδυνα, αλλά επειδή είναι απλώς έξω από το συνηθισμένο.

Θέλω όμως να το πω δημόσια, όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται, πως η πρόθεσή μας δεν είναι ποτέ να δημιουργήσουμε κάτι καταστροφικό ή βίαιο. Αντιθέτως, κάθε φορά που έχουμε παίξει σε έναν τέτοιο «ευαίσθητο» ή απαιτητικό χώρο, το αποτέλεσμα, παρά τους αρχικούς φόβους ή τους περιορισμούς, έχει υπάρξει βαθιά θετικό, τόσο για το κοινό όσο και για εμάς, αλλά και για τους ανθρώπους που διαχειρίζονται τον χώρο. Ναι, το να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο φαντάζει ριψοκίνδυνο, και ίσως είναι. Αλλά, στην πράξη, έχει αποδειχθεί κάθε φορά καλλιτεχνικά και κοινωνικά εξαιρετικά γόνιμο. Οπότε, ναι, το να παίξουμε στο Ηρώδειο θα ήταν ένα όνειρο.

- Πράγματι μοιάζει κάπως τρομακτικό — με τους ενισχυτές, τη βαριά μουσική, τους μανδύες, το drone… Δεν είναι εύκολο να το συλλάβει κανείς.

Καταλαβαίνω ότι μπορεί να φαίνεται τρομακτικό για κάποιον που καλείται να πάρει το ρίσκο. Υπάρχει συχνά μια επιφυλακτικότητα, που όμως πηγάζει περισσότερο από έλλειψη κατανόησης. Και, όπως συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, όταν αρχίζει να αναπτύσσεται η κατανόηση, δημιουργείται μια γέφυρα. Έχω έρθει αρκετές φορές στην Αθήνα και πάντα μου αρέσει να επισκέπτομαι ιερούς τόπους — εκκλησίες, ναούς, αρχαία ιερά. Κάθε φορά που μπαίνω σε μια Ορθόδοξη εκκλησία, εντυπωσιάζομαι από το πόσο μοιάζουν οι ιερείς με το κοινό μας — ακόμη και με εμάς. Δεν είμαστε ιερείς ή μοναχοί, φυσικά, όμως η τελετουργική διάσταση της εμφάνισής μας, οι μανδύες, έχουν ένα νόημα. Υπάρχουν κοινά στοιχεία που δύσκολα εξηγούνται, αλλά υπάρχουν, και συνδέονται βαθιά με την έννοια της πρακτικής, της τελετουργίας μέσα από την τέχνη. Αυτό, λοιπόν, που για κάποιους μπορεί να φαίνεται «τρομακτικό», για εμάς είναι μια δήλωση της πρακτικής μας.

Φωτ.: Angela Betancourt

- Η σκηνή σας παρουσία, με τους μαύρους μανδύες, αποτελεί, θα λέγατε, τρόπο για να στρέψετε την προσοχή στη μουσική, παρά στην performance;

Ακριβώς. Είναι εργαλείο, τόσο για να έχουμε εμείς μεγαλύτερη ιδιωτικότητα όσο και για να εστιάζει το κοινό στην εμπειρία και όχι στα πρόσωπα.

- Πάντως, εάν μπορούσα να σας κάνω μία πρόταση σε σχέση με τους χώρους που συζητούσαμε πριν, θα ήταν το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Είναι πολύ κοντά στην Ακρόπολη, εύκολα προσβάσιμο, μέσα στα δέντρα, και έχει υπέροχη θέα προς όλη την πόλη.

Α, ναι, αυτό θα μπορούσε να είναι μια ωραία εναλλακτική σε σχέση με Ηρώδειο. Είναι κάτι που ονειρεύομαι διαρκώς, να παίξουμε δηλαδή κάτω από τον ουρανό, με τα αστέρια από πάνω μας. Θα ήταν υπέροχο. Το έχω κάνει μόνο μία φορά, σε μια σόλο συναυλία μου στα νότια της Γαλλίας, στα βουνά. Ήταν απίστευτο. Να παίζεις ηλεκτρική κιθάρα ενώ από πάνω σου απλώνεται ολόκληρος ο ουρανός είναι μια εμπειρία σχεδόν εξωσωματική. Θα ήταν απίστευτο να το ζήσουμε και με τους Sunn O))).

Φωτ.: Angela Betancourt

- Οι Sunn O))) έχουν συνεργαστεί με τεράστια ονόματα, από τον Scott Walker μέχρι τον Merzbow και τόσους άλλους.Πώς διαχειρίζεσαι αυτές τις συναντήσεις διαφορετικών κοσμοθεωριών;

Κάθε συνάντηση είναι τελείως διαφορετική. Μερικές φορές γνωρίζεις κάποιον και δεν καταλαβαίνεις αμέσως τι είναι αυτό που συμβαίνει. Μετά από έξι μήνες ξανασυναντιέστε και αρχίζει να υπάρχει μια οικειότητα. Άλλους ανθρώπους τούς γνωρίζεις και από την πρώτη στιγμή είναι σαν να ήταν φίλοι σου τριάντα χρόνια, σε μια περίεργη, ακαριαία σύνδεση. Άλλες φορές υπάρχει μια καθαρά διανοητική επικοινωνία, πολύ ρευστή, ακόμη κι αν μιλάτε διαφορετικές γλώσσες. Ή μοιράζεστε κοινές αναφορές, κοινούς ήχους, κοινές εμμονές, κι εκεί νιώθεις ότι θα ήταν φυσικό να δουλέψετε μαζί. Αλλά ποτέ δεν υπάρχει μια σταθερή «συνταγή». Είναι όπως στις ανθρώπινες σχέσεις γενικά, κάποιοι άνθρωποι περνούν από τη ζωή σου στιγμιαία, σαν μικρά κύματα που σπάνε στα πόδια σου, και άλλοι έρχονται σαν παλίρροια που σε αλλάζει για πάντα. Κάπως έτσι είναι και με τις συνεργασίες. Όταν αναφέρεσαι σε ανθρώπους όπως ο Masami Akita (Merzbow) ή ο Scott Walker, μιλάμε για καλλιτέχνες που, όταν τους γνώρισα, είχαν ήδη πίσω τους δεκαετίες δουλειάς - στην περίπτωση του Scott, πενήντα χρόνια δημιουργίας. Δεν είναι ότι γνωριστήκαμε τυχαία, σαν να βρεθήκαμε σε ένα μάθημα μαγειρικής και αποφασίσαμε να φάμε μαζί. Είναι πολύ πιο συγκεκριμένο. Aφορά την υψηλή τέχνη και την ανταλλαγή σε ένα πολύ ιδιαίτερο επίπεδο. Κι όμως, η ουσία δεν αλλάζει, οι άνθρωποι θέλουν να γνωρίζουν άλλους ανθρώπους. Οι καλλιτέχνες θέλουν να συναντούν καλλιτέχνες που αγαπούν τη δουλειά τους. Δεν υπάρχει μυστική συνταγή γι’ αυτό, χρειάζεται μόνο θάρρος, σεβασμός και καθαρή πρόθεση. Και βέβαια, να μην έχεις υπερβολικές προσδοκίες. Πολλές φορές μου ζητούν συνεργασία και μου λένε «θα ήμασταν εξαιρετικό ταίριασμα». Κι εγώ σκέφτομαι: «Δεν σε ξέρω καν. Γιατί το λες αυτό;» — χωρίς ειρωνεία, απλώς με απορία. Δεν είναι κάτι αυτόματο. Δεν είναι επαγγελματική πρόσληψη σε μια δουλειά γραφείου. Πρέπει να υπάρχει ένας λόγος, μια σύνδεση που να βγαίνει φυσικά.

- Από όσα έχετε μοιραστεί ως τώρα, όλα μοιάζουν ταυτόχρονα πολύ διαισθητικά και πολύ σκόπιμα ταυτόχρονα...

Πράγματι. Και οι συνεργασίες μας στηρίζονται σε κάτι απλό αλλά ουσιαστικό: να μην παίρνεις τίποτα ως δεδομένο και να εκτιμάς αυτό που συμβαίνει τώρα.

- Αυτή είναι μία υπέροχη φράση για το κλείσιμο!

Θα έρθεις στη συναυλία στην Αθήνα;

- Φυσικά. Δεν πρόκειται να τη χάσω. Δεν θα ήθελα να περιμένω άλλα 21 χρόνια για να ξανάρθετε!

Ελπίζω πως όχι! Έχω σταθεί τυχερός που έχω επισκεφθεί την Αθήνα αρκετές φορές, με άλλα μουσικά project ή και για διακοπές. Την αγαπώ. Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος που οι Sunn O))) θα παίξουν εκεί — το ελληνικό κοινό είναι απίστευτο, γεμάτο πάθος, κι η πόλη έχει κάτι μαγικό. Ανυπομονούμε πολύ.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured