Ο Jack White κλείνει αισίως τα πενήντα. Ο John Anthony Gillis, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ στις 9 Ιουλίου 1975. Ο νεότερος από δέκα αδέρφια, άρχισε να παίζει ντραμς σε νεαρή ηλικία και εμπνεύστηκε από τα αρχέγονα blues των Son House και Blind Willie McTell. Αφού ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση ταπετσαριών στο Ντιτρόιτ, ο White διείσδυσε στη μουσική σκηνή της πόλης ως ντράμερ των Goober & the Peas, μιας τοπικής cowpunk μπάντας που διαλύθηκε το 1995. Ενώ συνέχιζε να παίζει ντραμς για άλλα συγκροτήματα, συναντήθηκε με μια barwoman ονόματι Meg White, και οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1996. Ο Jack εξέλαβε το επώνυμο της Meg, και το ζευγάρι σχημάτισε τους White Stripes μετά από ένα τζαμάρισμα ανήμερα της επετείου της Πτώσης της Βαστίλης (14 Ιουλίου). Σχεδόν αμέσως μετά την επιτυχία του άλμπουμ White Blood Cells (2001), ο White έκανε παραγωγή στο άλμπουμ Van Lear Rose της Loretta Lynn και σχημάτισε τους Raconteurs με τον Brendan Benson, και στη συνέχεια τους Dead Weather με την Alison Mosshart των Kills. Οι White Stripes έδωσαν τέλος το 2011. Η ακόρεστη μουσική όρεξη και η αυστηρή εργασιακή του ηθική υπαγόρευσαν την μετέπειτα πορεία του White. H ανεξάρτητη εταιρεία του, η Third Man Records με έδρα το Νάσβιλ, εξελίχθηκε σε μια μικρή, εκλεκτική αυτοκρατορία, οι Raconteurs και οι Dead Weather πλήθυναν τις κυκλοφορίες τους, και η σόλο καριέρα του αποδείχθηκε ολοένα και πιο ιδιόμορφη με κάθε νέο άλμπουμ. Τα Blunderbuss και Lazaretto πλησίασαν πολύ κοντά στην περιοχή που κάλυψε με τους White Stripes, αλλά η προοδευτική ιδιομορφία του Boarding House Reach δεν αποτέλεσε λοξοδρόμηση, όπως κατέδειξαν τα δίδυμα άλμπουμ του 2022, Fear of the Dawn και Entering Heaven Alive: η θορυβώδης ροκ του πρώτου συμπληρωνόταν από την ήσυχη, ενδοσκοπική περιπέτεια του δεύτερου. Το υποψήφιο για Grammy No Name του 2024 τον είδε να επανασυνδέεται με το αρχέτυπο blues-rock.
Από τότε που ίδρυσε τους White Stripes στο Ντιτρόιτ το 1997, ο White έχει συγκριθεί με μια σειρά από φανταστικές και μη φανταστικές προσωπικότητες, με πιο αξιομνημόνευτη τον Willy Wonka του Roald Dahl - έναν εκκεντρικό λάτρη του DIY που έγινε επιχειρηματίας. Η lo-fi θρησκευτικότητά του έχει καταγραφεί εκτενώς μέσα από έξι ηχογραφήσεις στούντιο των White Stripes και πολλά παράλληλα projects. Κατασκευάζει τα δικά του έπιπλα, φτιάχνει τις δικές του κιθάρες, κατέχει στούντιο ηχογράφησης και δισκογραφική εταιρεία, και σχεδιάζει εσωτερικούς χώρους και ρούχα.
Παρακάτω ακολουθεί μια προσωπική επιλογή δεκατριών άλμπουμ απ’ όλη τη δισκογραφία του Jack White, με τους White Stripes, τους Raconteurs, τους Dead Weather, σόλο…Κάποιος προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει εύστοχα (και θα εκπλαγεί ίσως) ότι απουσιάζει το πολύ επιτυχημένο Get Behind Me Satan. Είναι ένα άλμπουμ που γενικά μου αρέσει. Μου αρέσει όμως έτσι όπως θα μου άρεσε ένα άλμπουμ των AC/DC, όχι των White Stripes.
1. The White Stripes - White Blood Cells (Sympathy for the Record Industry, 2001)
Οι αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν μια ευεπίφορη περίοδος την κιθαριστική rock μουσική. Η μουσική των White Stripes αποτέλεσε μια πολύτιμη πύλη για ακροατές που συνήθως δεν θα τολμούσαν να εισέλθουν στο underground και κατάφεραν συγχρόνως να περάσουν το γκαραζιέρικο rock τους στο mainstream. Η αμεσότητα του ήχου τους ήταν κομμένη και ραμμένη για το ραδιόφωνο, και το μυστήριο γύρω από τη σχέση του ντουέτου απλώς πρόσθεσε στην ίντριγκα. O Jack γρατζουνάει ηθελημένα την κιθάρα σαν ερασιτέχνης και η Meg κοπανάει ανέμελα τα τύμπανα κα μέσα σ’ αυτή την πηγαία επίδειξη λουδιτισμού, το “White Blood Cells” ακούγεται συναρπαστικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπάρχει μια ωραία ισορροπία μεταξύ των εκκεντρικών τραγουδιών, όπως τα "I Think I Smell a Rat" και "The Union Forever", και των rockabilly-punk κομματιών όπως το "Fell In Love With a Girl" και το “Hotel Yorba”. Το α λα Cpt. Beefheart blues "Dead Leaves and the Dirty Ground", που ανοίγει τον δίσκο και το “I'm Finding It Harder to Be a Gentleman”, που θυμίζει Beatles της εποχής “Revolver”, είναι δύο από τις πιο καλοδουλεμένες στιγμές. Το “White Blood Cells” δεν είναι ίσως το καλύτερο ή το πιο ολοκληρωμένο album των White Stripes -αυτό είναι μάλλον το “Elephant”- ωστόσο είναι, επαναλαμβάνω, το πιο συναρπαστικό.
2. The White Stripes – Elephant (XL, 2003)
Tο “Elephant” ηχογραφήθηκε σε μόλις δύο εβδομάδες σε ένα κασετόφωνο οκτώ κομματιών και όργανα με ηλικία μεγαλύτερη από αυτήν των μελών του συγκροτήματος, —ένα lo-fi αριστούργημα που θα μπορούσαν να έχουν ηχογραφήσει οι Royal Trux αν είχαν διακτινιστεί στα τέλη των 60ς και έπαιρναν τη θέση των Sonny & Cher. Σε αρκετά σημεία, το γκρουπ εξελίσσει τον ήχο του “White Blood Cells”: στο πρωτόγονο “Black Math”, στο cow-punk “Girl”, στο “You Have No Faith In Medicine” και στο ζεπελιν-ικό “Ball and Biscuit”. Tο “Fell In Love With A Girl” και το “Hypnotise” έχουν μίνιμαλ ενορχήστρωση και φρενήδη ρυθμό, πριν πέσουν οι τόνοι στην downtempo μελαγχολία του “Dead Leaves And The Dirty Ground” ή του “There's No Home for You Here”. Το " I Want To Be The Boy" είναι ένα κομμάτι για πιάνο που απαθανατίζει τον Jack να τραγουδάει σαν κάποιο υποκατάστατο του Rod Stewart . Το "You've Got Her In Your Pocket" είναι ένα πανέμορφο, ήσυχο folk-blues. Το "In The Cold, Cold Night" είναι ένα μικρό τραγούδι τύπου “Fever” με τη Meg στο μικρόφωνο. Το " There's No Home For You Here" βρίσκει τον Jack να αντιπαραβάλλει τσιριχτές ανατροφοδοτήσεις και χορωδιακή μελωδία τύπου Beatles. Και το country-closer " It's True That We Love One Another" εκθέτει τον Jack και τη Meg σε ένα μουσικό σεμινάριο με τη θεά της βρετανικής garage-pop, Holly Golightly , η οποία κλείνει το μάτι και λέει ότι αγαπάει τον Jack "σαν μικρό αδερφό". Η απάντησή του: "Λοιπόν, Holly, κι εγώ σ' αγαπώ / Αλλά υπάρχουν τόσα πολλά που δεν ξέρω για σένα". Το “Elephant” ακούγεται σαν το album άλμπουμ που θα είχαν κάνει οι White Stripes ακόμα κι αν δεν τους αναγνώριζαν ως το σπουδαιότερο rock ‘n’ roll συγκρότημα στον κόσμο. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που τους αξίζει να είναι.
3. The Raconteurs - Broken Boy Soldiers (Third Man, 2006)
To σούπερ-γκρουπ που σχημάτισε ο Jack μαζί με τον τραγουδοποιό Brandan Benson και τους Jack Lawrence και Patrick Keeler των νέο-γκαραζιέτηδων Greenhornes – που έγιναν ευρέως γνωστοί από το soundtrack του “Broekn Flowers” του Jim Jarmusch. Ως εναρκτήριο κομμάτι στο πρώτο τους album, επέλεξαν απλώς το τέλειο rock single του 21ου αιώνα: το " Steady, As She Goes”, έναν τέλεια ισορροπημένο μουσικό γάμο των κιθαριστικών pop hooks του Brendan Benson με το έντονο φωνητικό στυλ του Jack White. Η ίδια πάνω-κάτω φόρμουλα λειτουργεί και στο “Intimate Secretary”. Άλλες σπουδαίες στιγμές του δίσκου παραπέμπουν περσότερο στο ύφος της τραγουδοποιίας που μας έχει συνηθίσει ο Benson στις προσωπικές του δουλειές, κομμάτια όπως το ποπ διαμάντι “Hands” ή τα πιο ακουστικά “Call It A Day” και “Yellow Sun”.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά στους Raconteurs. Μακριά από την λαμπερή ποπ μουσική, βρίσκεται μια πιο μακρυμάλλικη μουσική αίσθηση που παραπέμπει στο ψυχεδελικό rock της δεκαετίας του 1960, που αντανακλά στα κομμάτια που κυρίως έχει γράψει ο White. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, σε στυλ Led Zep, ξεχωρίζει ιδιαίτερα, καθώς τα αντηχητικά φωνητικά του White κορυφώνονται πάνω από στροβιλιζόμενα Hammond και δυνατά τύμπανα.
Highlight το τελευταίο κομμάτι "Blue Veins", που αφήνει μια παραισθησιογόνα επίδραση: εισάγεται δυναμικά, ακολουθεί ένα μακροσκελές ορχηστρικό μέρος και τελικά απογειώνεται με τις κιθάρες να παίζουν τσίτα και με τα φωνητικά του White να αντηχούν απόκοσμα και τρεμάμενα πάνω από ένα groove παρόμοιο μ’ αυτό του "Stop" της Sam Brown.
4. The White Stripes - De Stijl (Sympathy for the Record Industry, 2000)
Η έννοια του «χώρου»: η παρουσία ενός καλλιτέχνη εξαρτάται από το πώς τοποθετείται μέσα σε μια κενή έκταση, κάτι που ακριβώς έκανε τον Jack και τη Meg τόσο δυναμικούς. Η σταθερή εγγύτητα του διμελούς συγκροτήματος με το τίποτα έκανε κάθε ήχο που παρήγαγαν πολύ πιο αποτελεσματικό από αυτόν των συγχρόνων τους, με τουλάχιστον διπλάσια ισχύ.
Όταν το ομώνυμο ντεμπούτο των White Stripes το 1999 δεν τράβηξε τόσα πολλά βλέμματα όσο ήλπιζαν, αποφάσισαν να περιορίσουν ακόμη περισσότερο την προσέγγισή τους. Παρά το γεγονός ότι συνδύασαν την πρώτη τους δέσμη τραγουδιών σε ένα στούντιο, έστησαν αυτό που ήταν ακόμα μια πολύ μικρή επιχείρηση στο σαλόνι του Jack στην οδό Ferdinand 1203 στο Ντιτρόιτ. Λίγους μήνες μετά την οριστικοποίηση του διαζυγίου του ζευγαριού, αποκάλυψαν το De Stijl το καλοκαίρι του 2000. Το άλμπουμ εστιάζει κυρίως στα βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία ενός στιβαρού τραγουδιού, με πολύ λίγο χρόνο αφιερωμένο στη διακόσμηση (σε αυτήν την περίπτωση, στην τελειομανή επεξεργασία μετά την παραγωγή) για να κάνει τη συλλογική μονάδα να φαίνεται πιο όμορφη από τα άκαμπτα θεμέλιά της. Όπως είναι αναμενόμενο, η σεμνή αρχιτεκτονική του είναι παρόμοια με το καλλιτεχνικό κίνημα του 20ού αιώνα από το οποίο πήρε τον τίτλο του. Το "You're Pretty Good Looking (For a Girl)" στρέφεται στα βασικά – οι απλές συγχορδίες και τα παιδικά τύμπανα γεμίζουν τα φωνητικά του Jack. Το παίξιμο των ντραμς της Meg μπορεί να φαίνεται παιδαριώδες, όμως, σκεφτείτε το εξής: oι Beatles δεν θα ήταν οι ίδιοι με τον John Bonham να διακόπτει το "Ticket to Ride" σολάροντας στα ντραμς, και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο τα ντραμς της Meg στο "Hello Operator" συνοψίζουν τη φιλοσοφία "less-is-more" του ντουέτου.
Όσο μινιμαλιστικό κι αν είναι, το άλμπουμ έχει και τις δικές του «γεμάτες» στιγμές. Tο “Little Bird” περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα blues-rock παιξίματα κιθάρας του Jack. Γλυκόξινα folk κομμάτια όπως το "Apple Blossom" συνυπάρχουν σε μια αινιγματική αρμονία με τον ατημέλητο λήθαργο των "Sister, Do You Know My Name?", "Truth Doesn't Make a Noise" και "A Boy's Best Friend". Ωστόσο, πιο θορυβώδη κομμάτια όπως τα "Let's Build A Home", "Jumble, Jumble" και "Why Can't You Be Nicer To Me?", είναι πιο ταιριαστά με τον πρώτο τους δίσκο. Επαναπροσδιορίζοντας αντίκες του blues όπως το "Death Letter" και το "Your Southern Can Is Mine", το δίδυμο αποκάλυψε το μεγαλείο του Blind Willie McTell (στον οποίο είναι αφιερωμένο το De Stijl ) και του Son House στο ευρύ κοινό. Καθώς η εμβέλεια του Jack και της Meg άρχισε να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της πόλης του Ντιτρόιτ, το ίδιο συνέβη και με τα ονόματα των πολλών αφανών ηρώων που τους οδήγησαν στην επιτυχία.
5. The Raconteurs - Consolers of the Lonely
Πολύ γενικόλογα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το “Consolers Of The Lonely” είναι μια πιο trash εκδοχή του πρώτους album “Broken Boy Soldiers”. Είναι επίσης μεγαλύτερη η συμβολή του Jack White στα κομμάτια του δεύτερου δίσκου.
Το album πραγματικά αποδεικνύει την ύπαρξη του ταλέντου που διαθέτουν οι Raconteurs. Από το υπέροχο μπάσο του Jack Lawrence, μέχρι τα απίστευτα, συγχρονισμένα φωνητικά των White και Brendan Benson. Η μετάβαση μεταξύ Jack και Brendan είναι εξαιρετική, Κομμάτια όπως το “Solute Your Solution” αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Το νότιο boogie “Top Yourself” είναι μια άλλη πολύ δυνατή στιγμή, που στρώνει το χαλί για τη μεγαλοπρεπή αφήγηση του “Carolina Drama”: ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Jack White, το τελευταίο αποτελεί στιχουργικά μια μετεξέλιξη του μύθου της «Μονομαχίας του Stagger Lee και του Billy», με την αφήγηση να ξεδιπλώνεται πάνω σε μια φαινομενικά απλή countery-folk μελωδία που κλιμακώνεται και εμπλουτίζεται βαθμιαία. Ένα μικρό, λυρικό έπος της βίας του γουέστερν!
6. Jack White – Lazaretto (Third Man, 2014)
Στο ομώνυμο κομμάτι του “Lazaretto”, δεύτερου σόλο δίσκου του, ο Jack White τραγουδάει για τη διαφυγή του από έναν σταθμό καραντίνας στη Νήσο Μαν. Όπως πολλοί στίχοι του White, η κατάστασή του θα μπορούσε να είναι φανταστική ή η επίκληση μιας εμπειρίας προηγούμενης ζωής. Σε αντίθεση με το πρώτο του προσωπικό album, το “Blunderbuss” και τα προηγούμενα άλμπουμ των White Stripes, τα οποία ηχογραφήθηκαν σε μερικές μέρες ή εβδομάδες το καθένα, το “Lazaretto” χρειάστηκε 18 μήνες για να ολοκληρωθεί.
Το εναρκτήριο κομμάτι “Three Women” είναι ένα σπαστικό μπλουζ δομημένο γύρω από ένα συνεχώς δυναμικό funky backbeat. Μια αισθητή επιρροή hip-hop είναι παντού στην ηχογράφηση με βαθιά, φουσκωτά μπάσα-τύμπανα και ιδιαίτερα στα φωνητικά του White. Άλλα κομμάτια γεμάτα beats και σχεδόν MC είναι τα “I Think I Found the Culprit” και “That Black Bat Licorice. Η πιο δυνατή στιγμή του δίσκου, το "Would You Fight For My Love", ξεκινά με έναν δυσοίωνο συνδυασμό τυμπάνων/πλήκτρων που είναι συναρπαστικός και ανατριχιαστικός, με τον White να παρακαλά έναν εραστή πριν από την έντονη απόφαση. Το "Temporary Ground" με βάση το βιολί πλέει πάνω από κυματιστά κρυστάλλινα νερά με τα υπέροχα δεύτερα φωνητικά της Ruby Amanfu. Το country-swing δίνει και παίρνει στο "Just One Drink", το "Alone In My Home" χρωματίζεται με ζωηρά περάσματα στο πιάνο και sliding μπάσο, ενώ στο τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, το "Want and Able", ο Jack στήνει ντουέτο με τον ίδιο του το εαυτό, υποδυόμενος δύο διαφορετικούς ρόλους. Το “Lazaretto” ήταν η καλύτετη απόδειξη για το ότι στην μετά-White Stripes εποχή, ο Jack White είναι ακόμα ικανός να δημιουργεί μερικές από τις πιο συναρπαστικές, απαιτητικές και εμπνευσμένες μουσικές που υπάρχουν. Σε αντίθεση όμως με τη συνηθισμένη του προσέγγιση, εδώ ήταν σαν να ακούς τον Ian MacKaye των Fugazi να επιβλέπει ένα άλμπουμ των Fleetwood Mac της εποχής του Rumors.
7. The Raconteurs - Help Us Stranger (Third Man, 2019)
Το τρίτο album των Raconteurs ανέβηκε κατευθείαν στο νούμερο ένα στα charts των ΗΠΑ – απόδειξη ότι η μπάντα είχε κατακτήσει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην ποιοτική σύνθεση τραγουδιών και την νοούμενη ως «εμπορική μουσική»∙ τόσο το ξέφρενο boogie όσο και οι μπαλάντες που υπάρχουν στο άλμπουμ δεν θα πρέπει να θεωρούνται ένοχες απολαύσεις χωρίς νόημα. Το εναρκτήριο κομμάτι, "Bored and Razed" κινείται ανάμεσα σε σιγανές, σχεδόν τζαζ-μπλουζ μελωδίες και ξέφρενα riff. "California bored and razed", τραγουδάει ο Benson στο ρεφρέν, παρέχοντας ένα γλυκό αντίδοτο στους τραχείς στίχους του White. Η ακουστική ενορχήστρωση σε μινόρε τόνους του "Only Child" επιτρέπει στους Raconteurs να διασχίσουν τα μονοπάτια του hard folk-rock που διάβηκαν οι Led Zep στα τέλη των 60ς. Και από εκεί, μεταβαίνουν με άνεση στο άμεσο punk shuffle του "Don't Bother Me”. Η μοναδική διασκευή του άλμπουμ, το "Hey Gyp (Dig the Slowness)", ήταν ένα b-side του Donovan του 1965. Αλλού, το glam-rock των "Sunday Driver" και "What's Yours Is Mine" προσφέρει άφθονα δυνατά riffs, ενώ το σχεδόν μπαρόκ "Shine the Light on Me" διαθέτει μια prog μεγαλοπρέπεια. Ανάμεσα σ’ αυτά, το “Somedays (I Don't Feel Like Trying)” είναι μια συγκινητική country μπαλάντα ενισχυμένη με power-pop συγχορδίες, κάτι σαν μια alt-country εκδοχή των Big Star.
8. The White Stripes - The White Stripes (Sympathy for the Record Industry, 1999)
Μινιμαλιστικό σε σημείο που να ακούγεται μνημειώδες, το ντεμπούτο των White Stripes ακούγονται σαν arena rock χειροποίητα φτιαγμένο στη σοφίτα. Με μια λέξη, οικονομία (και αυτό ισχύει και για τους δύο μουσικούς). Η επιλογή των διασκευών των Whites είναι επίσης εμπνευσμένη. Η φωνή του Jack αποδεικνύεται εξίσου κατάλληλη τόσο για το ύφος της απελπισίας του "Stop Breakin' Down" του Robert Johnson όσο και της μοναξιάς του "One More Cup of Coffee" του Bob Dylan. Κανένα από τα δύο δεν είναι εφάμιλλο των πρωτότυπων, αλλά παρόλα αυτά αποκτούν μια ξεχωριστή, στοιχειωτική χροιά στο πικάπ. Όλα τα DIY ντουέτα πανκ-κάντρι-μπλουζ-μέταλ θα έπρεπε να ακούγονται τόσο καλά.
9. Jack White - No Name (Third Man, 2024)
Το «άλμπουμ-για-τους-φανς» που συγχρόνως διαφημίστηκε ως μια «επιστροφή στις ρίζες». Δεν είναι τόσο μια αναμέτρηση με την εποχή του στους White Stripes όσο μια συνέχεια του ατελείωτου υβριδισμού της αμερικανικής roots μουσικής με το garage-punk. Το εναρκτήριο "Old Scratch Blues" είναι, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, βαρέων βαρών μπλουζ. Το αμέσως επόμενο, “Bless Yourself” κραδαίνει ένα συγκλονιστικά θολωμένο riff σαν χιπ χοπ ρυθμό. Ούτε μετά από αυτό η ένταση μειώνεται, καθώς το “That's How I'm Feeling” καθιερώνεται (μαζί με τα “Bombing Out” και “Number One with a Bullet”) βάζουν τα γυαλιά στα περισσότερα σημερινά νεανικά γκρουπ που ευαγγελίζονται την «επιστροφή στο πανκ». Η περιπετειώδης πλευρά του White εκδηλώνεται στα "Underground" και "Rough on Rats", μια funky περιπέτεια με μια ατμόσφαιρα που θυμίζει τζαμάρισμα. Στη δεύτερη πλευρά, κομμάτια όπως τα "Tonight (Was a Long Time Ago)" και "Morning at Midnight" είναι εντελώς…White Stripes στα ντουζένια τους, σε σημείο που να αναρωτιέσαι αν βρίσκεται η Meg πίσω από τα τύμπανα.
10. The Dead Weather - Dodge and Burn (Third Man, 2015)
Οι Dead Weather σχηματίστηκαν στο Νάσβιλ, τη νέα βάση του Jack White, το 2009. Πλάι του οι Alison Mosshart (Kills/Discount ), Dean Fertita & Jack Lawrence (Greenhornes/Raconteurs) και η Karen O. Μετά από δύο απλώς καλούς δίσκους (Horehound 2009, Sea of Cowards 2010), το Dodge and Burn αποδείχθηκε η καλύτερη δουλειά τους και ένα άλμπουμ που παράλληλα ανταποκρίνεται άψογα σε οποιοδήποτε άλλο έργο έχει δημιουργήσει ποτέ ο White. Σε κομμάτια όπως το “I Feel Love (Every Million Miles)” ή το “Buzzkill(er)”, ειδικά η Alison Mosshart έχει βρει επιτέλους την εσωτερική της blueswoman σε σημείο που αναρωτιέσαι αν τα φωνητικά της ταιριάζουν περισσότερο σε αυτό από ό,τι του White.
Το “Let Me Through” μπαίνει δυναμικά στο mix ως ένα κομμάτι που θυμίζει έντονα White Stripes της φάσης “Blue Orchid”∙ είναι γεμάτο και βαρύ, ενώ παράλληλα είναι λιτό και απλό. Ο Jack ο ράπερ, κάνει μια δυναμική εμφάνιση στο “Three Dollar Hat”, ενώ στα “Lose the Right” και “Rough Detective” το σκληρό blues ξαναπαίρνει κεφάλι. Το “Open Up” κινείται ξανά στα χνάρια των Led Zep, με τις αρχέγονες κραυγές του Mosshart να ανταγωνίζονται οτιδήποτε είχε κάνει ο Robert Plant. Το “Be Still” οδηγεί τα πράγματα σε ένα πιο ενδιαφέρον μονοπάτι. Το διακριτικό μπάσο και τα ντραμς κυριαρχούν για πρώτη φορά στο άλμπουμ και η χημεία μεταξύ Mosshart και White είναι επίσης στο απόγειό της. Συχνά μοιάζουν σαν να βρίσκονται μίλια μακριά τραγουδώντας, αλλά εδώ νιώθεις σαν να τραγουδούν ο ένας μπροστά στον άλλον και να λένε απλώς «Μείνε Ακίνητος» .
11. Jack White - Blunderbuss (Third Man, 2012)
Το Blunderbuss ακούγεται ακριβώς όσο εκκεντρικός θα περίμενε κανείς να ακούγεται ένας σόλο δίσκος του Jack White. Ο τελευταίος έκανε εξαιρετική δουλειά στην προεπισκόπηση του άλμπουμ με την επιλογή των singles του: ενώ το "Sixteen Saltines" είναι ουσιαστικά το "Crazy Beat" του (ένα δυνατό riff-rocker που ακούγεται σαν μια αποδυναμωμένη εκδοχή των προηγούμενων επιτυχιών του), το σαγηνευτικό "Love Interruption" δείχνει ότι ο White δεν φοβόταν να είναι τολμηρός. Υπέροχα διακριτικό, γεμάτο με κλαρινέτο και γυναικεία δεύτερα φωνητικά, όλα αυτά λειτουργούν ως διατύπωση θέσης για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Το Blunderbuss είναι ένα αξιοσημείωτα σκοτεινό άλμπουμ. Στο “Freedom at 21”, με το άγριο σόλο στην κιθάρα, ο Jack ακούγεται πικραμένος και αγανακτισμένος – λόγω του τότε χωρισμού του με την Karen Elson; Το πρώτο μισό του Blunderbuss συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το πνεύμα, δείχνοντας τον White με γυμνά δόντια, συχνά αυτοπροσδιοριζόμενος ως θύμα (όπως κάνει στο εναρκτήριο "Missing Pieces", ένα άλλο highlight του δίσκου). Ολόκληρο το πρώτο μισό του δίσκου παρουσιάζει μια ιστορία ρομαντικής θλίψης με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μερικοί κριτικοί το έχουν συγκρίνει με το Blood on the Tracks του Dylan, με το σκεπτικό ότι αντί να επικεντρώνεται ολόκληρος ο δίσκος σε ένα ειδύλλιο που πήγε στραβά, το δεύτερο μισό κάπως θολώνει, δίνοντας περισσότερο την αίσθηση μιας «συλλογής τραγουδιών» παρά ενός «εστιασμένου άλμπουμ».
Στις καλύτερες στιγμές του δίσκου φιγουράρουν το λιτό ενορχηστρωτικά και χαμηλών τόνων "Love Interruption", το piano boogie-woogie "Hip (Eponymous) Poor Boy" και το country-blues "On and On and On". Το ίδιο ισχύει και για το ξέφρενο "Trash Tongue Talker", το οποίο, αν και διασκεδαστικό, αποδεικνύεται πιο φευγαλέο παρά διαρκές. H electro-punk διασκευή στο "I'm Shakin'", το παλιό rhythm ‘n’ blues κομμάτι του Little Willie John, αναπαριστά τον White ως έναν σύγχρονο Elvis, με doo-wop backing vocals και ένα ροκ riff εμπνευσμένο από τη δεκαετία του '50 που τυχαίνει να είναι βαμμένο με λίγο fuzz κιθάρας της δεκαετίας του '70. Τελικά, το Blunderbuss είναι ένας μπερδεμένος, αλλά παρόλα αυτά σπουδαίος δίσκος, που θέλει να είναι δύο πράγματα ταυτόχρονα: μια δήλωση για τους πόνους ενός χωρισμού και μια συλλογή τραγουδιών που είναι ταυτόχρονα τολμηρά και εκκεντρικά.
12. The White Stripes - Icky Thump (Warner, 2007)
Το Icky Thump ήταν ένα είδος ανάστασης. Η επανένωση με τη Meg δίνει στον Jack την ευκαιρία να επιστρέψει στα μπλουζ του υπογείου. Μετά τις απλές ραδιοφωνικές-ροκ παγίδες των Raconteurs, το Icky Thump διαθέτει μια απροσδόκητη φρεσκάδα, ακόμη και δεδομένης της επιστροφής στα βασικά του υπόθεση. Αν είχε κυκλοφορήσει αμέσως μετά το …Satan, θα μπορούσε να φανεί σαν ένα κυνικό, οπισθοδρομικό δώρο για τον πυρήνα των θαυμαστών, αλλά ερχόμενο μετά το Broken Boy Soldiers, ανακτά μια αίσθηση αρχέγονου διονυσιασμού και μια καυστική χροιά που το δίδυμο δεν είχε από την εποχή που το White Blood Cells τους εκτόξευσε στην κορυφή.
Ηχογραφημένο σε αυτό που χαρακτηρίζεται ως μαραθώνια ηχογράφηση για τα κυβικά τους (τρεις ολόκληρες εβδομάδες), το Icky Thump επανασυναρμολογεί τα περισσότερα από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν την τριλογία των White Stripes πριν από τη φήμη: βρώμικα garage-blues, μια διασκευή στο αριστερό πεδίο, παράξενα κομμάτια από spoken word, Zeppelin και Dylan.
Το ομώνυμο κομμάτι δηλώνει όμορφα αυτό το έδαφος, εναλλάσσοντας ένα υπερφορτωμένο, βασανισμένο όργανο με άγρια χτυπήματα κιθάρας. Το "I'm Slowly Turning Into You" συνδυάζει ήχους του Wurlitzer με fuzz-guitar σχεδόν άψογα. Το "St. Andrew (The Battle Is in the Air)" βρίσκει τον White να αντιμετωπίζει γκάιντες με διαθέσεις αλυσοπρίονου. Και στο "Conquest", ανταλλάσσει ουρλιαχτούς ήχους Casio με έναν τρομπετίστα.
Η αβίαστη δυναμική του ντουέτου στο "Bone Broke" και στο “You Don't Know What Love Is (You Just Do As You're Told)"απορρίπτει την τάση του garage-rock που αρχίζει να ξαναφουσκώνει κουραστικά. Σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους αναβιωτές, οι Stripes δεν συμβιβάζονται με το να ξαναγράφουν ή να διασκευάσουν ασταμάτητα το "96 Tears".
13. Jack White - Fear of the Dawn (Third Man, 2022)
Το Fear of the Dawn αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ποικιλία των κατευθύνσεών του μπορεί να πάρει η εξέλιξη του Jack White ως singer-song writer και το all around ύφος που τον διακρίνει. Παραδείγματα: Το εναρκτήριο “Taking Me Back” και το επόμενο ομώνυμο κομμάτι “Fear Of The Dawn” είναι γεμάτα με τις χαρακτηριστικές του φαζαρισμένες κιθάρες που χτίζουν riffs που απολήγουν σε τσιριχτά σόλο. Το “Hi-De-Ho”, με τη συμμετοχή του Q-Tip των Tribe Called Quest ακούγεται περισσότερο σαν Gorillaz, ενώ το “Eosophobia” (παρεμπιπτόντως, ο νοσηρός φόβος για την αυγή ή το φως της ημέρας) ξεκινά στη χώρα του dub με στρογγυλά μπάσα και μακρινά delays, μετά σας μεταφέρει γρήγορα σε ένα λίγο ραδιοφωνικό μοτίβο α λα Grateful Dead της δεκαετίας του '70 και μετά πίσω στην Τζαμάικα. Λικνιστικά κομμάτια με έντονο το gospel στοιχείο, όπως τo "Into the Twilight", θα λειτουργούσαν το ίδιο καλά σε κάποιο κλαμπ ή σε μια αφροαμερικανική εκκλησία.
Συνολικά, το Fear of the Dawn δεν είναι εύκολο album, αλλά είναι ακριβώς το εύρος του album που το κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον.