Annahstasia – Tether

Ως κορίτσι του post-punk, αν μου έλεγες πριν από μερικά χρόνια ότι θα περνούσα το καλοκαίρι μου ακούγοντας country, indie και folk θα σου έλεγα πως αυτό είναι κάποιο αστείο, κι αν το μπάσο δεν διαπερνά όλα τα κύτταρα μου, δεν τη νιώθω τη μουσική. Όμως ο καιρός περνάει, η νιότη με τα σφιγμένα δόντια και τις σφιγμένες γροθιές γίνεται ολοένα από πραγματικότητα αφήγηση, και, στα τριάντα στρογγυλά, θέλω να αναπνέω, θέλω απαλότητα και ομορφιά.

Κι έτσι βρίσκομαι ενώπιον του ντεμπούτου Tether της Annahstasia, που κυκλοφόρησε μόλις μερικές εβδομάδες πριν. Του ασπρόμαυρου εξώφυλλου του, με την αμερικανονιγηριανή να με κοιτάζει κατάματα. Του γυμνού της δέρματος, που προϊδεάζει για το συναισθηματικό ξεγύμνωμα που θα ακολουθήσει.

Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω, η τριαντάχρονη πλέον Annahstasia, με βάση στο Los Angeles, κατάφερε πριν ακόμη κυκλοφορήσει μια ολοκληρωμένη δουλειά να περιοδεύει μαζί με τον Lenny Kravitz. Διόλου τυχαία, μιας και από 17 ετών τριγυρνά σε στούντιο, σε δρόμους και δωμάτια φίλων, γράφοντας και ερμηνεύοντας τραγούδια. Οι μουσικές τις λίστες στη γνωστή πλατφόρμα αναπαραγωγής μουσικής σκιαγραφούν, δε, την λεπτή, ρομαντική της αισθητική, φέροντας τίτλους όπως "Rivers, waterfalls and crystal springs", "Bathing in Berlin", "Pink Cowboy Boots" και "Surface Level". Βέβαια η ίδια, το αντίθετο παρά surface level είναι.

Η βαθιά, σχεδόν άφυλη φωνή της έχει κάτι ζεστό και ανεπαίσθητα γνώριμο, όπως η ANOHNI ή η Tracy Chapman. Η μουσική της, έχοντας την τυπική μοντέρνα folk διακριτικότητα, απαλλαγμένη από το βάρος του εντυπωσιασμού στέκεται σχεδόν διάφανη, και ακριβώς γι’ αυτό διαθέτει όγκο που δεν προκύπτει από την υπερσυσσώρευση οργάνων αλλά από το συναισθηματικό βάθος. Και φυσικά, την πρόθεση. Όπως η ίδια αναφέρει, η σταχυολόγηση των κομματιών που έμελε να γίνουν το άλμπουμ Tether ήταν προσεκτική και χρονοβόρα. Το αποτέλεσμα είναι μια συλλογή όπου το ενδόμυχο γίνεται δημόσιο μέσα από στίχους-ποιήματα και έντονα λυρικές εικόνες σε έντεκα πράξεις.

Αυτή τη φορά δεν θα πιάσω όμως ένα ένα τα κομμάτια να σου πω για συνθέσεις και λέξεις, μολονότι ανάμεσά τους κρύβεται μια αστείρευτη εσωτερική ομορφιά. Θα σου πω όμως για το υπέροχο κείμενο “The Transformation of Silence into Language and Action” της συγγραφέως Audre Lorde. Εκεί, αντιμέτωπη με τον καρκίνο, γράφει :

«Όταν βρέθηκα βίαια αντιμέτωπη με θνητότητά μου, με την επίγνωση του πόσο εύθραυστη και σύντομη μπορεί να είναι η ζωή, έπρεπε να δω καθαρά τι πραγματικά επιθυμούσα, τι ζητούσα από τον χρόνο που μου απομένει. Μέσα σε αυτό το αμείλικτο φως, οι προτεραιότητες και οι παραλείψεις μου αποκαλύφθηκαν με τρόπο ανελέητο. Κι εκείνο που μου στοίχιζε περισσότερο δεν ήταν όσα έκανα, αλλά όσα σιώπησα.

Τι φοβόμουν; Να εκφράσω τις σκέψεις μου, να μιλήσω όπως πίστευα; Νόμιζα πως αυτό θα έφερνε πόνο, ίσως και θάνατο. Μα η αλήθεια είναι ότι όλοι πονάμε, αδιάκοπα και με αμέτρητους τρόπους. Και ο πόνος, όσο κι αν μοιάζει αβάσταχτος, αλλάζει ή τελειώνει. Ο θάνατος όμως είναι η απόλυτη σιωπή. Κι αυτή μπορεί να φτάσει ανά πάσα στιγμή — χωρίς να περιμένει να έχω πει όσα έπρεπε, χωρίς να νοιάζεται αν άφησα την αλήθεια μου κρυμμένη πίσω από μικρές, επίμονες σιωπές, με τη σκέψη ότι κάποια μέρα θα μιλήσω ή με την ελπίδα να το κάνει κάποιος άλλος για μένα.

Έτσι άρχισα να ανακαλύπτω μέσα μου μια πηγή δύναμης. Μια δύναμη που δεν προέρχεται από την απουσία φόβου, αλλά από την ικανότητα να τον κοιτάζεις και να τον τοποθετείς στη σωστή του διάσταση. Κι αυτή η συνειδητοποίηση μου χάρισε μια ανθεκτικότητα που δεν ήξερα ότι διέθετα.»

Ακούγοντας το Tether, τα λόγια αυτά μου έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό, καθώς εδώ έχουμε ακριβώς έναν ευαίσθητο, εκλεπτυσμένο τρόπο να ειπωθούν μικρές και μεγάλες αλήθειες, Ο δίσκος ξεδιπλώνεται σαν μια μελέτη πάνω στο δέσιμο ως μια πιο βαθιά, υπαρξιακή συνομιλία με την ίδια την ανάγκη για επιβίωση. Από το “Take Care of Me” (με τον στίχο “I’m porcelain sitting on your highest shelf I’m gonna fall, fall without your help” να είναι ίσως ολόκληρη η ψυχή του άλμπουμ) ως το “Overflow”, η Annahstasia χαρτογραφεί την τρυφερότητα, την κούραση, την απώλεια και την βαθιά υπαρξιακή επιθυμία να βρει κανείς χώρο να σταθεί. Το εναρκτήριο “Be Kind”, δε, αποτείνεται σαφώς ότι το δέσιμο, για να υπάρξει, χρειάζεται πρώτα ευγένεια και τρυφερότητα. Η τραγουδοποιός δεν καταπιάνεται με «μεγάλα» θέματα, αλλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται όλα τα δεσίματα, τους κόμπους και τις συνδέσεις της προσωπικής ζωής, όπως τουλάχιστον η ίδια την βιώνει.

Να ξεκαθαρίσω πως η αναφορά μου στην Audre Lorde δεν είναι ούτε τυχαία ούτε διακοσμητική. Η Annahstasia παίρνει στα σοβαρά την ιδέα του συναισθηματικού έργου, την αντίληψη του σώματος ως φορέα ποίησης και πολιτικής ταυτόχρονα. Όπως η Lorde, στην απόλυτη στιγμή τρωτότητας μιλούσε για την λύση της σιωπής, έτσι κι εδώ η φωνή της Annahstasia γίνεται σωματική, ευάλωτη, άμεση. Είναι η προσπάθεια μιας μαύρης γυναίκας να αρθρώσει την εμπειρία της χωρίς να τη συρρικνώσει σε κατηγορία ή εμπορικό σχήμα. Ο ίδιος ο τίτλος, Tether, κουβαλάει την αμφισημία του δεσίματος. Ποιος κρατάει ποιον; Είναι η αγάπη, η ανάγκη, η υποχρέωση, ή απλώς μια μορφή επιβίωσης; Στα τραγούδια άλλοτε εμφανίζεται σαν χάδι, άλλοτε σαν βάρος, άλλοτε σαν μια γέφυρα που κρατά τον κόσμο όρθιο. Αυτή η μεταβλητότητα είναι που δίνει στον δίσκο το βάθος του - δεν υπάρχει μία απάντηση, αλλά ένα συνεχές διαπραγμάτευσης.

Ηχητικά, ο δίσκος φτιάχνει ένα τοπίο λιτό και ανοιχτό, με στιγμές spoken word που φέρνουν τη φωνή πιο κοντά, σαν να μιλάει απευθείας στον ακροατή. Η παραγωγή δεν λειτουργεί σαν κυρίαρχη δύναμη, αλλά σαν ένας ζεστός χώρος μέσα στον οποίο η φωνή μπορεί να υπάρξει ανεμπόδιστη. Οι συνεργασίες — ο Obongjayar με την τραχύτητα και το σκοτάδι του, η aja monet με τον ποιητικό ρυθμό της — δίνουν νέες διαστάσεις  στο σύμπαν της Annahstasia, σαν άλλες ματιές της ίδιας εμπειρίας. Στιχουργικά, η Annahstasia δουλεύει με απλότητα. Προστακτικές που μοιάζουν με προσευχές, ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες, φράσεις κομμένες που αφήνουν κενά — σαν οι σιωπές να είναι το ίδιο σημαντικές με τις λέξεις. Ο μινιμαλισμός της γλώσσας δεν φτωχαίνει το μήνυμα, αντίθετα το κάνει πιο οικείο, πιο κοντινό, σαν κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί ψιθυριστά σε μια στιγμή οικειότητας.

Και κάπως έτσι, το Tether τοποθετείται σε μια παράδοση που δεν μοιάζει ούτε με το mainstream R&B ούτε με τη νεοσόουλ όπως την ξέρουμε. Είναι folk, αλλά όχι αποκλειστικά. Είναι soul, αλλά όχι με τον τρόπο που την περιμένει η βιομηχανία. Είναι το έργο μιας μαύρης γυναίκας που αρνείται να φτιασιδώσει τον εαυτό της για να χωρέσει σε εμπορεύσιμες κατηγορίες, και εν τέλει, χωρίς να φωνάζει καταφέρνει να καθηλώσει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured