Μου τη δίνει όταν δεν καταλαβαίνω. Όταν έστω και για λίγο κατεβάζω τις παρωπίδες, όταν βγαίνω από τη φούσκα, όταν πουσάρω να ξεφύγω από την ασφάλεια μιας πάγιας νοοτροπίας, όμως ακόμη και τότε δεν κατορθώνω να πάρω μυρωδιά και να μπω στο κλίμα. Μου τη σπάει όταν προσπαθώ και δεν καταλαβαίνω, όταν αναρωτιέμαι πως «δεν μπορεί, για να το λένε όλοι αυτοί, μάλλον εγώ σφυρίζω αλλού ντ’αλλού». Μου συμβαίνει συνήθως στα φιλικά προετοιμασίας του Παναθηναϊκού καθώς διαβάζω πως η ομάδα πετάει, αλλά με τα χρόνια το έχω συνηθίσει.
Στις περιπτώσεις που τα media σπεύδουν να αγκαλιάσουν με θέρμη μια νέα κυκλοφορία, νιώθω πως, παρά τις προκαταλήψεις, πληρώ τις προϋποθέσεις ώστε τουλάχιστον να μπορώ να μεταφέρω στον ακροατή και υποψήφιο καταναλωτή το «τι ακριβώς τρέχει». Ενίοτε κατανοώ την απόσταση που με χωρίζει όσων καβαλούν το άρμα υπερτίμησης δισκογραφικών περιπτώσεων όπως αυτές των Lil Yachty (Let’s Start Here), Bad Bunny (DeBÍ TiRAR MáS FOToS), André 3000 (New Blue Sun), Tyler, the Creator (Don’t Tap The Glass) κ.ο.κ., επομένως εκεί δεν περιμένω να καταλάβω περισσότερα από το ότι τα γραφόμενα προκύπτουν από τη διαρκώς επιβεβαιωμένη ματαιότητα του μουσικού συστημικού και μη μηχανισμού, να πασχίζει με εμμονική προσήλωση να μας πείσει ότι πράγματι παράγει κάτι νεωτερικό και σπουδαίο, όπως λέγαμε και για την επισπεύδουσα ανάδειξη του Kamasi Washington σε Μεσσία. Κι άντε να δεχτούμε πως σε επίπεδο επαγγελματικής αυτοσυντήρησης, τέτοιες πρακτικές είναι θεμιτές μέχρις ενός σημείου, ειδκότερα όταν φροντίζεις να αιτιολογείς και να στηρίζεις με τα μίνιμουμ, ή όταν δεν υποκρύπτεις πως σε πήρε λίγο έως πολύ η μπάλα του ενθουσιασμού. Το καταλαβαίνω, και σε αυτό το σημείο σας λέω πως είναι η προτελευταία φορά που θα χρησιμοποιήσω το συγκεκριμένο ρήμα όπου στα λεξικά συναντάται ως < αρχ. καταλαμβάνω `κυριεύω, κυριεύω με το μυαλό, εννοώ΄ μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω].
Διαβάζοντας για το νέο, δεύτερο δίσκο του Dijon, θεωρούσα πως ναι μεν δε θα έχουμε να κάνουμε με καμιά καινοτομία, αλλά οι τόσες προϋποθέσεις που φαινόταν να κουβαλά, με προϊδέαζαν για μια αναπάντεχα σύγχρονη, ιδιότυπη και ποιοτική κατάθεση μεταξύ των διδαχών του Prince, του Michael Jackson, του D’Angelo και των 80s και early 90s soul/r&b/pop lp που δικαίως ή αδίκως είναι παραπεταμένοι στα bins με τις προσφορές των δισκοπωλείων. Ταυτόχρονα, η φασίνα του Dijon στα φερσίματα του Justin Bieber, η συμβολή του στη δουλειά του Mk.gee, το παρεάκι με τον Bon Iver, ήταν από μόνα τους χοντρά δολώματα για να ασχοληθώ. Προσγειώθηκα γρήγορα.
Έπειτα από την πρώτη ακρόαση, διαπίστωσα πως ναι μεν οι παραπομπές ήταν αληθείς και ακριβείς, αλλά ως εκεί. Προτίμησα να έχω και μια εικόνα του Absolutely του 2021, συνολικά λειτουργικότερου, παρότι υποαπασχολούμενο στο διευρευνητικό παραγωγικό σκέλος της παρούσας δουλειάς. Και νομίζω πως εκεί βρίσκεται η παγίδα. Το παραγωγικό στόλισμα υποκρύπτει την αδυναμία και τη μετριότητα μερικών τίμιων r&b/pop κομματιών. Το σκόπιμα υπερεπεξεργασμένα αφηρημένο μπορεί να επιδρά ως επιμελές vibe, αλλά δε συνεπάγεται εσωτερική δύναμη, ψυχή. Και πόσο να αφεθείς πια σε στυλιζαρισμένους ελιγμούς;
Λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει το Baby του Dijon, ένας φίλος με έψησε να πάρουμε παρέα δύο κόπιες της επίσημης βινυλιακής έκδοσης του Channel Orange του Frank Ocean, παραβλέποντας τελωνεία και μεταφορικά για χάρη της δικής του, πραγματικά σοφής, επανεφεύρεσης των 90s r&b. Διαβάζοντας την Ivy Nelson στο Pitchfork, που ξέρω πόσο εκτιμά την Anita Baker, τον Prince, την Evelyn “Champagne” King και τη Sade, έπεσα στην παράγραφο που ως προφανές προηγούμενο τoυ Dijon, αναφέρει τον Ocean, εστιάζοντας στις «αφηρημένες εκδοχές του εαυτού του, και τη διαρκή αναζήτησή του που τελικά οδήγησε τα τραγούδια του να μοιάζουν με καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στον χώρο όσο και στη στιχουργική δεξιοτεχνία». Ειλικρινά απόρησα.
Έβαλα, έβγαλα και ξαναφόρεσα τα ακουστικά. Άνοιξα και ξαναέκλεισα τα ηχεία, έκανα παύση διαβάζοντας τα κείμενα για το Baby, φτάνοντας στο σημείο να βλέπω το είδωλο του Σπύρου Παπαδόπουλου να με κοιτά λέγοντας «Τι έγινε ρε παιδιά; Τόση επιτυχία έχουμε απόψε;». Χίλια συγγνώμη φίλες και φίλοι αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι παραπάνω συμβαίνει σε τούτο το επιδέξιο περιτύλιγμα…