Στη σκηνή εμφανίστηκε κατά τις 22.15 μετά τον Che Arthur που μας κέρασε μελωδική indie θυμίζοντας από Bad Religion και Silverchair μέχρι Bright Eyes, ενδιαφέρουσα γυρίσματα και μια αγνή παιδικότητα, σαν έφηβος στο δωμάτιο στα ‘90s με μια κλασική κιθάρα και απλούς στίχους, και από τη στιγμή που ξεκίνησε ο Bob Mould άφησε ελάχιστα κενά για μια δική του , αλλά και μια δική μας ανάσα. Η αλήθεια είναι ότι θα τον ήθελα πολύ σε ένα trio με μπάσο και ντραμς για να απογειώσει τα κομμάτια, αλλά και σόλο, σε ένα one man show που έσταζε ιδρώτα, έδινε το στίγμα του τι θέλει να κάνει και να πει. Καμιά φορά βέβαια αναρωτιέμαι πώς άνθρωποι που βρέθηκαν σε τόσο δεμένα σχήματα όπως οι Hüsker Dü μπορούν να υπάρχουν και να δημιουργούν μόνοι.
Συγκινητικό το σχόλιο του για τα μαύρα χάλια της Αμερικής και η ειλικρινής συγγνώμη του εκ μέρους της, τη στιγμή μάλιστα που αυτός, όπως δήλωσε, χρόνια έγραφε και μαχόταν με τα τραγούδια του ενάντια στους ανθρώπους που τα προκαλούν. Σετ χωρισμένο στα τρία και μόνο πριν το "Here We Go Crazy" στο οποίο μας κάλεσε να τον ακολουθήσουμε στο ρεφραίν -κι εμείς βέβαια αντοποκριθήκαμε, γιατί πώς να του χαλάσεις χατίρι- και από το οποίο κλέβει το όνομα το νέο του άλμπουμ του και η τουρνέ του ("Here We Go Crazy Tour") και λίγο πριν επιστρέψει στα τελευταία "sad songs" (όπως τα αποκάλεσε) των Hüsker Dü μια κάπως μεγαλύτερη παύση για να ανταλλάξει δυο-τρεις κουβέντες με το κοινό και να εκφράσει τις ευχαριστίες του.
Λακωνικός σε κάθε περίπτωση όχι λόγω χαρακτήρα, αλλά για να μη διακόψει τη ροή και τον καταιγισμό μιας alternative rock θύελλας. Ξεχωριστές στιγμές της βραδιάς τα "Black Confetti" και "Hardly Getting Over It". Μέσα στα κομμάτια των Hüsker Dü προσωπικά τον ένιωσα πιο ασφαλή, πιο άνετο, να παίρνει τον χρόνο του και να συγκινείται. Σε κάθε περίπτωση διευκολύνει κι η διάρκειά τους σε σχέση με αυτά της solo καριέρας του, τα περισσότερα εκ των οποίων μετριούνται σε 2-3 λεπτά διάρκεια και στα οποία υπήρξε βολίδα και χείμαρρος, ασθματικός με ανάσες κοφτές ή ανύπαρκτες. Πολύ πιο έντονα και δυναμικά ακούστηκαν σε σχέση με τους δίσκους που τα συναντούμε ("Blue Hearts", "Patch The Sky", "Workbook", "Black Sheets of Rain", "Beauty & Ruin", "Here We Go Crazy" και ίσως κι άλλοι που ξεχνώ) κι αυτό επιβεβαίωσε το «Να είμαι πάνω στη σκηνή είναι το καλύτερο συναίσθημα όπως και να ‘χει!» που είχε δηλώσει λίγες ώρες πριν το live.
Ο Bob Mould αντιπροσωπεύει μια γενιά δημιουργών πολύ αγνή και ατόφια. Είναι αυτή που γράφουν αυθόρμητα και ανεβαίνουν στη σκηνή με μια κιθάρα κι ένα μικρό σχέδιο. Τίποτα μεγάλο και φαντασμαγορικό, καμιά τεράστια τεχνική μελέτη, καμιά πολυμελετημένη περφόρμανς. Με μια ενέργεια πηγαία κι ένα ειλικρινές αίσθημα καθηλωτικό, με αιχμηρό, πολιτικά φορτισμένο υλικό, γεμάτο ακατέργαστη ενέργεια και συναισθηματική διαύγεια, με την εσωστρέφεια και την ευθραυστότητα των μελωδιών του, με τραγούδια για τον έλεγχο και το χάος, την απώλεια, τη μοναξιά, την επιθυμία και την ανάγκη για αγάπη, ο Bob Mould υπήρξε πάντα ένας ανυπότακτος δημιουργός, περιεκτικός, που έμαθε να ισορροπεί ανάμεσα στην ωμότητα και τη μελωδία, την ωριμότητα και την ειλικρίνεια στην γραφή, την προσωπική εξομολόγηση και τη συλλογική αγωνία.
Παρασκευή βράδυ στο Gazarte o Bob Mould και η κιθάρα του. Και η ηλεκτρισμένη ενέργεια και η φωνή του. Δεν είπαμε τίποτα για αυτή τη φωνή που έμεινε ίδια και απαράλλαχτη με το παρελθόν να φέρνει μνήμες, να φουντώνει την νοσταλγία και να σε κάνει να σκέφτεσαι συγκινημένος «Αχ ρε Μπομπ, τι ωραία που τα λες».






