Dödsrit (2017)

Το 2017 ήταν μία περίοδος που το blackened crust της Ευρώπης και ειδικότερα της Σκανδιναβίας βρισκόταν ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι Ancst ξεκινούν την πορεία τους, οι Martyrdöd έχουν ήδη κυκλοφορήσει τους δίσκους τους μέχρι το List, οι Wiegedood τον δεύτερο δίσκος της τριλογίας και οι Iskra το εκπληκτικό κύκνειο άσμα τους. Και εντάξει... ποιός μπορεί να αγνοήσει την crust περίοδο των Darkthrone που σιγά σιγά ερχόταν στο τέλος της; Είναι λοιπόν ένα είδος το οποίο είχε έντονο αλισβερίσι με το black metal από κούνια. Από το πουθενά λοιπόν κυκλοφορεί ένας δίσκος και εμφανίζεται ένα νέο "project", το οποίο μοιάζει να το κάνει με έναν τόσο διαφορετικό και μοναδικό τρόπο. Tο όνομα του Christoffer Öster, αρχικά γνωστού από τους αγέρωχους crust/blackened hardcore πολεμιστές Totem Skin, συνδέθηκε από νωρίς με εκείνον τον σπάνιο συνδυασμό: Επικά μελωδιικά blackίζοντα riffs μαζί με την λυσσαλέα ενέργεια της crust σκηνής και αδιαμφισβήτητο DIY ethos. Ο Öster εδώ φαίνεται να εγκαταλείπει την πολυπλοκότητα και τον έντονα χαοτικό χαρακτήρα των Totem Skin, και αναζητά έναν ήχο πιο μελωδικό, πιο εκτεταμένο και πολύ πολύ πιο προσωπικό. Οι Dödsrit λοιπόν γεννήθηκαν ως αυτό το προσωπικό του όραμα. Μια ειλικρινής, ωμή και ατόφια έκφραση που ακροβατεί ανάμεσα στο black metal και τις αρχικές του καταβολές. Βλέπουμε μια πλήρη στροφή από το hardcore σε ένα έντονα ατμοσφαιρικό black metal και post με μελωδίες τύπου Fall of Efrafa και Wolves in the Throne Room. Έτσι πλέον τα τραγούδια είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, αφήνοντας τα riffs να "εξελίσσονται" αντί να "εκρήγνυνται στιγμιαία" το ένα σε διαδοχή με το άλλο. Από τα πρώτα λεπτά του "Endless Circle" με το δίπτυχο blast/tremolo γίνεται αμέσως κατανοητή αυτή η στροφή. Το άλμπουμ αποτελείται από τέσσερις μεγάλες συνθέσεις. Εκτενέστατες δομές που ανασαίνουν, πλούσιο lead guitar layering που δημιουργεί μια πιο φωτεινή αίσθηση μέσα στην ομίχλη, και μια αμεσότητα που θυμίζει ότι πίσω από τον ήχο βρίσκεται ένας δημιουργός που γράφει χωρίς ευφημισμούς. Δεν κρύβεται πως πατά βαθιά στο black metal, με ιδιαίτερη μνεία σε αυτό της σκανδιναβικής σχολής, όμως με μια πιο γήινη και ανθρώπινη ενέργεια. Από την μία λόγω των punk καταβολών φυσικά, από την άλλη λόγω των θεματικών. Υπάρχει μια έντονη μελαγχολία και απογοήτευση στο στίχο και φυσικά έντονη η πολιτική ταυτότητα της μπάντας. Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως δυκλοφόρησε μέσω της Alerta Antifascista. Μπορεί το εξώφυλλο να προϊδεάζει προς μια φυσιολατρική θεματική, όμως η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην αστική και την εσωτερική παρακμή. Αυτή η μοναχικότητα είναι διάχυτη, και ίσως εκείνος να είναι ο συνδετικός κρίκος. Μέσα στο ζωφερό κλίμα όμως κρατώ τον αγαπημένο μου στίχο, μέσα από το "Svard Aska" :

«Ljuset föds i vånda
Perfektion i det ouppnåeliga»

το οποίο σημαίνει :

«Το φως γεννιέται στην αγωνία
Η τελειότητα στο ανέφικτο»

Συγνώμη αλλά με ανατριχιάζει.

Το "Void" είναι το αγαπημένο μου κομμάτι στο EP και ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια στη δισκογραφία τους συνολικά. Ξεκινάει με ένα απλοϊκό μελωδικό intro και σημάνει την αρχή από ένα εκπληκτικό εκτενές 11λεπτο meloblack έπος, με post-metal περάσματα και αδιανόητο guitar work. O δίσκος κλείνει με το τρομερά ανεβαστικό crust του "Gräva Sin Egna Grav" όμως μαζί του ανοίγει ένα από τα αγαπημένα μου κεφάλαια στον ακραίο ήχο. Το Dödsrit λειτουργεί ως προοίμιο. Είναι μια πρώτη δήλωση ταυτότητας και ακούγεται σαν προσωπική εξομολόγηση. Σαν ημερολόγιο από κάποια απομόνωση, γραμμένο σε καιρό εσωτερικής κρίσης, όμως από την πρώτη στιγμή με μαγνήτισε.

Spirit Crusher (2018)

Κάτι λιγότερο από έναν χρόνο μετά, έρχεται και ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος των Dödsrit. Aν το ντεμπούτο ήταν το πρώτο ενστικτώδες ξέσπασμα, τότε το Spirit Crusher ήταν η πρώτη μεγάλη συνειδητοποίηση. Ακόμα δεν υπάρχουν μόνιμα μέλη, ούτε συλλογική συνθετική διαδικασία. Παραμένει ένας δημιουργός με σαφή πλέον στόχο που τον χτίζει με ακρίβεια και επιπρόσθετη ωριμότητα.

Σε όλα τα επίπεδα το Spirit Crusher είναι άλμα. Τόσο ηχητικά, όπου ακούγεται μεγαλύτερο, πλατύτερο, πιο επιβλητικό από τον προκάτοχό του και ακούγεται λιγότερο κλειστοφοβικό, σαν μανιασμένη θύελλα εκεί που πρέπει. Δεν έχω αρκετά λόγια για να περιγράψω το πόσο λατρεύω το "Aura". Από την επική του διάθεση, στο εκπληκτικό βασικό riff και τις μελωδικές γραμμές. Είναι με κάθε έννοια ένα τέλειο τραγούδι. Ίσως αυτό που το φέρνει ακόμα πιο κοντά στην καρδιά μου είναι το ενδιάμεσο ήρεμο κιθαριστικό μέρος, που περισσότερο ακούγεται σαν βιολί μέσα από τραγούδι των Godspeed You! Black Emperor παρά σαν κιθάρα. Χτίζει αργά και σταθερά σαν προετοιμασία για μάχη. Ο Öster δεν ακούγεται πια σαν ένας άνθρωπος μόνος χαμένος σε ένα δάσος (no pun intended για τους αλαφροΐσκιωτους κριντζάδες και το stunt που έκαναν πριν κάτι μέρες). Ακούγεται σαν μια δύναμη αποφασισμένη να ορθωθεί απέναντι σε κάτι που τη συνθλίβει. Ο τίτλος φυσικά δεν είναι τυχαίος. Αποτυπώνει έναν συναισθηματικό κόσμο τραυματισμένο που όμως μάχεται. Στα χέρια του Öster, οι μελωδικές γραμμές μετατρέπονται σε κύματα αντίστασης. Διαρκείς κορυφώσεις, υψώσεις και καταβυθίσες, κάθε κομμάτι μοιάζει να παλεύει ανάμεσα στην απελπισία και τον ξεσηκωμό προς την λύτρωση. Το καλύτερο παράδειγμα είναι φυσικά το μεγαλειώδες "Ändlösa ådror". Πάντα μου άρεσε αυτή η προσέγγιση στην απαισιοδοξία, και κυρίως αυτό είναι που με απομάκρυνε διαχρονικά από το DSBM. Προτιμώ όταν το ύφος της μελαγχολίας, είτε ως ήχο είτε ως θεματική στάση, έρχεται υπό το πρίσμα της συνεχούς κίνησης και κινητοποίησης, όχι στείρο συναίσθημα. Το να συνεχίσεις να κινείσαι μέσα στον κόσμο παρά τα βάρη. Και οι Dodsrit έχουν αυτήν ακριβώς την τοποθέτηση. Το crust στοιχείο παραμένει το δυναμικό θεμέλιο της μουσικής, απλά εδώ έχει περάσει από ολική πηγή ενέργειας σε συνθετικό εργαλείο. Τα black metal στοιχεια ολοένα και παίρνουν θέση οδηγού, και το δεύτερο μισό του δίσκου το κάνει πολύ ξεκάθαρο με την αίσθηση άμεσης, ακατέργαστης punk διάθεσης να ενσωματώνονται σε ένα πλαίσιο σαφώς πιο δομημένο. Οι μεταβάσεις είναι φυσικές, οι κορυφώσεις μεγάλες αλλά στοχευμένες, και η συνοχή του album είναι εκπληκτική. Διατηρούμε και εδώ το ίδιο μοτίβο των τεσσάρων μεγάλων κομματιών, αν και πλέον είναι ακόμα μεγαλύτερα, με αποκορύφωμα το εκπληκτικό ομότιτλο κομμάτι, που κλείνει τον δίσκο με ένα έπος 15 λεπτών αφήνοντας χώρο σε όλες τις ταχύτητες και όλες τις μορφές έκφρασης των Dödsrit να λάμψουν. Κοιτώντας τα δύο άλμπουμ διαδοχικά, η εξέλιξη είναι εντυπωσιακή. Από το σκοτεινό και μοναχικό EP έως το σαρωτικό, επικό και διεκδικητικό Spirit Crusher, ολόκληρη η Ευρωπαϊκή σκηνή έχει μπει on notice.

Mortal Coil (2021)

Με το Mortal Coil ο Christoffer ξεκινά πλέον να μετατρέπει το προσωπικό του όραμα σε συλλογική υπόθεση. Ο δίσκος εξακολουθεί να έχει τον ίδιο στο κέντρο της σύνθεσης και της καλλιτεχνικής κατεύθυνσης, όμως για πρώτη φορά ηχογραφεί με ολοκληρωμένη μπάντα. Από τους Nuclear Devastation "δανείζεται" τους Jelle Soolsma και τον δικό μας Γιώργο Μαξούρη, και στα τύμπανα τον Brendan Duffy. Με τον τελευταίο δυστυχώς μόλις λίγες μέρες πριν χώρισαν οι δρόμοι τους, και από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω πως σταματάει την πορεία του ως επαγγελματίας touring drummer. Αν ισχύει αυτό είναι πραγματικά κρίμα, καθώς τα χτυπήματα του έδωσαν έναν τελείως νέο παλμό στους δύο επόμενους δίσκους. Ας μην προτρέχουμε όμως. Εκεί όπου τα πρώτα δύο άλμπουμ είχαν τη στιβαρή, μονολιθική υπογραφή ενός και μόνο μουσικού, το Mortal Coil είναι μια μπάντα που παίζει και αυτό φαίνεται στις λεπτομέρειες. Η οργανική ροή υπήρχε από πριν, όμως τώρα έχουμε επιπλέον λεπτομέρειες, κιθάρες που αλληλεπιδρούν με πολλά leads και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι φυσικά το αδιανόητο solo στο ομότιτλο κομμάτι. Τέλος, φυσικά τα τύμπανα που όχι μόνο υπηρετούν τον ρυθμό, αλλά και τον οδηγούν στην εξύψωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μέση του "The Third Door", που o Duffy σηκώνει στα ύψη. Κατά έναν τρόπο το Mortal Coil είναι ο πιο "black metal δίσκος" των Dodsrit με την στενή έννοια και αυτή η διάθεση γίνεται αμέσως αντιληπτή. Το "The Third Door" ανοίγει τον δίσκο χωρίς μεγάλες ατμοσφαιρικές εισαγωγές και φλυαρίες. Το χαρακτηριστικό tremolo της κιθάρας γρήγορα πνίγεται σε έναν καταιγισμό από blasts και βία. Όχι όμως της μισανθρωπικής επιθετικότητας που χαρακτηρίζει πχ την Νορβηγική σκηνή, αλλά κάτι πιο κοντά στο μελωδικό της Σουηδίας. Το "Shallow Graves" για παράδειγμα είναι ακριβώς αυτό που εννοώ. Ασταμάτητο και αδυσώπητο black metal με μελωδικές εκφάνσεις και επικό τόνο. Θα ήταν παράλογο φυσικά να μιλάμε για έναν μονοδιάστατο ήχο. Μίλησα για αλλαγή στην διάθεση, όχι στο DNA. Έτσι και εδώ , διάσπαρτα μέσα στον δίσκο έχουμε έντονα punk γυρίσματα με το χαρακτηριστικό drum beat να δίνει το παρόν διακριτικά, χωρίς όμως πλέον να πρωταγωνιστεί.  Ερχομαι τώρα, δεύτερη φορά μέσα σε λίγες γραμμές να αυτοαναιρεθώ. Μίλησα νωρίτερα για συλλογικότερη γραφή λόγω του σταθερού line-up. Το "Apathetic Tongues" όμως αποτελεί την πιο προσωπική κατάθεση ψυχής του Christopher μέχρι σήμερα. Ένα κομμάτι που σύμφωνα με τον ίδιο μιλάει για την κατάθλιψη που βίωνε εκείνη την περίοδο (βαθιά μέσα στην πανδημία ποιος μπορεί να τον κρίνει αρνητικά;) Με τον τρίτο τους δίσκο οι Dodsrit κερδίζουν το δυσκολότερο στοίχημα. Αυτό που τους φέρνει στο σήμερα, και το που οδεύουν ως συγκρότημα. Πλέον έχουν καταφέρει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο black metal, το crust και το post-metal (ιδιαίτερα στις μεταβάσεις και στα crescendo), χωρίς κανένα στοιχείο να ακούγεται «κολλημένο» πάνω στο άλλο και χωρίς κανένα να επισκιάζει το άλλο. Όλα λειτουργούν οργανικά, σαν ένας ενιαίος παλμός. 

Nocturnal Will (2024)

Με τον δρόμο πλέον ορθάνοιχτο και τα σκυλιά δεμένα, το Nocturnal Will εκφράζει μια μπάντα που δε βρίσκεται πια σε μετάβαση αλλά σε πλήρη κυριαρχία του ύφους της. Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία είναι ο πιο τεχνικά άρτιος και συνθετικά ώριμος δίσκος της μπάντας. Εδώ οι Dödsrit δεν προσπαθούν να αποδείξουν τίποτα, έχουν πια διαμορφώσει ύφος και το εξελίσσουν με λεπτομέρεια και αυτοπεποίθηση. Βελτιώσεις γίνονται μόνο στα σημεία. Η παραγωγή είναι καθαρότερη, οι κιθάρες πιο λαμπερές, τα Dissectionικά leads φτάνουν σε ύψιστα επίπεδα λυρισμού και το γνωστό σε όλους crust/punk drum beat δίνει και αυτό ακόμα το βροντερό παρόν όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Αν κάτι όμως μπορώ να πω πως έχει προστεθεί είναι (πέρα από δύο επιπλέον τραγούδια από το συνηθισμένο) αρκετά NWOBHM στοιχεία. Δεν θα σου πάρει πολύ ώρα να καταλάβεις ακριβώς αυτό που εννοώ, μιας που κυριολεκτικά το πρώτο riff του δίσκου από την έναρξη του "Irjala" μοιάζει με homage στο heavy/power metal. Είμαι ένας άνθρωπος που θεωρεί τους His Hero Is Gone και τους Tragedy το δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Επίσης θεωρώ ακατέβατο δίσκο της φετινής χρονιάς το Catharsis. Εν ολίγοις, δώσε μου συναισθηματικά φορτισμένο hardcore με σωστές μελωδικές γραμμές και πάρε μου την ψυχή. Τώρα λοιπόν που έχουμε αυτά σε perspective, γίνεται κατανοητό το ότι δυσκολεύομαι να περιγράψω αυτά που δημιουργεί στο κεφάλι μου το "Nocturnal Fire". Απογυμνωμένο σχεδόν από κάθε black metal φόρμα, αρπίζει αρχικά με catchy, σχεδόν melodeath ρυθμούς (τι λέγαμε για NWOBHM;) συνεχίζει με σχεδόν euro-power (που εντάξει είναι συγγενικά με το προηγούμενο κατά κάποιον τρόπο) μέχρι να ξεχυθεί στην punk λαίλαπα που αναφέρομαι πάνω. Σίγουρα το κομμάτι στο οποίο έχω γυρίσει περισσότερο από όταν βγήκε. Μια γιορτή με τιμώμενο πρόσωπο τις κιθάρες. Το "Ember and Ash" είναι ένα σύντομο folk-y ακουστικό ιντερλούδιο. Μια γλυκιά ανάπαυλα πριν το (επίσης instrumental) επικότερο κομμάτι του δίσκου, το "Utmed Gyllbergens Stig". Κάτι σαν το you begin in a tavern του DM πριν σε ρίξει στη μάχη με έναν Adult Red Dragon για να καταλάβουν και οι celibate φίλοι μας. Είναι η στιγμή που οι Dodsrit τιμούν απόλυτα το εκπληκτικό εξώφυλλο του Burney (aka Batdog), τον οποίο έμαθα αρχικά από το εμβληματικό Ravening Iron των θεών Eternal Champion, έπειτα από το περσινό φρικιαστικό artowork του για τους Antichrist Siege Machine και φέτος για το εκπληκτικό Lamp of Murmuur, που spoiler alert, θα αναφερθώ εκτενώς τις επόμενες μέρες. Τέλος το high fantasy και τέλος τα αστεία τώρα. Ο Χάρος βγήκε παγανιά και με το "As Death Comes Reaping" κυλιόμαστε ξανά στις σκοτεινές και υπόγειες black metal κατακόμβες... για 7 λεπτά. Τα επόμενα 4 λεπτά του εκτεταμένου outro είναι ίσως το πιο γλυκό, μελωδικό, φωτεινό και συνάμα επικό σημείο στη δισκογραφία τους. Το "Celestial Will" από την άλλη είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό "Dödsrit" κομμάτι. Μελωδικό black από το πολύ πάνω ράφι, και σίγουρα αυτό που θα πρότεινα στον καθένα που θέλει να εισαχθεί στον κόσμο τους μέσα σε λίγα λεπτά. Αυτός λοιπόν ο νέος πλέον ζωντανός οργανισμός όπως είπαμε και πριν, με τις δύο τελευταίες κυκλοφορίες έχει μεγαλουργήσει. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς «μεγαλύτερο» ηχητικά. Eίναι το πιο ζωντανό, πιο ανθρώπινο και περισσότερο δεμένο άλμπουμ τους μέχρι τώρα. Μοιάζει πραγματικά σαν να αποκτά το project σώμα και ανάσα. Από το ομώνυμο ντεμπούτο του 2017 μέχρι το Nocturnal Will, το project αυτό δείχνει μια συνεχή πορεία διεύρυνσης. Όχι απαραίτητα προς πιο περίπλοκες δομές, αλλά προς βαθύτερη συναισθηματική ευκρίνεια με μεγαλύτερες δραματουργικές καμπύλες. Κάθε δίσκος στέκει σαν ξεχωριστό κεφάλαιο σε μια ιστορία απώλειας, μοναχικότητας, ενδοσκόπησης και εξιλέωσης. Η φλόγα τους παραμένει αναμμένη, και είμαστε τυχεροί που θα τους απολαύσουμε στην καλύτερή τους φάση.

Μαζί με τους Dödsrit θα δούμε τους δικούς μας, Διχόνοια. Μπορεί να έχουν μονάχα έναν δίσκο, όμως είναι αρκετός για να μας δημιουργεί τεράστια ανυπομονησία να τους δούμε στο σανίδί του An. Το Στην Γκρίζα Πολιτεία είναι από τους καλύτερους ελληνικούς black metal δίσκους της προηγούμενης δεκαετίας, και σε συνδιασμό με το γεγονός πως οι ζωντανές τους εμφανίσεις μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού του Zoidberg... να είστε εκεί από νωρίς. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured