Αν το Songs of a Lost World ήταν η νύχτα πριν τον θάνατο, το Mixes of a Lost World είναι το after-party με τους Four Tet, τους Orbital και τον Paul Oakenfold να επιμένουν πως το τέλος του κόσμου χρειάζεται καλό ρυθμικό φωτισμό και μπόλικο μπάσο. Ωστόσο, αυτό το τριπλό remix album δεν προσπαθεί να "ελαφρύνει" τη μαυρίλα του Robert Smith, την παίρνει αγκαλιά, τη βάζει σε sequencer και της ρίχνει strobe.
Ο Robert Smith, πάντα με τον αφοπλιστικό του αυτοσαρκασμό, παραδέχεται πως η ιδέα γεννήθηκε από δύο remixes που του ήρθαν χωρίς να τα ζητήσει. Κάπως έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι μέσα από 8 τραγούδια και 24 remixers, το οποίο όχι μόνο ξαναδίνει πνοή στο original άλμπουμ, αλλά μετατρέπει τον θρήνο σε πειραματικό χορό. Και το κερασάκι στην τούρτα; Όλα τα έσοδα πάνε στο War Child UK, γιατί οι Cure ξέρουν ότι ακόμη και μέσα στη σκοτεινιά, υπάρχει χώρος για αλληλεγγύη.
Υπάρχει κάτι σχεδόν υπερφυσικό στο να βλέπεις έναν τόσο κατασταλαγμένο θρήνο να μετατρέπεται σε ρυθμό. Το Songs of a Lost World ήταν ένα άλμπουμ-νεκροταφείο συναισθημάτων, ένα σκοτεινό ημερολόγιο του Robert Smith που έλεγε με κάποιον τρόπο: «Πεθαίνουμε». Ήταν όμορφο. Ήταν βαρύ. Ήταν, όμως, και δύσκολο να το επισκέπτεσαι συχνά. Ποιος πατάει play σε μια μουσική εκδοχή του Amour του Χάνεκε πριν βγει για ποτό;
Κι όμως, σαν ένας φίλος που σου λέει «έλα, ας το ξαναδούμε με άλλο φως», το Mixes of a Lost World επαναφέρει τα ίδια τραγούδια με φωνές άλλων· 24 remixers διαλύουν και ξανασυναρμολογούν την κατάθλιψη του Smith, και μερικοί καταφέρνουν το αδιανόητο: να βρουν ελπίδα στο σκοτάδι.
Ο Paul Oakenfold ανοίγει το χορό με ένα "Cinematic Remix" του "I Can Never Say Goodbye" που μοιάζει να έχει γραφτεί για ένα goth reboot του Mission Impossible όπου ο Tom Cruise πολεμάει βρικόλακες με sidekick την Jenna Ortega. Άλλα tracks, όπως εκείνα των Daybreakers και Mental Overdrive, αποπνέουν μια αντίστοιχη blockbuster ενέργεια, αν το μπλοκάρισμα συναισθημάτων σου μοιάζει με βόλτα με τρένο που εκτροχιάζεται με στυλ.
Κι όμως, το εύρος του άλμπουμ είναι αξιοθαύμαστο. Ο Four Tet αγγίζει το "Alone" με μια αιθέρια λεπτότητα, σαν να φοβάται να ξυπνήσει το φάντασμα που κοιμάται κάτω από τα pads του. Η φωνή του Smith εμφανίζεται δειλά, σχεδόν σαν απειλή. Οι Mogwai παίρνουν το "Endsong" και το απλώνουν σαν ομίχλη πάνω από το νερό, παγωμένο, αλλά και βαθιά λυρικό. Κι εκεί, η κιθαριστική επεξεργασία γίνεται η πραγματική φωνή της απελπισίας.
Δεν είναι όλα τόσο επιτυχημένα, ορισμένοι προσθέτουν beats λες και είναι πρόχειρα preset σε drum machines. Η Meera μεταμορφώνει τη φωνή του Smith σε κάτι που μοιάζει με chipmunk σε K-hole, ενώ οι JoyCut χάνουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα αμιγώς αφαιρετικό, χωρίς φωνή κομμάτι, προτιμώντας τελικά την ασφαλή οδό των στίχων.
Αντίθετα, το ambient κομψοτέχνημα του Craven Faults στο "I Can Never Say Goodbye" αφήνει τελείως εκτός την ανθρώπινη παρουσία και αναπνέει αποκλειστικά μέσα από drones και απόηχους. Η Shanti Celeste, από την άλλη, παίζει με μια παραίσθηση ελπίδας στο remix του "Alone" ο ψίθυρος του Smith κυκλοφορεί σαν άγγελος-φάντασμα πάνω από το dancefloor.
Το highlight της πιο "ζωντανής" πλευράς του άλμπουμ έρχεται με το Cosmodelica Electric Eden Remix του "And Nothing Is Forever", όπου η μελωδία λούζεται σε μια disco-ειδή αισιοδοξία. Είναι ένα "αντίο" με δάκρυα στα μάτια. Εξίσου απρόσμενο, το remix των Âme για το "A Fragile Thing" θυμίζει τη χαριτωμένη τρέλα του "The Love Cats" και βγάζει ένα είδος ελαφρότητας που ποτέ δεν περιμέναμε από το Lost World.
Το Mixes of a Lost World δεν είναι ένα απλό πλούσιο remix album, ούτε μια εμπορική "αρπαχτή", αν και με 24 remixers υπήρχε ο κίνδυνος να βγει άνισο. Αντίθετα, είναι ένας καθρέφτης όπου το άλμπουμ κοιτάζει ξανά και βλέπει εκδοχές του εαυτού του που δεν ήξερε πως υπήρχαν: πιο παιχνιδιάρες, πιο χορευτικές, πιο απόμακρες, λιγότερο οδυνηρές.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δίνει δεύτερη ζωή σε τραγούδια που, κατά μία έννοια, μιλούν για το τέλος όλων των πραγμάτων. Μια νεκρανάσταση μέσα από beats, εφέ, breaks και νέες ενορχηστρώσεις. Κι αν, όπως λένε, η μουσική είναι μια μορφή παρηγοριάς, τότε αυτός ο δίσκος είναι μια υπενθύμιση ότι ακόμη και τον πιο σπαρακτικό θρήνο μπορείς να τον χορέψεις.