William Basinski
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Η επανέκδοση του The Disintegration Loops για το 2025 δεν λειτουργεί μόνο ως φόρος τιμής σε ένα από τα πιο στοιχειωμένα έργα της ambient μουσικής, αλλά και ως υπενθύμιση της σκοτεινής του επικαιρότητας: σε μια εποχή όπου η φθορά είναι δημόσιο θέαμα και η κατάρρευση μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο, η αναλογική αποσύνθεση του William Basinski δεν μοιάζει πια με ηχητικό ημερολόγιο, αλλά με αληθινή προφητεία.

Πέρα από τις εκδόσεις βινυλίου και CD, η νέα κυκλοφορία συνοδεύεται από μια σειρά μικρών φιλμ, καθένα αφιερωμένο σε μια λούπα. Το αρχικό footage από την ταράτσα του Basinski στη Νέα Υόρκη την 11η Σεπτεμβρίου συνδιαλέγεται τώρα με νέο οπτικοακουστικό υλικό, μετατρέποντας τις Loops σε εμπειρίες σχεδόν τελετουργικού χαρακτήρα.

Η Temporary Residence έχει ήδη προαναγγείλει ειδικές «τελετουργικές προβολές» σε επιλεγμένες πόλεις, επαναφέροντας το έργο όχι ως άλμπουμ, αλλά ως εγκατάσταση χρόνου και μνήμης. Γιατί, όπως γράφει και η Laurie Anderson στην εισαγωγή της: «Το τελικό σβήσιμο δεν είναι το τέλος της μουσικής. Είναι σαν η μουσική να συνεχίζεται κι εγώ να βγαίνω από το ποτάμι και να απομακρύνομαι. Η μουσική είναι συνεχής, πάντα εκεί». 

Η ιστορία για το μνημειώδες αυτό έργο πάει κάπως έτσι: 

O William Basinski βρισκόταν μόνος του, σ’ ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν, περιστοιχισμένος από παλιές μαγνητοταινίες που ανέδιδαν τον ήχο του χρόνου που σπάει. Μια μορφή βγαλμένη από κάποιο ερειπωμένο στούντιο της ECM ή από κάποιον πίνακα του Mark Rothkο, σταθερά εμμονικός. Με τις αναλογικές ταινίες, με την επανάληψη, με τη φθορά. Ένας αδυσώπητος πειραματιστής με ψυχή ρομαντικού. Άκουγε την αποσύνθεση και την ηχογραφούσε.

Το καλοκαίρι του 2001, ανακάλυψε σε μια παλιά μπομπίνα από τα 80s κάποια ambient μελωδία χαμένη στη λήθη. Όταν προσπάθησε να την ψηφιοποιήσει, κάτι συνέβη: η ταινία άρχισε να διαλύεται καθώς περνούσε από τις κεφαλές του μαγνητόφωνου. Η μουσική έλιωνε μπροστά του, όσο η ταινία γυρνούσε χαλασμένη στο καρούλι της. Κι αυτός, αντί να σταματήσει, πάτησε «record». Επαναλάμβανε το μοτίβο όσο η ταινία χάλαγε, μαράζωνε, διαλυόταν. Η ίδια φράση, κάθε φορά λίγο πιο λεπτή, λίγο πιο θλιμμένη, λίγο πιο μακριά απ’ τη ζωή.

Κι ύστερα, ήρθε η 11η Σεπτεμβρίου. Από την ταράτσα του, είδε τους δίδυμους πύργους να καταρρέουν. Την ίδια στιγμή, το τελευταίο κομμάτι της σειράς των Disintegration Loops έπαιζε στον υπολογιστή του, σαν σάουντρακ για ένα τέλος που δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί. Τις επόμενες μέρες, κατέγραφε εικόνες καπνού, βουβής συντριβής, ακινησίας. Και τις έντυσε με τους ήχους του άλμπουμ.

Το Disintegration Loops δεν αποτελεί απλώς ένα πείραμα με την παρακμή του μαγνητικού υλικού. Είναι μια νεκρολογία για έναν κόσμο που καταρρέει. Ένας ύμνος στη φθορά, όχι σαν τέλος, αλλά σαν μορφή συνέχειας. Ένα έργο που στοιχειώνει όχι επειδή μιλάει για τον θάνατο, αλλά γιατί ψιθυρίζει για όλα όσα συνεχίζουν να υπάρχουν μετά.

Φυσικά, τόσα χρόνια μετά, το διαδίκτυο εξακολουθεί να είναι ένα άβολο μέρος για να στοχαστεί κανείς το τέλος. Δεν υπάρχουν ψηφιακές μεταφορές για τον θάνατο, μόνο διαγραφές, crash και buffering. Όμως εδώ, σε αυτό το έργο, το τέλος είναι απλό, σχεδόν παιδικό: όλα, αργά ή γρήγορα, διαλύονται και επιστρέφουν στη σκόνη.

Αυτοί οι δίσκοι, τα μέρη των The Disintegration Loops έχουν όλοι τους ένα φανταστικό χάρισμα να μας παρασύρουν στη σιωπή τους. Η μουσική του Basinski είναι σαν σκιά που βλέπεις να φεύγει αργά απ’ τον τοίχο καθώς σβήνει το απογευματικό φως. Κι όταν την ακούς σε βινύλιο, με τα κρακ και τα χρατς και τις μικρές του παραμορφώσεις, είναι σαν να παρατηρείς το ίδιο το αντικείμενο να γερνάει μπροστά σου. Να γίνεται σώμα. Ή να γίνεται παρελθόν.

Κι όμως, μέσα σε αυτήν την τόσο έντονη φθορά υπάρχει ένα είδος παρηγοριάς. Γιατί αυτή η μουσική, παρότι χάνεται, ή έχει σχεδόν χάσει τα ίχνη της στις αυθεντικές μαγνητοταινίες, είναι ακόμη εδώ. Και όσο εξαφανίζεται, κάτι μέσα μας θυμάται ότι και ο θάνατος μπορεί να είναι μια μορφή επιστροφής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured