Από το Ντιτρόιτ στο Βερολίνο
Kevin Saunderson, Derrick May, Juan Atkins
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Οι δύο αυτές πόλεις, μοιράζονται τον ίδιο παλμό, αλλά οι ιστορίες και οι ήχοι τους είναι διαφορετικοί, φτιαγμένες από το τσιμέντο, το ατσάλι και τις πολιτικές εντάσεις της εποχής τους. Το Ντιτρόιτ χάρισε στο techno τη μελωδική του ανάσα, ενώ το Βερολίνο του έδωσε την βιομηχανική καρδιά που χτυπά ακόμη στις πίστες.

Ωστόσο, η αφήγηση για το techno συνήθως ταξιδεύει σε έναν παγκόσμιο χάρτη, παραλείποντας να σταθεί στην αφετηρία του: το Ντιτρόιτ. Μια πόλη όπου η Μαύρη κοινότητα, για δεκαετίες, χρησιμοποίησε τον ήχο σαν καθρέφτη εμπειριών, σαν όπλο μνήμης και επιβίωσης. Στη δεκαετία του ’70 και του ’80, το techno γεννήθηκε μέσα σε Μαύρες και queer κοινότητες, στις ραδιοσυχνότητες που έσπαγαν τα σύνορα του mainstream και στις σκοτεινές, ιδρωμένες αποθήκες που μετατρέπονταν σε ναούς του beat. Κι ακόμη και σήμερα, άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο επιστρέφουν προσκυνητές στο σημείο μηδέν της μουσικής αυτής, στο Movement Festival, που κάθε Μάιο στήνει το Hart Plaza σαν φάρο της ηλεκτρονικής κουλτούρας. 

Για να καταλάβεις γιατί το Ντιτρόιτ γέννησε το techno, πρέπει να δεις την πόλη πριν πέσει η βαριά σκιά της αποβιομηχανοποίησης. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η Μαύρη εργατική τάξη έφτανε μαζικά για να πιάσει δουλειά στις φουλ γραμμές παραγωγής της μεταπολεμικής βιομηχανίας. Η οικονομική άνθηση δεν έφερε μόνο εισόδημα, δημιούργησε και πολιτισμό, έναν ακμαίο Μαύρο πολιτισμό που στήριζε όλες τις αφηγήσεις ελευθερίας και προόδου. Αλλά, μετά, ήρθε το σοκ: μηχανοποίηση, εργοστάσια που έκλειναν ή μεταφέρονταν, θέσεις που χάνονταν. Η πόλη πέρασε από το αφήγημα της επιτυχίας στο εθνικό σύμβολο αστικής παρακμής, μια ιστορία αποτυχίας που, ας μη γελιόμαστε, είχε γραφτεί από και για τους λευκούς.

Και κάπου εκεί το techno ήρθε σαν αντίλογος. Δεν δέχτηκε την παρακμή ως τελεσίδικη μοίρα, αλλά έστησε ένα νέο όραμα: ένα μέλλον πιο ανοιχτό, πιο περιεκτικό, πλεγμένο με την ίδια τεχνολογική αφήγηση που άλλοτε στήριζε τη βιομηχανία, μόνο που τώρα η τεχνολογία έμπαινε στα δάχτυλα, στα synths, στους drum machines. Τα παιδιά του ’70 και του ’80 έχτιζαν, μέσω αυτής της νέας μουσικής, ένα εναλλακτικό μέλλον. Ένα μέλλον που αναγνώριζε ότι ο κόσμος είχε αλλάξει και πως εκείνοι δεν ήταν θεατές αλλά ο ίδιος ο παλμός αυτής της αλλαγής.

Στα προάστια, τρεις μαθητές λυκείου (ο Juan Atkins, ο Derrick May και ο Kevin Saunderson), οι μετέπειτα "Belleville Three" άρχισαν να πειραματίζονται. Άκουγαν Kraftwerk και άλλους Ευρωπαίους συνθετο-πρωτοπόρους, αλλά και την ωμή, ηλεκτρισμένη ψυχή του αμερικανικού funk από τους Parliament και τους Funkadelic. Ο κοινός τους συνδετικός κρίκος ήταν μια φωνή στον αέρα: ο τοπικός ραδιοφωνικός θρύλος The Electrifying Mojo, που έσπαγε τα μουσικά σύνορα και έπαιζε ό,τι μπορούσε να τους κάνει να φαντάζονται άλλους, φανταστικούς, κόσμους.

Με φτηνότερα πλέον drum machines και συνθεσάιζερ στα χέρια τους, έλιωσαν αυτές τις επιρροές σε ένα νέο κράμα: έναν ήχο μηχανικό και φουτουριστικό, αλλά με ρίζες βαθιά φυτεμένες στο funk και την soul. Έτσι γεννήθηκε η καρδιά του Detroit techno, μελωδικό, συναισθηματικό, χτισμένο πάνω σε μπάσα που δονούν το στήθος, jazzy και funk μαζί. Μια μουσική που ξεπήδησε μέσα από την παρακμή της πόλης, αλλά αντί να θρηνεί, κοιτούσε μπροστά, γεμάτη πίστη ότι το μέλλον μπορούσε να ξαναχτιστεί.

Βερολίνο: Ένα νέο σπίτι για έναν νέο ήχο

Όταν ο ήχος του Ντιτρόιτ ταξίδεψε στην Ευρώπη, βρήκε λιμάνι σε μια πόλη που άλλαζε ριζικά: το Βερολίνο. Η πτώση του Τείχους το 1989 άφησε πίσω της ένα κενό, όχι μόνο πολιτικό, αλλά και τοπογραφικό. Εγκαταλελειμμένοι σταθμοί παραγωγής ρεύματος, καταφύγια και εργοστάσια στην πρώην Ανατολική πλευρά έγιναν οι καθεδρικοί ναοί των παράνομων parties, εκεί όπου η νεολαία κι από τις δύο πλευρές της πόλης συναντιόταν για να χορέψει κάτω από τον ίδιο, ασταμάτητο ρυθμό.

Κάπως έτσι, το ’89, δύο διαφορετικές νεανικές φυλές συναντήθηκαν πάνω σε μια πίστα. Η Δυτική πλευρά του Βερολίνου είχε ήδη το δικό της μύθο: ένα καταφύγιο για όσους νέους από τη Δυτική Γερμανία ήθελαν να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία, χάρη στην αποστρατιωτικοποίηση που είχε επιβληθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Αυτή η ιδιαιτερότητα τράβηξε ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων, ανήσυχους, δημιουργικούς, λίγο περιθωριακούς, που έστησαν μια σκηνή καλλιτεχνικά ακραία, ελεύθερη και απρόβλεπτη.

Μέσα απ’ αυτή τη σκηνή αναδύθηκαν οργανωτές που ήξεραν καλά να στήνουν πάρτι και συνέχισαν να το κάνουν, τώρα στις νέες «νεκρές ζώνες» που άφησε πίσω του το γκρέμισμα του Τείχους. Τα εγκαταλειμμένα κτίρια κατά μήκος της πρώην λωρίδας θανάτου, εκεί όπου πριν η πόλη σχιζόταν στα δύο, μεταμορφώθηκαν σε παράνομους ναούς του χορού.

Κι ενώ οι μπάτσοι και η γραφειοκρατία θα περίμενε κανείς να βάλουν φρένο, η νεοεκλεγμένη Γερουσία του Βερολίνου έκανε τα στραβά μάτια. Ήξεραν ότι εκεί μέσα, έστω και παράνομα, γεννιόταν κάτι που κανένα διάταγμα δεν μπορούσε να επιβάλει: μια νέα, άγρια ταυτότητα της πόλης.

Αυτή η νέα, ενωμένη νεανική κουλτούρα χρειαζόταν το δικό της soundtrack και το Detroit techno έδεσε ιδανικά. Στους απέραντους, τσιμεντένιους όγκους του Tresor και του E-Werk, ο ήχος του Ντιτρόιτ σφυρηλατήθηκε εκ νέου. Η ακουστική αυτών των βιομηχανικών καθεδρικών ευνοούσε έναν ήχο πιο σκληρό, πιο γυμνό από περιττά στολίδια. Το Berlin techno έγινε μινιμαλιστικό, υπνωτικό, ωμό. Η μελωδία έδωσε τη θέση της σε ρυθμούς ακατάπαυστους, σχεδιασμένους για νύχτες που δεν τελειώνουν, για σώματα που χάνονται στην κίνηση. Αργότερα, αυτός ο ήχος μορφοποιήθηκε σε δεκάδες στυλ και τελειοποιήθηκε σε θρυλικούς ναούς όπως το Berghain ενώ αποτυπώθηκε στους καταλόγους εκατοντάδων labels με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνον της Ostgut Ton να γίνεται συνώνυμο της βερολινέζικης νύχτας.

Μια συμμαχία που αντέχει

Η σχέση των δύο πόλεων ήταν (και παραμένει) συμβιωτική. Οι πρωτοπόροι του Ντιτρόιτ χάρισαν στη βερολινέζικη σκηνή αυθεντικό ήχο και μια ιστορία πάνω στην οποία μπορούσε να χτίσει. Το Βερολίνο, με τη σειρά του, έδωσε στους καλλιτέχνες του Ντιτρόιτ ένα τεράστιο, ενθουσιώδες κοινό και μια πλατφόρμα που στις ΗΠΑ πάλευαν να βρουν. Ο ιδρυτής του Tresor, Dimitri Hegemann, υπήρξε ο καταλύτης: φέρνοντας τακτικά DJs από το Ντιτρόιτ στο Βερολίνο για να παίξουν στο club του ενώ οι παραγωγές τους παραμένουν από τα πιο εξαιρετικά παραδείγματα της δισκογραφικής του, με το ίδιο όνομα, Tresor. Κάποιος, τότε, το είπε καλύτερα απ’ όλους: «Το Ντιτρόιτ φύτεψε τον σπόρο, το Βερολίνο τον πότισε».

Αυτή η σύνδεση διαμόρφωσε το μέλλον του techno. Ο μινιμαλιστικός ήχος του Robert Hood έγινε σήμα κατατεθέν της βερολινέζικης σκηνής. Σήμερα, η επιρροή των δύο πόλεων ακούγεται σε δεκάδες υποείδη, από τη σκληρότητα του Industrial Techno μέχρι τη συγκίνηση του Melodic Techno. Το 2024, η techno κουλτούρα του Βερολίνου προστέθηκε στη λίστα της UNESCO με την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά, σφραγίζοντας τη θέση της στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη.

Στην τελική, το Ντιτρόιτ και το Βερολίνο είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το Ντιτρόιτ έδωσε το σχέδιο και την ψυχή, το Βερολίνο πρόσφερε τον χώρο για να γιγαντωθεί σε μια παγκόσμια δύναμη. Και η κοινή τους ιστορία αποδεικνύει πως η μουσική μπορεί να αναδυθεί μέσα από την αστική παρακμή και να γεννήσει έναν νέο πολιτισμό.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured