Μια νέα έκθεση στο Smithsonian National Museum of African Art, εμπνευσμένη από το θρυλικό ντουέτο της Detroit techno, Drexciya, βρέθηκε στο στόχαστρο του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος την κατηγόρησε ως «αντιαμερικανική προπαγάνδα». Η έκθεση, σε επιμέλεια της φωτογράφου Ayana V. Jackson, ανασύρει τον μυθικό κόσμο που έχτισαν οι James Stinson και Gerald Donald: μια αφροφουτουριστική ουτοπία στον βυθό του Ατλαντικού, «κατοικημένη από απογόνους των εγκύων Αφρικανών γυναικών που πετάχτηκαν (ή επέλεξαν να πηδήξουν) από τα δουλεμπορικά πλοία κατά το Middle Passage».
Με χρήση animation, video-installations, ήχου και ακόμη και οσμών, η Jackson δημιούργησε μια ολική αισθητηριακή εμπειρία, δίνοντας σάρκα και οστά σε έναν από τους πιο ισχυρούς μύθους της ηλεκτρονικής μουσικής. Όμως, τον Λευκό Οίκο δεν τον ενόχλησε μόνο η αναβίωση του Drexciyan οράματος: στην ανακοίνωση διαμαρτυρίας γίνεται αναφορά και στην απόφαση του μουσείου να υψώσει «σημαία τρανς και ίντερσεξ», καθώς και σε παράλληλες εκθέσεις για τη συμπερίληψη στην LGBTQIA+ κουλτούρα του skateboarding, τους Λατίνους και Λατίνες με αναπηρίες, και τους τρανς αθλητές.
Το παράδοξο είναι ότι η ίδια η ιδέα της φανταστικής ουτοπίας βρίσκεται στον πυρήνα της κληρονομιάς των Drexciya ήδη από το Deep Sea Dweller (1992). Μια φαντασιακή "Μαύρη Ατλαντίδα" που συνδέει τον τρόμο του δουλεμπορίου με την υπόσχεση ενός νέου κόσμου. Μετά τον θάνατο του Stinson το 2002, ο Gerald Donald (Dopplereffekt, Black Replica, Elecktroids, Der Zyklus, Flexitone) συνέχισε να εξερευνά αυτόν τον μύθο, κρατώντας ζωντανή μια αφήγηση που σήμερα ξεπερνά τη μουσική για να γίνει αντικείμενο πολιτισμικής (και πλέον πολιτικής) διαμάχης.
Για να καταλάβουμε όμως πώς δύο μουσικοί από το Ντιτρόιτ έπλασαν έναν μύθο που ακόμη προκαλεί αντιδράσεις στους διαδρόμους της εξουσίας, πρέπει να βουτήξουμε στα βαθιά νερά της ιστορίας των Drexciya.
Tριάντα τρία χρόνια μετά την πρώτη τους κυκλοφορία, το Deep Sea Dweller του 1992 στην Shockwave Records (θυγατρική της Underground Resistance) οι Drexciya συνεχίζουν να αιωρούνται σαν ένα φάντασμα μέσα στο σύγχρονο ηχητικό σύμπαν, με μια κληρονομιά απίστευτα αινιγματική και μυστηριώδη. Όμως, από την αρχή, οι ακροατές σε όλο τον κόσμο παραδόθηκαν στη μυθολογία τους, σε αυτό το υδάτινο όνειρο επιστημονικής φαντασίας που κυλούσε σε κάθε κυκλοφορία, μέχρι το τελευταίο τους άλμπουμ, το Grava 4, όπου η ματιά στράφηκε από τον βυθό προς τα άστρα. Το μυστήριο μεγάλωνε από τη σιωπή: ούτε ο Stinson ούτε ο Donald άφησαν ποτέ ένα οριστικό μανιφέστο, ούτε σχεδίασαν έναν ξεκάθαρο μύθο. Κι έτσι η κληρονομιά τους παραμένει ζωντανή, σαν ένας ωκεανός όπου οι φανς (παλιοί και νέοι) βουτούν κάθε τόσο για να πλάσουν θεωρίες και να αναζητήσουν νοήματα. Οι Drexciya ήταν σκοτεινές φιγούρες, σχεδόν αόρατοι, οι σπάνιες συνεντεύξεις τους, όπως και η μοναδική εμφάνιση του Stinson στο WDET-FM, μοιάζουν σήμερα σαν ψίθυροι από άλλο κόσμο.
Στη δεκαετία του ’90, πριν το διαδίκτυο καταπιεί την ανωνυμία, οι Drexciya μπορούσαν να κρύβονται πολύ εύκολα πίσω από τα ηχοκύματα. Η μουσική τους όμως ήταν ό,τι πιο εκτυφλωτικά φανερό: ριζοσπαστική και ακατέργαστη, αλλά γεμάτη ψυχή, καθαρή, πυκνή με funk και ενέργεια. Τότε ακουγόταν σαν αποκάλυψη, σήμερα εξακολουθεί να στέκει μοναδική: το soundtrack ενός κόσμου που αναπνέει κάτω από το νερό, του μυθικού βασιλείου των Drexciyans.
Ο δεσμός του James Stinson και του Gerald Donald δεν ήταν απλώς μια φιλία ούτε μια μουσική συνεργασία, ήταν σαν να βρήκαν ο ένας στον άλλο έναν συνοδοιπόρο για να χαρτογραφήσουν έναν κόσμο αόρατο στους υπόλοιπους. Κλεισμένοι στο υπόγειο του σπιτιού της μητέρας του Stinson, πίσω από μια αυστηρή πόρτα που δεν επέτρεπε σε κανέναν να μπει, έστηναν το δικό τους υποθαλάσσιο εργαστήριο. Εκεί, μέσα σε σιωπή, μετέτρεπαν τον ίδιο τον αέρα σε υδάτινο στοιχείο, κατεβαίνοντας νοητά στα σκοτεινά βάθη της δικής τους τάφρου των Μαριανών.

Όπως περιγράφει ο ιστορικός, θεωρητικός και κινηματογραφιστής Kodwo Eshun, η βύθισή τους σε αυτήν τη φαντασιακή κάψουλα δεν ήταν απλώς μια άσκηση φαντασίας: ήταν το σημείο εκκίνησης της μουσικής τους. Ο μεταλλικός ήχος του σκάφους που τρίζει, η συντριπτική πίεση, η απουσία φωτός, όλα γίνονταν ήχος. Από την απόλυτη απομόνωση ξεπηδούσε μια μουσική που δεν ανήκε ούτε στη γη ούτε στον ουρανό, αλλά σε έναν ενδιάμεσο κόσμο που μόνο εκείνοι μπορούσαν να φανταστούν. Ο Donald, χρόνια αργότερα, θα διατηρούσε την ίδια αίσθηση μυστικοπάθειας· ακόμα και στον Eshun, κατά τη διάρκεια του φιλμ Hydra Decapita (το πρώτο μέρος μιας τριλογίας κινηματογραφικών δοκίμων που χρησιμοποιεί τον φανταστικό κόσμο των concept albums των Drexciya για να σχολιάσει την παγκοσμιοποίηση, τον καπιταλισμό και την κλιματική αλλαγή) στον οποίο έδινε μόνο μονολεκτικές αποκρίσεις σε τίτλους κομματιών, σαν ο ίδιος να ήταν πλέον σκιά, μια αντήχηση από τα βάθη των ωκεανών.
Κι όμως, αυτή η επιμονή στη σιωπή, στην απόσταση και στη φαντασιακή απομόνωση είναι που τροφοδότησε την κληρονομιά των Drexciya: μια μουσική που μεταμορφώνει το πιο αφιλόξενο περιβάλλον του πλανήτη σε έναν χώρο οικείο, σχεδόν μητρικό. Έναν βυθό που ανασαίνει ρυθμούς και αναβλύζει ενέργεια, σπάζοντας όλα τα δεσμά της επιφάνειας, χαρίζοντας σε όσους ακούν την ψευδαίσθηση μιας απόδρασης σε έναν άλλο κόσμο. Το νερό δεν ήταν απλώς θέμα για τους Drexciya, ήταν η ίδια η μήτρα του ήχου τους, το σύμπαν που τους γέννησε. Οι τίτλοι των κομματιών τους έμοιαζαν σαν κομμάτια ενός αχαρτογράφητου θαλάσσιου χάρτη: "Aquazone", "Bubble Metropolis", "Andreaen Sand Dunes", "Digital Tsunami", "Darthouven Fish Men". Ολόκληρη η δισκογραφία τους είναι μια υδάτινη τοπογραφία που αιωρείται ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό. Στις σπάνιες συνεντεύξεις του λίγο πριν τον θάνατό του, ο James Stinson περιέγραφε το νερό ως «το πιο ισχυρό στοιχείο στον πλανήτη». Το έβλεπε ως έναν χώρο αυτονομίας και ειρήνης, μια απομονωμένη κοινότητα μακριά από τις ακαθαρσίες της στεριάς. Το νερό προσέφερε καταφύγιο, αλλά και απειλή, μια δύναμη που μπορεί να σε λικνίσει απαλά ή να σε συντρίψει με μια καταιγίδα. Ο James Stinson pέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2002 από καρδιακές επιπλοκές στο Νιούναν της Τζόρτζια, όπου είχε μετακομίσει νωρίτερα εκείνο το έτος για λόγους υγείας.
Η μουσική των Drexciya ήταν μια ηχητική αναπαράσταση αυτής της διττής φύσης: κορεσμένη σαν υγρό που στάζει, γεμάτη ενέργεια που βγάζει μπουρμπουλίθρες, pads που σε καθαρίζουν, synths που γουργουρίζουν σαν υγρά κυκλώματα, στιγμές γαλήνης και κατόπιν βίαιες εκρήξεις, σαν κύματα που χτυπούν βράχια. Ο ίδιος ο Stinson έλεγε: «Επιπλέουμε με το ρεύμα», εξηγώντας πως η δημιουργία τους υπάκουε πάντα στον ρυθμό της ροής, όχι σε κάποιο πρόγραμμα. Προς το τέλος, δημιούργησαν τα Seven Storms, μια σειρά από επτά άλμπουμ υπό διαφορετικά ονόματα, το καθένα αφιερωμένο σε μια διάθεση, σαν να είχαν καλέσει επάνω τους επτά ωκεάνιες καταιγίδες σε μια ταραγμένη χρονιά. Ήταν το ύστατο μανιφέστο τους για το νερό: δημιουργός, σωτήρας, καταστροφέας. Έτσι, για τους Drexciya, το νερό ήταν ο απόλυτος δάσκαλος. Μια αέναη δύναμη που θυμίζει ότι η ζωή ξεκινά από τον βυθό, ότι η μουσική μπορεί να γίνει υγρό στοιχείο, ικανό να πάρει όποια μορφή θελήσει. Και μέσα σε αυτή την ατέρμονη ροή, οι Drexciya δεν έφτιαχναν απλώς techno: έφτιαχναν τον ήχο του ίδιου του πλανήτη, στα πιο μυστικά του βάθη.
Η Μαύρη Ατλαντίδα
Γύρω από το υδάτινο κεντρικό θέμα, οι Drexciya οικοδόμησαν έναν ολόκληρο κόσμο. Οι τίτλοι των κομματιών τους λειτουργούσαν σαν χάρτες και αποσπάσματα αναμνήσεων, αποκαλύπτοντας χαρακτήρες και τοποθεσίες ενός εναλλακτικού σύμπαντος, χιλιάδες λεύγες κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι πιο αφοσιωμένοι ακροατές προσπαθούσαν να συναρμολογήσουν το μωσαϊκό του «κόσμου των Drexciyans» μέσα από αυτούς τους τίτλους και τα σποραδικά φωνητικά αποσπάσματα κρυμμένα στη μουσική. Σε όλη τη διάρκεια της δισκογραφίας τους, οι Stinson και Donald άφηναν διάσπαρτα ίχνη, υπαινιγμούς και στοιχεία για το υδάτινο μυθοσύμπαν τους, συχνά σε συνεργασία με τον Cornelius Harris (γνωστό ως The Unknown Writer) και τον Mad Mike από τους Underground Resistance. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το EP Aquatic Invasion του 1995, το οποίο περιλάμβανε το εξής κείμενο: «Την πρώτη Φεβρουαρίου 1995, οι Drexciyan Tactical Seaforces έλαβαν εντολές από το UR Strikeforce Command για μια τελευταία αποστολή. Τα διαβόητα Drexciya Stingray και Barracuda τάγματα αναχώρησαν από το Τρίγωνο των Βερμούδων. Η αποστολή αναζήτησης και καταστροφής έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο του 1995 ενάντια στα προγραμματιστικά οχυρά. Στην επιστροφή τους στην αόρατη πόλη, ένα τελευταίο ισχυρό πλήγμα θα καταφερθεί στους προγραμματιστές. Υδάτινη γνώση για όσους γνωρίζουν».
Το κείμενο, γραμμένο από τον Unknown Writer (γνώριμη φωνή στα κεντρικά γραφεία των UR ανταρτών) ίσως να μην προήλθε απευθείας από τον Stinson ή τον Donald, αλλά σίγουρα πέρασε από τη δική τους έγκριση. Το Aquatic Invasion παρουσίασε για πρώτη φορά και μια οπτική αναπαράσταση του κόσμου τους: την εντυπωσιακή εικόνα δύο "Drexciyan Wavejumper Commandos". Ήταν η πρώτη ματιά σε έναν σκιερό, θαλάσσιο κόσμο που έμελλε να γίνει το πιο ανθεκτικό μύθευμα της ηλεκτρονικής μουσικής, η δική τους Μαύρη Ατλαντίδα.
Η βουτιά τους στη δική τους "Bubble Metropolis" ήταν ένας τρόπος να ξαναγραφτεί η ιστορία μέσα από τον ήχο. Εκεί όπου ο τρόμος του παρελθόντος (η φρίκη του Ατλαντικού δουλεμπορίου) μεταμορφώνεται σε μύθο επιστημονικής φαντασίας. Στο The Quest (1997), για πρώτη φορά το αφήγημα γίνεται πιο συγκεκριμένο, πιο σκληρό, πιο άμεσο. Ο Unknown Writer τολμά να θέσει ερωτήματα που μοιάζουν να μην έχουν απαντήσεις: Μπορεί οι άνθρωποι να αναπνέουν κάτω από το νερό; Το έμβρυο στη μήτρα δεν ζει ήδη σε ένα υδάτινο περιβάλλον; Και αν, κατά τη διάρκεια του πιο φρικτού ολοκαυτώματος που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, οι έγκυες Αφρικανές σκλάβες που πετάχτηκαν στον Ατλαντικό γέννησαν μωρά που δεν χρειάζονταν αέρα;
Έτσι γεννιέται η υπόθεση της υδάτινης διασποράς· μια νέα μυθολογία που φαντάζεται τα παιδιά του Μεσαίου Περάσματος να επιβιώνουν ως αμφίβια όντα, θεμελιώνοντας μια αόρατη πόλη στον βυθό. Ένας άλλος κόσμος που ζει κάτω από τα κύματα, εκεί όπου η φρίκη μετατρέπεται σε δύναμη, όπου η επιβίωση γίνεται πολιτισμός.
Οι σημειώσεις του δίσκου συνοδεύονται από χάρτες: η δουλεμπορική διαδρομή (1655–1857), η μετανάστευση των Αφροαμερικανών προς τον Βορρά (1930–1940), η διάδοση της techno από το Detroit σε όλο τον κόσμο (1988) και τέλος, ένα τελευταίο διάγραμμα: Το ταξίδι της επιστροφής (μέλλον). Σαν να χαράσσεται ένας αόρατος άτλας που ενώνει την Ιστορία, το παρόν και μια πιθανή λύτρωση που έρχεται. Ούτε ο Stinson ούτε ο Donald σχολίασαν ποτέ ανοιχτά αυτά τα κείμενα. Η σιωπή τους κρατούσε το μύθο ζωντανό. Όταν όμως ο Gerald Donald ρωτήθηκε το 2013 για τον δεσμό με τον αφροφουτουρισμό, προτίμησε να απαντήσει με έναν αινιγματικό καθολικισμό: «Δεν επιθυμώ να καθορίσω συγκεκριμένη εθνότητα. Όλες οι εκδοχές της ανθρωπότητας συνέβαλαν στην εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής».
Κι όμως, η σκιά του Μεσαίου Περάσματος δεν μπορεί να σβηστεί. Η μουσική των Drexciya αντηχεί ακόμη σαν κύμα που σηκώνεται από τον πυθμένα της Ιστορίας, κουβαλώντας την ανάμνηση των χαμένων σωμάτων που έγιναν μύθος, των πνιγμένων αναπνοών που μετατράπηκαν σε ρυθμό. Ένας μύθος που δεν ψάχνει λύσεις, παρά μόνο μας καλεί να βουτήξουμε βαθύτερα και να αναρωτηθούμε: ποιοι κόσμοι μπορούν να γεννηθούν από την πιο σκοτεινή φρίκη;

Για τον Stephen Rennicks, δημιουργό του Drexciya Research Lab, η γοητεία δεν ήταν μόνο στη μουσική αλλά περισσότερο σε όλη αυτή την μυθολογία που την περιέβαλλε. Μια μυθική υποθαλάσσια πολιτεία, μια πόρτα σε ένα παράλληλο σύμπαν που σε ρουφούσε μέσα. Και όσο δεν υπήρχαν συναυλίες, όσο δεν υπήρχαν φωτογραφίες ή δημόσιες εμφανίσεις, η μυστικότητα έγινε μέρος του ίδιου του έργου. Στην εποχή της υπερέκθεσης, όπου γνωρίζουμε ακόμη και το πρωινό του αγαπημένου μας καλλιτέχνη, το γεγονός ότι ο James Stinson εξαφάνισε την εικόνα του μοιάζει σχεδόν αδιανόητο.
Η ερμηνεία, τελικά, ήταν πάντα στα χέρια του ακροατή. Ο Rennicks το λέει καθαρά: το να βυθιστείς στο υποσυνείδητο, να αναζητήσεις τον εαυτό σου, αυτό είναι το πραγματικό μήνυμα, η κατάδυση στον εσωτερικό κόσμο. Κι ο ίδιος ο Stinson, ελάχιστους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, το είχε ήδη συνοψίσει: «Δεν είναι δική μου δουλειά να το ορίσω. Άκουσέ το, πες μου εσύ: τι νιώθεις; Αυτός ήταν πάντα ο τρόπος μας. Το βγάλαμε μέσα από την ψυχή μας, το συλλάβαμε σε μια στιγμή, κι ό,τι ενέργεια προβάλλεται εκεί, άφησέ την να σε βρει».
Κι όταν τελικά πιέστηκε να μιλήσει για το αληθινό θέμα πίσω από το όνομα Drexciya, άφησε μια φράση που μοιάζει σαν μανιφέστο, σαν ψίθυρος από το βυθό:
«Ένα άπειρο ταξίδι στον εσωτερικό χώρο, στον χώρο μέσα μας, για να βρεις την ομορφιά που κρύβεται εκεί».
Αινιγματικό και απόλυτο, όπως και η ίδια τους η μουσική. Ένας ήχος που δεν σε οδηγεί σε μια συγκεκριμένη απάντηση, αλλά σε μια ατελείωτη βουτιά, μια εξερεύνηση του ίδιου σου του εαυτού, εκεί όπου η σιωπή του βυθού γίνεται φωνή.