Ο JD Twitch ήταν ένας αρχιτέκτονας του ήχου που έσπαγε τα σύνορα ανάμεσα σε σκηνές, εποχές και διαθέσεις. Από τις αρχές μέχρι το τέλος, κράτησε πιστό το δικό του όραμα: ένα παίξιμο που δεν υποτάχθηκε ποτέ στις βολικές κατηγορίες, μα αντίθετα άνοιγε δρόμους εκεί όπου άλλοι μπορεί να έβλεπαν μόνο τοίχους. Ένας από τους πιο φωτεινούς φάρους της σκοτσέζικης σκηνής, ο Keith McIvor, αγαπημένος στους περισσότερους ως JD Twitch, έφυγε την Παρασκευή ύστερα από μια σύντομη αλλά αδυσώπητη ασθένεια (τον Ιούνιο ανακοίνωσε ότι του είχε διαγνωστεί ένας μη θεραπεύσιμος όγκος στον εγκέφαλο). Βέβαια, στη ζωή και στον θάνατο, η αύρα του ήταν κερδισμένη με κόπο και πάθος. Με το Optimo (Espacio), δίπλα στον συνοδοιπόρο του JG Wilkes, ο Twitch μετέτρεψε το clubbing σε μια τελετουργία ελευθερίας: με χιούμορ αναρχικό, πολιτική πράξη και μια στάση που δεν χωρούσε κανένα καλούπι, έσπρωξε τον άξονα του «καλού γούστου» σε μια νέα, άγρια διάσταση, εμπνέοντας γενιές ολόκληρες.
Με το θρυλικό project Optimo (Espacio) στη Γλασκώβη, έστησε ένα περιβάλλον όπου μπορούσαν να συνυπάρχουν με φυσικότητα το ηλεκτρονικό beat, οι ωμές εντάσεις του πανκ και οι σκοτεινές ή αφαιρετικές υφές της κάθε leftfield μουσικής. Τα σετ του έμοιαζαν με χάρτη μιας νύχτας χωρίς προορισμό, γεμάτα παρεκκλίσεις, απρόσμενες συναντήσεις και εκρήξεις που σε έκαναν να νιώθεις ότι συμμετέχεις σε κάτι μεγαλύτερο από μια βραδιά σε κάποιο κλαμπ.
Η ενέργειά του δεν περιοριζόταν στα decks. Ήταν κυνηγός ήχων, συλλέκτης και ανασκαφέας ξεχασμένων δίσκων, άνθρωπος με αυθεντικό πάθος να μοιραστεί τη μουσική που τον συγκλόνιζε. Και αυτή η ενέργεια πέρασε σε μια ολόκληρη γενιά, που έμαθε μέσα από αυτόν ότι η νύχτα δεν είναι χώρος για κατηγορίες, αλλά για απρόβλεπτες συναντήσεις.
Στις αρχές των ’90s, συν-ίδρυσε το Pure στο Εδιμβούργο, χαρίζοντας στη Σκωτία το πρώτο live του Jeff Mills στη Βρετανία και κουβαλώντας το πνεύμα του Detroit μακριά από την παραζάλη της Madchester εποχής, προς τον κόσμο του acid house και techno, πιο σκοτεινό και ειλικρινή. Κι όταν το Pure έκλεισε τον κύκλο του, ο Twitch μετακινήθηκε στη Γλασκώβη και μαζί με τον Wilkes έστησαν το Optimo (Espacio) το 1997. Εκεί, μέσα από φέιγ βολάν που έγραφαν ειρωνικά "Optimo Sundays. You won’t like it, sugar" ή "Optimo says it’s not as good as it used to be", δημιούργησαν ένα καταφύγιο για τους «παράξενους», για όσους δεν χωρούσαν πουθενά αλλού. Και μπορεί να μιλάμε για DJs μα στην πραγματικότητα ήταν αφηγητές ιστοριών. Το κοινό τους μάζευε μανιωδώς κάθε set, γιατί ποτέ δεν ήταν ίδιο με το προηγούμενο· γιατί κάθε φορά σου έδειχναν μια άλλη πλευρά της μουσικής, από τα πιο σκοτεινά υπόγεια beats μέχρι τα πιο απρόσμενα, ονειρικά κομμάτια.

Ο Keith ειδικά είχε μια απέραντη αγάπη και γνώση για τη μουσική συνολικά, πέρα από το dancefloor. Αυτό φαινόταν παντού: στο Sleepwalk mix CD, που ήταν σαν ένα νυχτερινό ταξίδι έξω από τα κλαμπ, αλλά και στα εναρκτήρια μέρη των Espacio all-nighters, όταν ξεδιπλώνονταν οι ήχοι χωρίς καμία βιασύνη, σαν να σε προετοίμαζαν για μια εμπειρία που θα ήταν και σωματική και πνευματική. Ήταν πραγματικοί selectors, με έμφυτη περιέργεια, που έφτιαχναν κόσμους. Και ίσως γι’ αυτό αφήνουν πίσω τους όχι απλώς sets, αλλά μια αίσθηση πως η μουσική μπορεί να γίνει κοινή γλώσσα για να ανασάνουμε όλοι μαζί. Τα σετ τους ήταν όνειρα σε κίνηση: το avant-pop των ESG μπλεγμένο με τους φλογερούς ρυθμούς των Parliament-Funkadelic, οι βιομηχανικοί ρυθμοί των Nitzer Ebb να συναντούν το ηδονικό drum machine της Donna Summer. Αυτή ήταν η μαγεία του Twitch: μια μουσική γλώσσα χωρίς σύνορα, που έδινε σε όλους την αίσθηση ότι ανήκουν.
Ο Keith McIvor ήταν ένας ανυπότακτος δημιουργός που δεν δίσταζε ποτέ να σπάει τα όρια, να λυγίζει τη μουσική σε απρόσμενα ξεσπάσματα και να δείχνει σε γενιές ακροατών ότι το club μπορεί να είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια πίστα: μπορεί να γίνει ένα πεδίο χαράς, συλλογικότητας και απελευθέρωσης. Ο Twitch ήταν βαθύς γνώστης κάθε είδους μουσικής, όχι μόνο της dance κουλτούρας. Το απέδειξε με το Sleepwalk και με τα ανοίγματα των all-nighters του Espacio, όπου άφηνε τους ήχους να ξεδιπλωθούν σαν μια τελετουργία πριν το ξέσπασμα. Ήταν ένας selector με ενστικτώδη περιέργεια, ένας αρχαιολόγος του ήχου που μάζευε ιστορίες από δίσκους και τις μοιραζόταν με ένα κοινό που ήξερε πως θα φύγει πάντα διαφορετικό από όταν μπήκε.
Στάθηκε ενεργά στο πλευρό αντιρατσιστικών κινημάτων και υποστήριξε την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Μέσα από το label των Optimo κυκλοφόρησε συλλογές όπως τα Against Fascism Trax και Anarcho Disco, τα έσοδα των οποίων κατευθύνθηκαν σε οργανώσεις όπως το Hope Not Hate, ενώ συχνά οι αμοιβές του από DJ sets ή τα κέρδη του label δόθηκαν σε τράπεζες τροφίμων. Σε μια κουλτούρα dance μουσικής που κυριαρχείται από εντυπωσιακές «δηλώσεις καριέρας» και κινήσεις για likes στα social media, ο McIvor έχτισε τη φήμη του αλλιώς: παίζοντας χιλιάδες σετ και παραμένοντας μέχρι το τέλος ένας ειλικρινής υπερασπιστής των αδικημένων.
Στον θάνατό του, όπως και στη ζωή του, μένει η αίσθηση ότι η μουσική δεν είναι σύνολο κανόνων, αλλά μια ζωντανή, απέραντη κοινότητα. Ο JD Twitch μας δίδαξε ότι μπορείς να χορέψεις χωρίς να ανήκεις, να ακούσεις χωρίς να κατατάσσεις, να ζήσεις τη μουσική σαν χώρο χαράς χωρίς σύνορα. Και αυτή είναι η κληρονομιά του: ένας χτύπος που θα συνεχίσει να αντηχεί σε κάθε dancefloor που τολμά να είναι ελεύθερο.
Πριν χρόνια, οι Optimo είχαν υιοθετήσει μια φράση του γιου του Κερτ Βόνεγκατ, του Mark: «We are here to help each other get through this thing, whatever it is.»
Κι αν τότε ακουγόταν σαν σύνθημα μιας νύχτας χωρίς τέλος, σήμερα μοιάζει με πυξίδα ζωής. Ο JD Twitch έζησε και έπαιξε μουσική με αυτήν τη φιλοσοφία, ότι η μουσική είναι πάνω απ’ όλα μια κοινότητα, ένας τρόπος να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Κι ίσως αυτή να είναι η πιο πολύτιμη κληρονομιά του: πως, ό,τι κι αν είναι αυτό το «thing», όλοι μαζί το περνάμε καλύτερα.