Ο Martin Philips, ο συνεσταλμένος και χαρισματικός κιθαρίστας, τραγουδιστής και βασικός συνθέτης των Chills, είχε πάντα στο μυαλό του το κυνήγι του χρόνου. Τα καλύτερα τραγούδια του ήταν πάντα ξεθωριασμένες μελωδίες ταλαιπωρημένες από τους δρόμους του χθες και την αγωνία για το αν θα υπάρξει αύριο. Ακόμη και όταν τραγουδούσε ένα απλό τραγούδι αγάπης, ο Philips έδειχνε σαν να αναστοχάζεται πάνω στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

To Spring Board: The Early Unrecorded Songs συγκεντρώνει 20 κομμάτια, 20 γλυκόπικρες μελωδίες που έγραψε ο Martin Philips στα επτά πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 198ο, πριν δηλαδή ακόμα οι Chills ευοδωθούν να κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο τους άλμπουμ (Brave Worlds, 1987). Ο Phillipps αναθεώρησε τα τραγούδια στο Spring Board πριν τα ηχογραφήσει, υπό το πρίσμα των στροφών που πήρε η ζωή του τα τελευταία είκοσι χρόνια. Αφού πάλεψε για χρόνια με την ηπατίτιδα C (που προσβλήθηκε κατά λάθος λόγω της χρήσης ηρωίνης) και σε ένα σημείο του δόθηκαν μόνο μερικοί μήνες ζωής, ο Philips ξεπέρασε την ασθένεια χάρη σε ένα πειραματικό πρόγραμμα θεραπείας (η ανάρρωσή του απεικονίστηκε συγκινητικά στο ντοκιμαντέρ The Chills: The Triumph and Tragedy of Martin Phillipps του 2019). Τελικά έφυγε από την ζωή τον περασμένο Ιούλιο σε ηλικία 61 ετών

Οι Chills και η σκηνή της Flying Nun

Την εποχή που στην Αγγλία συνέβαινε το post punk και στην Αμερική και στη γειτονική Αυστραλία αναβίωναν το garage και η ψυχεδέλεια του ’60, στη Νέα Ζηλανδία σχηματιζόταν μια τοπική σκηνή από ανεξάρτητα pop συγκροτήματα με DIY ήθος, τα οποία συσπειρώθηκαν γύρω από την εταιρεία Flying Nun και λίγο-πολύ εμπνέονταν εξίσου από τις μινιμαλιστικές συγχορδίες των Velvet Underground. The Clean, The Bats, Balter Space, Verlaines, οι υπέροχες Look Blue Go Purple…Ως εναρκτήριο λάκτισμα της παρουσίας των παραπάνω συγκροτημάτων στη δισκογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί η κυκλοφορία του 7’’ "Tally Ho!" τον Σεπτέμβριο του 1981. Οι Chills σχηματίστηκαν, μετά τη διάλυση των Same, στο Dunedin το 1980. Η αρχική τους σύνθεση περιλάμβανε τον Martin Philips στην κιθάρα και τα φωνητικά, την αδερφή του Rachel στα πλήκτρα, τον πρώην frontman των Clean, Peter Gutteridge, στην κιθάρα, την Jane Dodd στο μπάσο και τον Alan Haig στα ντραμς. Η πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση ήταν ως support στους Bored Games στο Coronation Hall του Dunedin στις 15 Νοεμβρίου 1980, μετά την οποία ο Gutteridge αποχώρησε. Μέχρι τον Ιούνιο του 1981, οι Dodd και Rachel Phillipps είχαν επίσης αποχωρήσει, αφήνοντας τους Chills σε μετεωρισμό.

Ο Martin Phillipps έγινε βοηθητικό μέλος των Clean, παίζοντας πλήκτρα στο προαναφερθέν "Tally Ho!". Οι Chills επανενώθηκαν ωστόσο τον Ιούλιο του 1981 και συμμετείχαν με τρία κομμάτια, τα "Kaleidoscope World", "Frantic Drift" και "Satin Doll", στη δωδεκάιντση συλλογή Dunedin Double (Ιούνιος 1982) που ανθολογούσε τοπικές μπάντες. Εν συνεχεία, ύστερα από νέες ανακατατάξεις στη σύνθεσή τους, ηχογράφησαν ως τρίο τα δύο πρώτα τους single για τη Flying Nun: "Rolling Moon" (1982) και το "Pink Frost " (1984) - έφτασε στο top 20 του chart singles της Νέας Ζηλανδίας . Ακολούθησε άλλο ένα single, το "Doledrums" (1984) και το EP The Lost (1985), με έξι κομμάτια. Το πρώτο έφτασε στο νούμερο 12, ενώ το δεύτερο στο νούμερο τέσσερα στη Νέα Ζηλανδία και, το σημαντικότερο, στο νούμερο 31 των ανεξάρτητων βρετανικών chart. Οι Chills προσκλήθηκαν για συναυλίες στο Λονδίνο στα τέλη του 1985. Έναν χρόνο αργότερα όλες οι έως τότε ηχογραφήσεις τους συγκεντρώθηκαν στη συλλογή Kaleidoscope World, που έφτασε στο νούμερο 3 στα ανεξάρτητα βρετανικά chart. Υποκινούμενοι από την επιτυχία, μετακόμισαν στο Λονδίνο και τον Φεβρουάριο του 1987 περιόδευσαν στην Ευρώπη. Συνεργάστηκαν κατόπιν με τον παραγωγό Mayo Thompson (των θρυλικών ψυχεδελικών Red Krayola ) στο ντεμπούτο τους άλμπουμ τους, Brave Words (1987), το οποίο έφτασε στο top 30 στη Νέα Ζηλανδία. Το 1990, το συγκρότημα υπέγραψε ένα παγκόσμιο δισκογραφικό συμβόλαιο με την Slash Records και με την Warner Brothers στη Βόρεια Αμερική. Το δεύτερό τους άλμπουμ Submarine Bells (1990) έφτασε στο νούμερο 1 στη Νέα Ζηλανδία, περιέχοντας τη μεγαλύτερη επιτυχία τους, το "Heavenly Pop Hit". Το τρίτο άλμπουμ του συγκροτήματος με τον τίτλο Soft Bomb κυκλοφόρησε το 1992, όμως μετά την επικείμενη παγκόσμια τουρνέ, ο Phillipps ανακοίνωσε αιφνιδίως τη διάλυση των Chills.  

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το γκρουπ επανασυνδέθηκε, όμως ατυχίες συνόδευσαν την ηχογράφηση του τέταρτου στούντιο άλμπουμ με τίτλο Sunburnt, στην Αγγλία, από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο του 1995. Σε δύο μέλη του συγκροτήματος απαγορεύτηκε η είσοδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, οπότε ο Phillips στρατολόγησε session μουσικούς, τον Dave Mattacks (των Fairport Convention ) και τον Dave Gregory (των XTC ). Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1996 με το όνομα Martin Phillipps and the Chills. Οι Chills διαλύθηκαν ξανά με τον Phillipps να εντάσσεται σε ένα άλλο συγκρότημα του David Kilgour, τους Heavy Eights. Ένα οκταμελές EP των Chills, με τίτλο Stand By, κυκλοφόρησε το 2004, το πρώτο ολοκαίνουργιο υλικό μετά από εννέα χρόνια. Οι σημειώσεις του Phillipps υπόσχονταν: «Προετοιμάζομαι να οδηγήσω το συγκρότημα σε μια εντελώς νέα κατεύθυνση στο επόμενο άλμπουμ. Και πάνω σε αυτό θα ξεκινήσουμε σύντομα τη δουλειά». Παρά τη διαβεβαίωση αυτή, κανένα νέο άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε για πάνω από μια δεκαετία. Τον Μάιο του 2010, οι Chills έπαιξαν δύο συναυλίες στην Αυστραλία, τις πρώτες τους εκτός Νέας Ζηλανδίας από το 1996. Τρία χρόνια αργότερα, μετά από μια ακόμη παύση από τις ηχογραφήσεις, κυκλοφόρησε μόνο ένα κομμάτι των Chills, το "Molten Gold". Εμφανίστηκε στα 50ά γενέθλια του Phillipps (2 Ιουλίου 2013) ως single εκτός άλμπουμ με μια επανηχογράφηση του "Pink Frost 13" ως B-side. Τον Οκτώβριο του 2015, οι Chills κυκλοφόρησαν το Silver Bullets, το πρώτο τους άλμπουμ μετά από 19 χρόνια. Ακολούθησαν άλλα δύο άλμπουμ, τα Snow Bound (20187) και Scatterbrain (2021).

Παλιά κομμάτια με φρέσκια πνοή

Το υλικό του Spring Board είναι ξαναδουλεμένο από τον Philips. Όπως και με πολλούς πριν από αυτόν, καλλιτέχνες που έζησαν για τη δουλειά τους, τα τραγούδια έμειναν ημιτελή, ακυκλοφόρητα, απόδειξη μιας συνεχιζόμενης δημιουργικότητας που δεν ηρεμούσε ποτέ. Και αυτό είναι που βρίσκουμε εδώ: Είκοσι ακυκλοφόρητα κομμάτια που γράφτηκαν δεκαετίες νωρίτερα και ξεθάφτηκαν από τον Phillipps, ο οποίος αναζωογονήθηκε και ο ίδιος από την πρωτόλεια ορμητικότητά τους, δίνοντάς τους μια νέα πνοή. Γεννήθηκε ένα έργο στο οποίο, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, «ένας 60χρονος άνδρας δεν μπορούσε απλώς να κολλήσει στους στίχους εκείνων των διαμορφωτικών χρόνων. Και μερικά από τα τραγούδια ήταν απλώς ασαφείς αναμνήσεις, ημιτελείς, που άνθησαν μόνο κατά την ηχογράφηση».

Ενδεχομένως οι Chills θα είναι για πάντα καταδικασμένοι να στροβιλίζονται γύρω από τα στάνταρντ που έθεσαν με τις α λα Velvets υπνωτικές μελωδίες τους το “Pink Frost” και το “Kaleidoscope World”, έστω και έτσι όμως, το εν λόγω μοτίβο λειτουργεί στην πράξη και με το παραπάνω σε κομμάτια όπως το “If This World Was Made for Me”, νεοκυματικό το “I’ll Protect You” και το γκαραζιέρικό “Juicy Creaming Soda”. Ορμητικά ρεύματα από power-pop κιθάρες φυσούν στο "Steel Skies" και στο “Declaration”, όπως εξάλλου και στο εναρκτήριο “Dolphins”, ίσως το πιο πιασάρικό κομμάτι του δίσκου, αυτό που ίσως θα είχε τα φόντα μιας επανάληψης της επιτυχίας του “Heavenly Pop Hit”. Πιο εγκεφαλικά (βλέπε ψυχεδελικά) και πιο εσωστρεφή ακούγονται κομμάτια όπως τα "Watching Old Home Movies" και "Such Self Pity", όπου ο Phillipps επανεξετάζει στους στίχους κριτικά τον εαυτό του, απορρίπτοντας όμως τις τύψεις, χωρίς να οικτίρεται για τα όποια σφάλματα του παρελθόντος. Αντίστοιχα, το “I Don't Want to Live Forever” είναι ένα χαρούμενο τραγούδι με θέμα την ζεν αδιαφορία του δημιουργού για τη αθανασία του έργου του. Βαδίζοντας προς το φινάλε, το "I Saw Your Silhouette" μπορεί να είναι το καλύτερο κομμάτι που έγραψε ποτέ ο Philips μετά το “Pink Frost”. Ξεκινά αφαιρετικά, μπάσο-τύμπανα, στακάτος ρυθμός, η 12χροδη κιθάρα, που θυμίζει τους Byrds στο “My Back Stages”, στήνει τρελό διάλογο με τα πλήκτρα, ο ρυθμό στη μέση μεταλλάσσεται, επιταχύνει, και ο Philips επαναλαμβάνει με εγρήγορση τις φράσεις του ρεφρέν – ένα ανεξάρτητο κιθαριστικό ποπ διαμάντι!

Αυτή η μουσική φωτεινότητα διατρέχει ολόκληρο το Spring Board . Ο Philips καταθέτει και εδώ ορισμένες πονεμένες μελωδίες, όμως τα περισσότερα τραγούδια είναι αισιόδοξα και ζωηρά, μια αντανάκλαση τόσο του μετέπειτα ξαναζωντανέματος του Philips του όσο και της ικανότητας και της εμπιστοσύνης του στο γκρουπ που τον συνοδεύει. Το βασικό κουιντέτο των Chills αποτελείται εδώ από τους Oli Wilson, Erica Scally, Callum Hampton και Todd Knudson, ενώ συμμετέχουν δέκα καλεσμένοι (μέλη των Fur Patrol, Split Enz, Crowded House, Tiny Ruins, Purple Pilgrims). Συντιθέμενα, τα ίδια τα κομμάτια είναι η ενσάρκωση του ταλέντου ενός δημιουργού που άδικα υποτιμήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured