Από όλους τους singers-songwriters του 21ου αιώνα, λίγοι είναι αυτοί που θα μπορούσαν να σταθούν δίπλα στον Justin Vernon σε επίπεδο επιδραστικότητας, αλλά και ποιότητας δισκογραφίας. Η χαρακτηριστική αυτή φωνή που βρίσκεται πίσω από το project ονόματι Bon Iver, η οποία έχει ξεχωρίσει για τις εναλλαγές ανάμεσα σε ένα ιδιοσυγκρασιακό falsetto και ένα μπάσο τραγούδισμα που μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής, έχει παραδώσει σπουδαία πράγματα στο παρελθόν. Τόσο όταν αποτύπωνε με τρόπο ανατριχιαστικό την αίσθηση της απομόνωσης στη βαρυχειμωνιά στο έξοχο For Emma, Forever Ago (2007), όσο και όταν αγκάλιαζε τον πλούσιο οργανικό ήχο πλάθοντας μαγευτικά ηχοτοπία στο Bon Iver, Bon Iver (2011) ή όταν ενέδιδε σε ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και επινοούσε νέους τρόπους χρήσης της ανθρώπινης φωνής ως μουσικό όργανο στο 22, A Million (2016). Η δουλειά του δε, παρότι κινούμενη εξαρχής μέσα σε εναλλακτικά κανάλια, δεν πέρασε απαρατήρητη από εμπορικά μεγαθήρια όπως η Taylor Swift ή ο Kanye West, οι οποίοι τον έβαλαν μέσα στους δίσκους τους (και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα).
Ερχόμενος με τέτοια φόρα, το προσεγμένο αλλά κάπως νωχελικό και άοσμο i,i του 2019 εκλήφθηκε ως μικρό στραβοπάτημα και γέννησε ανησυχίες για τη συνέχεια. Κι έπειτα από αρκετά χρόνια δισκογραφικής σιωπής, το νέο πόνημα του Justin Vernon κατέφθασε ούτε για να επιβεβαιώσει τις ανησυχίες αυτές, αλλά ούτε ακριβώς και να τις διαψεύσει.
Για να εξηγούμαστε: το SABLE, fABLE δεν αποτυγχάνει να σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα στις υπόλοιπες δουλειές του Aμερικανού. Τα βασικά συστατικά δίνουν όλα το παρόν. Προσωπικότητα και ταυτότητα; Check. Παραγωγή που δε φοβάται να επενδύσει σε «κόντρα» επιλογές; Check. Στιβαρή μελωδικότητα; Check. Δε γίνεται να μην αναγνωρίσεις όλα τα παραπάνω σε πραγματικά όμορφα κομμάτια σαν το “THINGS BEHIND THINGS BEHIND THINGS”, το “If Only I Could Wait”, το “There’s A Rhythmn” ή το “Everything Is Peaceful Love”, που αποτελούν και το βασικό κουαρτέτο των highlights του δίσκου.
Από την άλλη, ακόμα κι αν εστιάσουμε στα καλύτερα δείγματα γραφής του, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι και από το SABLE, fABLE, όπως συνέβη και με το i,i, απουσιάζει η αύρα του σπουδαίου δίσκου, η αίσθηση εκείνη ότι ακούς έναν μουσικό ο οποίος βρίσκεται στο απόγειο της δημιουργικότητάς του και καταθέτει κάτι πραγματικά ζωτικό. Ενώ, δηλαδή, κινείται απαρέγκλιτα πάνω από τον πήχη, η πτήση του μάλλον είναι χαμηλή για τα δεδομένα του δημιουργού του.
Το παραπάνω ενισχύεται εάν προσέξει κανείς τις λιγότερο δυνατές στιγμές του δίσκου –όλες τους στο δεύτερο μέρος, όπου ο Justin Vernon παθαίνει Frank Ocean και «μαυρίζει» τον ήχο του κάπως άτσαλα. To “Walk Home” υποφέρει από έλλειψη αιχμών, το “From” μάλλον μοιάζει για κομμένο B-side, ενώ η απόπειρα για soul και gospel στα “I’ll Be There” και “Day One”, παρότι τίμια, ακούγεται «φορετή». Δεν πείθει για blue-eyed soul man o Justin Vernon, όσο διαβασμένος κι αν είναι.
Μοιάζει, εν ολίγοις, κάπως συγκεχυμένη η όλη εικόνα του SABLE, fABLE. Οι θεμελιώδεις αρετές του Vernon είναι παρούσες, αλλά η δημιουργική του πυξίδα εμφανίζεται κατάτι απομαγνητισμένη. Είναι ένας δίσκος σχεδόν πάντα ευχάριστος, μα σχεδόν ποτέ συναρπαστικός. Και ακόμα κι αν αποτιμάται με πρόσημο θετικό, είναι αμφίβολο το ότι θα καταφέρει να κρατήσει τον μουσικό στο βάθρο των κορυφαίων, εάν σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν ακολουθήσει κάτι ανώτερό του.