Ακολουθώντας τη συνταγή του πρόσφατου ντεμπούτο τους, οι Γερμανοί Wight ευαγγελίζονται το παλιομοδίτικο, ψυχεδελίζον heavy rock και στο φετινό τους άλμπουμ. Εξακολουθούν έτσι να προσφέρουν άφθονα Sabbath-ικά ριφ, doomοειδείς δρόνους και κλασικότροπα ηλεκτρίζοντα μοτίβα, άρτια δεμένα μεταξύ τους. Με τη «λίθινη» όμως ιδιοσυγκρασία να υπερισχύει των υπολοίπων χαρακτηριστικών, είναι τελικά το stoner η ταμπέλα με την οποία (αναπόφευκτα) θα συστηθούν στο μεγαλύτερο μέρος του κοινού –ακόμα κι αν δεν εμπεριέχει όλα τα ετερόκλητα συστατικά τους.

Rene Hoffman & Peter-Philipp Schierhorn συνεχίζουν και στο Through The Woods Into Deep Water να απαρτίζουν ένα παραπάνω από ταιριαστό δίδυμο στην εμπροσθοφυλακή, αντιπαραβάλλοντας συνεχώς τα κιθαριστικά και μπασοειδή κολπέτα τους, ενώ ο Michael Kluck τους σιγοντάρει κρούοντας με άνεση τα κύμβαλά του, πάντοτε όμως με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Όπως συνέβη και στο Wight Weedy Wight, η «βρώμικη» οργανική προσέγγιση και η 1970s διάθεση αποτελούν κι εδώ τα κύρια σημεία αναφοράς των Wight. Για όσους λοιπόν δεν χορταίνουν να γεύονται ξανά-μανά τα ριφ του Tony Iommi και το «έξω-από-’δω» αλύχτισμα του Ozzy Osbourne, το άλμπουμ θα αποτελέσει βάλσαμο.

Αλλά το σήμερα επιτάσσει μια παραπάνω ευελιξία στον τρόπο που μια τέτοια μπάντα θα πατήσει στη σκηνή του σκληρού ήχου. Και σε αυτό το σημείο οι Wight χωλαίνουν, αγκομαχούν. Γιατί η μανιερίστικη αναβίωση των εκάστοτε επιρροών –όποιες και να είναι αυτές– ποτέ δεν βοήθησε έναν καλλιτέχνη να ξεφύγει από τη σκιά των προτύπων του. Για να εξελιχτεί ηχητικά προς κάτι άξιο θαυμασμού, το πάντσερ των Wight όφειλε λοιπόν να μην αρκεστεί μόνο στη δύναμη του groove –το οποίο ξεπατικώνει από Kyuss πλευρά– ούτε μονάχα στη δύναμη οδοστρωτήρα που αναπτύσσει κινούμενο διαμέσου δασών και εντός βαθιών υδάτων.

Από το βαριεστημένα μονομανές εισαγωγικό τραγούδι, τις εκάστοτε γραφικότητες και την απουσία εκπλήξεων έως την αντίπερα όχθη των κυκλωτικών ριφ, των φαζαριστών σόλο και της εκτεταμένης χρήσης πεντάλ, οι Wight του Through The Woods Into Deep Water αποτυγχάνουν να εντυπωσιάσουν και να αναδείξουν το δικό τους στίγμα. Τελικά όμως η ευκολία με την οποία εκτροχιάζουν τους κεντρικούς αρμούς των συνθέσεών τους σε απολαυστικά τζαμαρίσματα και η ανυπακοή τους προς τις προκαθορισμένες εξελικτικές φόρμες, κερδίζουν τη συμπάθεια.

Το “Southern Comfort & Northern Lights” αποτελεί ιδανικό παράδειγμα αυτής της λογικής, με το πέρασμα του σαξοφώνου (δια χειρός Schierhorn) να κλέβει την παράσταση γύρω στο οκτάλεπτο. Άξιο αναφοράς είναι και το τριπαριστό instrumental “Halfway To Infinity”, με τον ανατολίτικο folk προσανατολισμό του να αποτελεί μια δροσερή παράκαμψη, ενώ σε όσες περιπτώσεις επιλέγεται να δοθεί περισσότερος χώρος και όγκος στο μπάσο (όπως στο “Master Of Nuggets”) η μπάντα βγαίνει κερδισμένη. Τέλος, η σκοτεινή post-ατμοσφαιρικότητα της ομώνυμης με τον δίσκο σύνθεσης λειτουργεί σαν άξιο coda, προσδίδοντας αισιοδοξία για το μέλλον.

Με την υπόθεση πως κάθε επόμενο δισκογραφικό βήμα των Γερμανών θα τους απομακρύνει όλο και περισσότερο από τις εμμονές τους με το παρελθόν, η παρούσα δήλωσή τους αξιολογείται ως επαρκής. Δεν έχει ωστόσο να προσδώσει το κάτι παραπάνω στον οπαδό του σύγχρονου σκληρού ήχου.

 

 

{youtube}FUxwn5iPZ24{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured