Theodore

Στον καιρό της διάθλασης, κανένα μουσικό είδος δεν τολμά να στέκεται πια ανέπαφο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ωραίο για κάποιον ας πούμε λάτρη της μουσικής που έχει μεγαλώσει με concept άλμπουμς ή έχει αφιερωθεί, σχεδόν τελετουργικά, σε εκείνα τα μουσικά είδη που κρατούσαν έναν δίσκο ενιαίο, απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία του νότα. Επίσης, η μαεστρία κάθε νέας συνταγής, που σερβίρεται χωρίς να έχει δοκιμαστεί πρώτα απ’ τον ίδιο τον σεφ, καταλήγει να δοκιμάζεται απευθείας απ’ το κοινό. Και το αποτέλεσμα, συχνά, δεν χωνεύεται εύκολα. Τι θέλω να πω; Το FIRE του Theodore θεωρώ ότι ανήκει σε αυτήν ακριβώς την επικίνδυνη κατηγορία. Είναι ένα άλμπουμ γεμάτο πανέμορφες στιγμές, όπου το new wave λιώνει μέσα σε χορευτικά 00s ρυθμικά κόλπα, τα οποία όμως ποτέ δεν αποκαλύπτονται εντελώς, κρύβονται στη (συχνά υπερφορτωμένη) παραγωγή (γιατί;), σαν μηχανισμοί κάτω από το δέρμα του ήχου. Ο δίσκος είναι γεμάτος εκρήξεις, μικρές, απρόβλεπτες, μερικές λαμπρές, άλλες πιο χαοτικές και τραβηγμένες μέχρι να γίνουν τελικά αμήχανες. Και κάποιες από αυτές τις εκρήξεις δεν λειτουργούν για να ανοίξουν δρόμους, λειτουργούν σαν κατάρρευση. Γκρεμίζουν τις ίδιες διόδους που προσπαθεί να ανοίξει η μουσική, αφήνοντας τον ακροατή να αιωρείται ανάμεσα στη λύτρωση και τη σύγχυση.

Κι όμως, η αμηχανία του ακροατή δεν κρατά για πολύ. Χάνεται μέσα στη συνεχή, συχνά επίμονη κραυγή του ήχου, μια ένταση που αρνείται να καταλαγιάσει, μια θορυβιστική παρουσία που κατακλύζει τα πάντα, ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται. Ο Theodore φαίνεται να ξέρει καλά πώς να ανάβει τη φωτιά, αλλά όχι πάντα πότε να την αφήσει να καεί. Έτσι, το FIRE γίνεται λιγότερο μια ιστορία για τη φλόγα που πυρώνει και περισσότερο μια μελέτη πάνω στη φλόγα που δεν λέει να σβήσει, που παραμένει εκεί, υπερβολικά δυνατή, υπερβολικά απαιτητική.

Ωστόσο, αν το δεις εννοιολογικά, αυτό το άλμπουμ δεν είναι μια έκρηξη, είναι ένα τελετουργικό καθυστέρησης. Ένα αργό και βασανιστικό μοτίβο αναμονής για ένα ξέσπασμα που έρχεται ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να προσφέρει την πραγματική του κάθαρση. Είναι η φωτιά που υπόσχεται να καταπιεί τα πάντα, αλλά τελικά απλώς σε κρατά ξύπνιο μπροστά της, υπνωτισμένο, με τα μάτια να τσούζουν απ’ τον καπνό.

Το άλμπουμ ανοίγει με μια γερή new-wave διάθεση: το "Breathe Into Me" απλώνεται σαν πρωινό φως πάνω σε μεταλλικούς ορίζοντες από synths και sequencers. Είναι από τα πιο όμορφα κομμάτια του δίσκου, εκεί όπου ο Theodore δείχνει τη σπάνια ικανότητά του να φτιάχνει χώρους που ανασαίνουν. Ο ήχος κυλάει καθαρός, σχεδόν ορατός, σαν να κοιτάς μέσα από γυαλί μια πόλη που μόλις ξυπνά. Κι όμως, όσο σε αφήνει να χαθείς σ’ αυτή τη λάμψη, τόσο σε τραβά πίσω στη φόρμα. Ο συνθέτης μοιάζει να γνωρίζει ακριβώς πόσο θα σε ταξιδέψει και πότε θα σε προσγειώσει. Το "Breathe Into Me" δεν εκτροχιάζεται, γιατί δεν του επιτρέπεται. Είναι μια πειθαρχημένη ανάσα, σχεδόν υπερβολικά σφιχτή για το εύρος που υπονοεί. Ένα κομμάτι που υπόσχεται το χάος αλλά επιλέγει τη συμμετρία.

Κι ύστερα έρχεται το "Eat You", σαν κάποιος να χαμήλωσε ξαφνικά τα φώτα και να έμεινε μόνο η απορία. Ο ρυθμός εδώ δεν καλεί σε κίνηση, καλεί σε μια άλλη pop παράδοση. Το μπάσο παίρνει τη θέση του ηλεκτρισμού, και η φωνή του Theodore γίνεται σχεδόν εξομολογητική, σαν να ψιθυρίζει μια προειδοποίηση που άργησε να ειπωθεί. Είναι ένα κομμάτι για το επικίνδυνο δέσιμο, εκείνο το είδος του πόθου που δεν ξεσπά, αλλά σε καταβροχθίζει αργά όπως η φωτιά που δε χρειάζεται φλόγες για να σε κάψει, μόνο χρόνο. Το "Eat You" έχει κάτι από εκείνη τη σιωπηλή βία των εσωτερικών πυρκαγιών: ξεκινά ήπια, σε υπνωτίζει με τη γλυκύτητά του, κι ύστερα, χωρίς να το καταλάβεις, σε έχει ήδη περικυκλώσει. Κι αν το "Breathe Into Me" είναι η στιγμή που ανάβεις το σπίρτο, το "Eat You" είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς πως το κρατάς ακόμη αναμμένο, καίγεται το χέρι σου, το πετάς και σε λίγο όλα γύρω αρχίζουν να μυρίζουν καπνό.

Το "The Big Rip" ξεκινάει να περπατά με σιγουριά: με μια σταθερή 4/4 μπότα, ένα μπάσο που κρατάει το σώμα όρθιο, κι ένα βλέμμα στραμμένο μπροστά. Υπάρχουν σπασίματα, εξάρσεις, βουτιές, μια αίσθηση διαρκούς κίνησης· όλα δουλεύουν όπως πρέπει. Κι όμως, κάτι λείπει. Το κομμάτι έχει καρδιά, αλλά όχι παλμό. Σαν να κοιτάς μια φωτιά που τα καίει όλα σωστά, αλλά χωρίς θράκα, χωρίς εκείνο το ανεξέλεγκτο στοιχείο που θα την κάνει να ξεφύγει απ’ το κάδρο. Ο Theodore εδώ δείχνει τον έλεγχο του καλού παραγωγού, ειδικά τον τρόπο που μπορεί να στήσει ένταση, να τη σπάσει, να την επαναφέρει. Μόνο που η φλόγα του "Τhe Big Rip" απλώς φωτίζει. Κι αυτό, σε έναν δίσκο που υπόσχεται κάψιμο και καταστροφή, ακούγεται σχεδόν σαν προδοσία.

Και μετά έρχεται το "FIRE", ο πυρήνας του άλμπουμ, το σημείο μηδέν, η ανάφλεξη. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος, είναι μάλλον μια πρόσκληση στην απελευθέρωση, αλλά και μια προειδοποίηση για το τίμημα της. Ο Theodore εδώ αφήνει τα πάντα να συγκρουστούν: indie-rock γραμμές, ηλεκτρονικοί παλμοί, μια post-rock αποξένωση στις κιθάρες που μοιάζει να διαλύει τη δομή από μέσα. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν τελετουργικό, μια έκρηξη που ίσως δεν αφορά το σώμα, αλλά το πνεύμα. Ίσως, βέβαια, αυτή η κάθαρση δεν είναι εύκολη. Το "FIRE" δεν σε καίει από έξω προς τα μέσα, αλλά αντίστροφα. Ζητά να ξεγυμνωθείς, να πετάξεις τις νόρμες, να αφήσεις το παιδί μέσα σου να δοκιμάσει να παίξει με τις φλόγες. Γιατί πλέον η φωτιά δεν είναι μεταφορά, είναι το ίδιο το μέσο και η μουσική δεν περιγράφει την καύση, είναι η καύση.

Μετά τη φωτιά, έρχεται η θάλασσα. Το "The Sea" κυλά σαν μικρή ωδή στο στοιχείο που σβήνει κάθε φωτιά, είναι ο καθαρτήριος αντίποδας του τίτλου. Εδώ, ο Theodore αφήνει τα keyboards να ανασαίνουν πλατιά, σαν κύματα που σέρνουν μαζί τους τη στάχτη των προηγούμενων κομματιών. Είναι μια στιγμή σχεδόν μυστικιστικής ηρεμίας και καθώς τα νερά απλώνονται, το FIRE μοιάζει να χάνει τη φωτιά του, αλλά να βρίσκει για λίγο την ψυχή του. Μόνο που αυτή η ηρεμία διαρκεί όσο κρατά μια αναπνοή. Γιατί αμέσως μετά, το δυναμικό "Absurd" κάνει την είσοδό του σαν ένα ηλεκτρονικό παραλήρημα χαμένο σε ένα post-punk ρυθμό που σπρώχνει τα όρια. Είναι το σημείο όπου ο Theodore σταματά να διηγείται και αρχίζει να παλεύει με τον ίδιο του τον ήχο. Το "Absurd" μοιάζει σαν να σπάει κάθε ισορροπία και μέσα σ’ αυτήν τη διάλυση, ο δίσκος αποκτά ξανά τη ζωντάνια που έμοιαζε να χάνει: σαν κάποιος να άνοιξε απότομα τα παράθυρα και να φύσηξαν όλοι οι άνεμοι του κόσμου. 

Αυτοί οι άνεμοι, δυστυχώς δεν δυναμώνουν τις φλόγες, τις παρασέρνουν στα δύο κομμάτια που κλείνουν διαδοχικά το άλμπουμ. Πρώτα το "Brainfog" που κι αυτό ξεσπάει σε ένα νεοκυματικό πυρετικό ντελίριο το οποίο συνεχώς κλιμακώνεται στο ρεφρέν του, και πέφτει και ξαναρχίζει πάλι να παλεύει με τον χρόνο μέχρι να συγκρουστεί (απότομα) με το τέλος. Το άλμπουμ κλείνει με το "Wolves' Song", Το άλμπουμ κλείνει με το “Wolves’ Song”, μια σχεδόν πιανιστική προσευχή. Πιάνο, φωνή, σιωπή, κι έπειτα μια ηλεκτρονική λύτρωση. Είναι από τις καλύτερες συνθετικές στιγμές του FIRE και μια από τις λίγες που η φωτιά δεν καίει, αλλά φωτίζει.

Κλείνοντας, το FIRE μοιάζει περισσότερο με ένα άλμπουμ που παρατηρεί τη φωτιά, παρά με ένα που την προκαλεί. Ο Theodore δείχνει να αναμετριέται με την ίδια του την αισθητική, σαν να ελέγχει προσεκτικά κάθε φλόγα, μην τυχόν και ξεφύγει από το κάδρο. Ναι, υπάρχει συνέπεια, καθαρότητα και μερικές πραγματικά δυνατές στιγμές, αλλά και μια σταθερή αίσθηση εγκράτειας, σαν η ίδια η μουσική να φοβάται να αφεθεί στο ξέσπασμά της. Δεν ξέρω, ίσως αυτό να είναι και το νόημά του τελικά: μια φωτιά που δεν γίνεται ολοκαύτωμα... Ένα έργο προσεγμένο, όμορφο, μα και εσωστρεφές. Ένας δίσκος που καίει με μέτρο και σβήνει χωρίς να το καταλάβεις αφήνοντας πίσω του μόνο λίγο φως και μια αδιόρατη μυρωδιά καπνού.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured