Τέταρτος σταθμός σε μια διαδρομή που κρατά πάνω από δεκαπέντε χρόνια, το "Desires" των Electric Litany δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει, αλλά μάλλον να θυμηθεί...
Γιατί η μπάντα σήμερα ακούγεται πιο ώριμη, και πιο εσωστρεφής, και πιο σιωπηλά τολμηρή από ποτέ, και μοιάζει να επιστρέφει όχι σε μια φόρμα, αλλά σε μια "άλλη" συνείδηση. Μέσα σε δέκα νέα κομμάτια, η μουσική της κινείται σαν αναπνοή: συστέλλεται, απλώνεται, επιστρέφει. Η φωνή του Αλέξανδρου Μίαρη παραμένει η ψυχή του έργου σαν απόσταγμα της σφραγίδας του ονόματος. Πλάι της, τα ρυθμικά του Richard Simic και οι πλούσιες συνθετικές υφές του Jason Tsontilis υφαίνουν ένα τοπίο που δεν είναι ακριβώς ηλεκτρονικό ούτε ακριβώς οργανικό, μάλλον κάτι ενδιάμεσο, ένα σώμα που πάλλεται ανάμεσα σε κύματα και φως. Και η παραγωγή του Γιώργου Μπότη και της ίδιας της μπάντας λειτουργεί σαν καθρέφτης αυτού του κόσμου, καθαρός, αλλά γεμάτος μικρές ρωγμές.
Στην καρδιά του Desires υπάρχει ένα ερώτημα: αν η πραγματικότητα είναι πια μια επιμελημένη κατασκευή, έχει σημασία τι είναι αληθινό; Η μπάντα δεν απαντά. Απλώς στήνει έναν ηχητικό χώρο όπου οι επιθυμίες αναπνέουν ελεύθερα κι αν κάτι μοιάζει με ελπίδα, είναι ίσως αυτό το υπόκωφο συναίσθημα που μένει μετά το τελευταίο fade-out.
Υπάρχει μια υποβόσκουσα "dance" διάθεση που διαπερνά ολόκληρο το Desires, όμως στο opening track "Falcon" αυτή η ενέργεια κάνει την πιο ευδιάκριτη και τολμηρή εμφάνισή της. Από την πρώτη στιγμή, το κομμάτι χτίζεται σε έναν "ρυθμό" με απότομα κοψίματα και "ανοιχτές" post-rock μεταλλάξεις, σαν να πειραματίζεται με το πώς μπορεί να συνυπάρξει η ένταση του σώματος με τη στοχαστικότητα του νου. Ο ήχος μοιάζει να ανασαίνει, να σπάει και να ξαναγεννιέται μέσα από κύματα επεξεργασμένων κιθάρων και ηλεκτρονικών υφών, ενώ κάτω απ’ όλα αυτά υπάρχει ένας παλμός σχεδόν χορευτικός, που υπενθυμίζει πως ακόμη και στη μελαγχολία των Electric Litany υπάρχει πάντα μια κρυφή επιθυμία για κίνηση, για ανάταση.
Το "Opia" που ακολουθεί φλερτάρει με μια post-punk νοσταλγία, εκείνη τη μελαγχολική ενέργεια που θυμίζει μια εποχή πιο σκοτεινή, αλλά και πιο ειλικρινή. Με πολλαπλά breaks και ατμοσφαιρικά πεσίματα που χάνονται σε ωκεανούς από synths και κιθάρες, το κομμάτι λειτουργεί σαν ταξίδι σε θολό φως, άλλοτε ονειρικό, άλλοτε ανήσυχο. Το beat κρατά τον σταθερό παλμό, με μια techno μπότα που υποβόσκει και υποστηρίζει τα synth περάσματα, σαν μια καρδιά που επιμένει να χτυπά κάτω από ένα πέπλο ηλεκτρονικής ομίχλης.
Το "Reciprocate" ξεκινά με εκείνη την παιχνιδιάρικη ψευδαίσθηση του ρυθμού, φιλτραρισμένα dance κόλπα, σαν ανάμνηση από κάποιο παλιό club που υπάρχει μόνο στη μνήμη. Πολύ γρήγορα, όμως, το κομμάτι μεταμορφώνεται σε ένα νοσταλγικό 80s slow funk, με τις γραμμές του να κινούνται ανάμεσα στο αισθησιακό και το μελαγχολικό. Στις παύσεις του, το κομμάτι ανοίγει, αφήνοντας χώρο για πιάνα, κιθάρες και synths που λειτουργούν σαν μικρές αναπνοές ανάμεσα στις λέξεις, στιγμές εύθραυστης καθαρότητας, όπου ο χρόνος μοιάζει να σταματά. Και ύστερα επανέρχεται, πιο γειωμένο, πιο βέβαιο για το ποιο είναι. Η νοσταλγική του ταυτότητα δένει ιδανικά με τη φωνή του Μιάρη, που εδώ μοιάζει να τραγουδά όχι απλώς στίχους, αλλά αναμνήσεις που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στη μουσική.
Το "Diamonds" που ακολουθεί μοιάζει με μια ακόμη δόση γλυκιάς νοσταλγίας, ένα τραγούδι που δεν φοβάται να κοιτάξει πίσω, αλλά θα έλεγα ότι σχεδόν το απολαμβάνει. Τα έντονα tom fills χτίζουν μια ρυθμική ένταση που θυμίζει παλιές new wave παραγωγές, ενώ τα σύγχρονα bass overtones προσπαθούν, μάταια ίσως, να το τραβήξουν προς το παρόν. Όμως το κομμάτι παραμένει κολλημένο στα 80s, με εκείνη την υπόγεια μελαγχολία που κάνει τη μουσική της δεκαετίας τόσο ανθρώπινη. Στις απανωτές εκρήξεις του, λίγο πριν το φινάλε, δείχνει τη διάθεσή του να ξεσπάσει και όταν έρχεται το κιθαριστικό σόλο, αυτό δεν είναι απλώς κορύφωση αλλά υπογραφή: ένα αποτύπωμα μιας vintage ταυτότητας, σμιλεμένο με αναλογικό πάθος και ηλεκτρισμένη μνήμη.
Το πιανιστικό "Prism" λειτουργεί σαν ένα μελαγχολικό διάλειμμα, μια στιγμή ηρεμίας μετά τα ηλεκτρικά κύματα που προηγήθηκαν. Το beat και το μπάσο κρατούν έναν διακριτικό παλμό, σχεδόν υπόγειο, αφήνοντας το πιάνο να αναλάβει τον ρόλο του αφηγητή. Δεν υπάρχει εδώ κορύφωση ούτε δραματισμός — μόνο μια αίσθηση εσωτερικής κίνησης, σαν ανάσα που μετράει τον χρόνο. Η ενορχήστρωση είναι λιτή, σχεδόν διάφανη, κι όμως πίσω της κρύβεται ένα βάρος: η αίσθηση πως κάτι τελειώνει αργά, με αξιοπρέπεια και φως στα random synth arps που είναι κρυμμένα στα πιο busy σημεία του.
Το "Itor", ένα από τα κορυφαία κομμάτια του άλμπουμ, σέρνεται υπνωτικά, σαν να προσπαθεί να σε πείσει να αφεθείς στην όμορφη πλευρά του, εκεί όπου ο ήχος γίνεται παρηγοριά. Όμως, όσο περισσότερο βυθίζεσαι, τόσο περισσότερο το απέραντο reverb σε καταπίνει, μετατρέποντας το τοπίο σε κάτι σχεδόν χαοτικό. Οι φευγαλέες κιθάρες αναδύονται και εξαφανίζονται σαν σκιές, ενώ τα ηλεκτρονικά στρώματα και κάποια περαστικά glitches σχηματίζουν έναν κόσμο μεταβατικό, ένα βιομηχανικό παρόν, όπου το συναίσθημα διαπερνάται από μηχανικό παλμό. Και το κομμάτι χωρίς να σε καθοδηγεί, σε εγκλωβίζει όμορφα, αφήνοντάς σε να περιπλανηθείς μέσα στην ίδια του την αντήχηση, πριν αυτή κοπεί απότομα στο τέλος.
Το "For Another" είναι ίσως το μελαγχολικό χιτ του άλμπουμ, εκείνο το τραγούδι που "αναζητά" εραστές στη νύχτα, όχι για να τους βρει, αλλά για να θυμηθεί πως κάποτε υπήρξαν. Η φωνή του Μιάρη κινείται σαν απόηχος μέσα σε μια θολή, αστική σιωπή, ενώ οι πιανιστικές, οι κιθαριστικές γραμμές και τα drums κρατούν έναν ρυθμό που μοιάζει με καρδιοχτύπι μετά από όνειρο. Κάτι στο τραγούδι αυτό σε κάνει να νομίζεις ότι το έχεις ξανακούσει, όχι επειδή μιμείται, αλλά γιατί κουβαλά την ανάμνηση του έρωτα μέσα του, σαν παλιό φως που αρνείται να σβήσει... Αλλά τελικά σβήνει, και αυτό απότομα.
Από την ανέμελη, παιχνιδιάρικη pop ατμόσφαιρα του "Crumpets", περνάμε στο εισαγωγικό κρεσέντο του Junkie, που μας τραβά κατευθείαν σε μια νυχτερινή διάθεση, πιο υπόγεια, σχεδόν κινηματογραφική. Τα πιάνα και οι περαστικές κιθάρες δημιουργούν ένα σκηνικό από φώτα που τρεμοπαίζουν σε βρεγμένους δρόμους, ενώ η φωνή κινείται πάνω τους με μια σχεδόν εξομολογητική ευαισθησία. Το κομμάτι μοιάζει να ανασαίνει μέσα σε εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επιθυμία και τo "χάσιμο", ένας μικρός ύμνος για όσους έχουν μάθει να χορεύουν με τα φαντάσματά τους.
Το "Bless" ξεκινά σαν να μην ξέρει πού ανήκει, παγιδευμένο ανάμεσα σε μια σύγχρονη ηλεκτρονική προσέγγιση και τη γνωστή, πιο συναισθηματική ταυτότητα των Electric Litany. Το vocoder παίζει με τη φωνή, την αλλοιώνει, τη στριφογυρίζει, την κρατά θαμμένη κάτω από στρώματα ήχου, σαν να μην της επιτρέπεται να εκτεθεί. Κι όμως, εκεί γύρω στο τέταρτο λεπτό, κάτι αλλάζει: η φωνή ξεγυμνώνεται από τα καλώδια, αφήνοντας μόνο την ανθρώπινη υφή της να σταθεί γυμνή και ευάλωτη. Είναι μια στιγμή αποκάλυψης, σχεδόν πνευματικής, που μετατρέπει το κομμάτι από πείραμα σε λύτρωση. Το "Bless" έτσι, καταλήγει να είναι μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές του άλμπουμ κι ένα ιδανικό κλείσιμο, σαν τελευταία ανάσα μετά από μια διαδρομή ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως.
Η ηχογράφηση του άλμπουμ στο Fish Factory Studios στο Λονδίνο (με προσθήκες από Αθήνα) δίνει στο άλμπουμ τη σφραγίδα μιας ατμόσφαιρας που δεν ανήκει σε καμία γεωγραφία. Είναι μουσική από εκεί που αρχίζει η εσωτερική ζωή. Και έτσι, το Desires γίνεται ένας δίσκος που περιμένει να χαθείς μέσα του. Κι όταν το κάνεις, ανακαλύπτεις πως οι Electric Litany δεν γράφουν πια τραγούδια, αλλά τοπία. Και κάθε τοπίο τους είναι ένας τρόπος να θυμηθείς πως, όσο κι αν αλλάζουν οι μηχανές, οι τρόποι, τα στούντιο, τα μικρόφωνα, η μελαγχολία παραμένει το πιο ανθρώπινο από όλα τα όργανα.