«Τι έχεις να πεις τώρα που βάζω φράγκα στην τσέπη/ Τώρα, η κόρη σου έχει υγρά όταν με βλέπει/ Τώρα, που οι TXC πατάν όλη την χώρα/ Σαν ερπυστριοφόρα/ Είναι όξινη βροχή, δεν είναι απλή μπόρα, είναι ποίηση/ Με ισόβια εγγύηση, μικρόβια υπό κύηση/ Για εγχώρια διακίνηση/ Με κάθε μου κίνηση φέρνω inferno/ Σ’ όσους με θέλαν πεθαμένο/ Ζω και βασιλεύω, γι’ αυτό βγαίνω/ Σπάω, γράφω, σκάω, σκάβω τάφο/ Κάτσε αν θέλεις να σε μάθω πως/ Κάτσε μόνο φρόνιμα, αλλιώς σε φιμώνω μόνιμα/ Χωρίς φόνο, νόμιμα, απλά σου σκοτώνω το φρόνημα/ Με ατσάλινες καλοστημένες ρίμες παγίδες/ Στιχουργικές ικανότητες/ Που ούτε στον ύπνο σου δεν είδες/ Κόβουν σαν λεπίδες, όλους τους HIP HOP νταβατζήδες/ Σε χιλιάδες κομμάτια, βγάζω ρίμες και μάτια/ Γι’ αυτό στην μπάντα, μάγκα, δείξε σεβασμό/ Πες κάτι θετικό ή βγάλε τον σκασμό/Ήρθα να δώσω ορισμό για το τι θα πει ωμό/Πατάω στον λαιμό τα 80 στα 100/ Όπως και πρώτα αλάνια μου καλύπτουνε τα νώτα/ Κι όταν βγαίνω βόλτα κλείδωνε την πόρτα» («Απλά Μουσική», Η Γεύση του Μένους, Terror X Crew

Στο live των TXC στο Αν Club, τα φώτα ήταν πράσινα, συντονισμένα με την αισθητική από το εξώφυλλο της Γεύσης του Μένους. Οι ρίμες έρεαν, το live στο Camel είχε προηγηθεί, τα λόγια είχαν εμπεδωθεί σε όλα τα στόματα. Βρισκόμαστε στο πριν, δεν υπάρχει στα χαρτιά μας η στροφή του Έσσεται Ήμαρ, οι MCs δεν κουβαλoύν την αμαρτία των προσωπικών μας εύγλογων ή άδικων διαψεύσεων. Βλέποντας πριν λίγο καιρό τον Ευθύμη των TXC να κλείνει τη δεύτερη μέρα του πρώτου Hip Hop Convention, έπεσα στο πηγάδι της νοσταλγίας, με άρπαξε η εντύπωση επανασύνδεσης, συσσωρευμένες αφορμές επανέφεραν τα παιδικά ακούσματα ως το ιδανικό αποκούμπι που σου χαρίζει ένα έστω και πρόσκαιρο ψυχωμένο χαμόγελο. Δε σας κρύβω πως μπήκα στον πειρασμό να ξεψαχνίσω λογής-λογής ντάνες, ανάμεσα στις αποκηρυγμένες κούτες με τα CDs και των υπολοίπων της φουρνιάς, όμως οι αποθήκες γρήγορα σε διαψεύδουν ως λημέρια διαφυγής. Αντιθέτως, το αγχολυτικό bespar είναι βολικότερο χάρη στη βραχυπρόθεση ανακουφιστική του δράση. Γλυτώνεις και τις σκόνες από τους σοβάδες.

td article5

Φοβάμαι πως το παραπάνω διαβάζεται σα να κραδαίνω επίμονα ένα πιστοποιητικό φρονημάτων, κάτι που τελικώς μικρή σημασία έχει στα κείμενα κριτικής - αυτά ας τα αφήσουμε για τους γραφιάδες που έχουν βεβαιότητες πως ενσκύπτουν καλύτερα γιατί το δικαιούνται ως σιγουρότεροι για τη ματιά τους κατά το «όταν εμείς πηγαίναμε, εσείς ερχόσασταν». Αν λόγου χάρη προσέθετα ως πραγματικό γεγονός πως έχω καλέσει τα τηλέφωνα που υπήρχαν μέσα στα CD των ΖΝ, για να κλείσω ραντεβού έξω από το σταθμό τραίνου του Περισσού, ώστε να αγοράσω ένα μαύρο hoodie με τη στάμπα τους, θα σήμαινε κάτι περισσότερο ως γεγονός για το σημερινό μου εαυτό, για τον αξιακό μου κώδικα; Θα συμπεραίνατε πως μασουλώ ό,τι μπαρούφες είχαν ξεστομίσει, μέχρι και σήμερα; Αν σας έλεγα πως δίνω πάντα σημασία στο «Όλοι είμαστε υπαίτιοι για τις πράξεις μας/ Πόσο μάλλον για τα κουπλέ μας που 'χουν ακουστεί/ Όλοι θέλουν να φτάσουν κάπου, μα πρώτον ο τρόπος/ Δεύτερον ο σεβασμός στο εγώ μας, τρίτον η σιωπή» («Στης Φυλακής Το Προαύλιο», ΤΑΦ Λάθος), θα αποκτούσε η συνέχεια μεγαλύτερη βαρύτητα; Αν έπαιρνα τη στροφή του ΛΕΞ «Είμαι απ' την πάστα των πρωταθλητών/ Τα lyrics μου γραμμές θανάτου σαν την κόκα των Κολομβιανών/ Πάντα στο on/δάγκωσε μας γίνε καρμπόν/ Δηλώνω απών σε διοργανώσεις πουτάνας γιων/ Δεν υπάρχεις σαν φιλία μεταξύ γυναικών/ Ακούς την φονική γραφή ναι προσόν των Αστεριών/ Καμιά σύγκριση με wack rap σε στυλ reggaeton/ Πες το στα νέα φιλαράκια σου μπας και μάθουν λοιπόν/ Ακούς το απόλυτο σκληροπυρηνικό/ Δεν εκπροσωπείς την πόλη μάγκα φύγε από δω/ Θα' θελα να' βλεπα τι θα' λεγες στο πρώην σου κοινό/ Ουπς κοινό μου ήταν το ξέχασα συγχώρα με γι' αυτό» («Συστημένο», Δε Μας Ξες Καλά, Ανάποδα Καπέλα), ή αυτές του «Τι τα θες, τι τα θες/ Ραπάρουν σαν αδερφές/ Εγώ δουλεύω κολλημένα/ Λειτουργώ με εμμονές/ Δεν είμαι φίλος σου μαλάκα/ Ούτε καν που με ξες/ Τράβα να πιεις καμιά ψιλή/ Μπας και σου φύγει το stress (…) Σαλονίκη κόκαλα/ Βγαίνουν παίζουν πιο καλά/ Warriors με ρόπαλα/ Δεν άκουσες, δεν ξέρεις»(«Χαρτζιλίκι», Ταπεινοί και Πεινασμένοι, ΛΕΞ), θα έπρεπε με το στανιό να τις συμπεριλάβω ως ντεσού στο μητρώο του «κατηγορητήριου» των ημερών της σύμπραξης* με τον Light; Ή θα θόλωνα τα νερά, αν διάλεγα να κρατήσω τα όσα είπε περί αγχώδους διαταραχής στο podcast του Δημοκίδη στη LiFo, ως πειστήριο πρότερου έντιμου βίου;

Στον πρόλογο του Χρήστου Βακαλόπουλου για το βιβλίο Τρία άρθρα αρχιτεκτονικής καθημερινότητας (Σοφία Μαρτίνου. Εκδ. Κέδρος, 1978) σημείωνε: «Ποτέ άλλοτε δεν πληροφορηθήκαμε τόσα πολλά, για να μάθουμε τόσα λίγα. Ποτέ στο παρελθόν δεν μίλησαν τόσο απόλυτα, τόσο “επιστημονικά”, τόσο συγκεκριμένα, για να μη μιλήσουν καθόλου.» Κι αν αυτό σας κάνει triggering για την περιρέουσα ΛΕΞ-ολογία, να κλέψω για μια τελευταία φορά ένα άλλο κείμενο του Βακαλόπουλου από το Αντί, όπου για μια σημαντικότατη περίπτωση μουσικού έγραφε «…το έργο σου να μιλάει πρώτα απ’ όλα για σένα τον ίδιο και μ’ αυτό το δύσκολο τρόπο να συναντάει την κοινότητα.(…) υπάρχει έντονη η ανάγκη μιας αφήγησης, η ανάγκη του να ξαναβρούμε ιστορίες (με μικρό ι) που να μας ενεργοποιούν γιατί το πηγάδι με τους μύθους, τους θρύλους και τα έπη, τις καταναλωτικές κοσμογονίες και τις “συνεπείς” ιδεολογικά παρθενογενέσεις μοιάζει να στέρεψε οριστικά. Χρειάζεται λοιπόν όραμα, αλλά τα βαρύγδουπα οράματα πάντα μου προκαλούσαν πλήξη, προτιμώ αυτά που τραγουδιούνται χωρίς να είναι τόσο σίγουρα για τον εαυτό τους, για την παντοδυναμία τους.»

Με την επακόλουθη πανικόβλητη εργαλειοποίηση πάνω από το κεφάλι μας, ας πάμε σε αυτό το «απλά κριτική» που γράφει πάνω-πάνω, κάτω από τον τίτλο ενός δίσκου που κυκλοφόρησε το 2024. Το 7 της βαθμολογίας στην κλίμακα του 10, απουσιάζει εσκεμμένα. Δεν πρόκειται για αξιολογική υπεκφυγή, αλλά για σβησμένο clickbait σημείο. Το μόνο που ίσως τελικά έχει μια μίνιμουμ βαρύτητα, είναι πως έστω για λόγους κλάσης και ηλικιακών μαθηματικών, θαρρώ πως καταλαβαίνω τι λέει στη μπάρα του «Τ.Γ.Κ.» «Έχω ορέξεις βραδυνές, με τεστάρω ν' αντέχουν/ Γιατί αλητεύω από τις μέρες του «Να Τους Δω Να Τρέχουν»/ Τελευταία δε μου πάει ο καιρός/ Θέλω τα παρκα που μετρούσε ο σεβασμος σαν χρυσός/ Ίσως τις ήμερες που ψηνόσουν όταν ήσουν μικρός/ Με αλάνια που αν κώλωνες σε αφήνανε εκτός/ Είμαστε ακόμα τα κωλόπαιδα από τη γειτονιά/ Όσο οι άλλοι αγκαλιάζονταν ανησυχητικά». Ακόμη κι αν δεν ανήκω σε αυτό που εννοεί ο ΛΕΞ ως δικά μας παιδιά, αλλά σίγουρα στους κολλημένους. Κολλημένος προτιμησιακά και κομπλεξικός, υπό το don’t believe the hype πρίσμα πως ό,τι και να λένε οι αριθμοί, ο ΛΕΞ βλέπει τον Κριστιάνο Ρονάλντο κι αποφαίνεται Μέσι (βλέπε podcast «ο ΛΕΞ στον Ζοσιμάρ»), έτσι και κάποιος σαν και του λόγου μου, λέει Anser και Ταφ Λάθος στο προσωπικό του “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι” για τα μεγέθη του σήμερα, όπως κάποτε θα έλεγε Razastarr (δείτε το βίντεο του Coolgeeks με το Sifu Versus), FF.C (χωρίς ισόβιους όρκους αδελφοσύνης) κ.ο.κ. Αμαρτία εξομολογουμένη …ουκ έστι αμαρτία, κάτι τέτοια είναι που αποτελούν τις επεξηγηματικές προϋποθέσεις για μια «απλά κριτική» ενός χρυσού LP που φτάνει σιγά-σιγά τις 6.000 φυσικές πωλήσεις (όσο κι αν μοιάζει μικρό σε σχέση με τον παλαιότερο πήχυ, δεν είναι καθόλου, άσε που δεν αφορά ακουμπισμένα streams). 

Όταν κυκλοφόρησε, στο podcast που κάναμε με το Δημήτρη Λιλή, χαριτολογούσα λέγοντας πως είναι ωραίος ο δίσκος του ΛΕΞ, χωρίς να είναι ο καλύτερος του, και πως σαν άλλος Victor Frankenstein θα του κότσαρα την παραγωγή του Light από το No Cap, για να τον έκανα καλύτερο. Καφενειακή ατάκα, δίχως ιδρώτα. Ξύσιμο στην γκλίτσα του τσοπάνη, αλλά εδώ κάποτε ο Snik έλεγε πως είναι τοπ χωρίς να εννοεί το ξύδι, την ώρα που λογιζόταν ως πρωτοπόρος από τα media που επέλεξαν να καβαλήσουν το κύμα των τραπ -κατά κύριο λόγο- ανέμων. Δέκα χρόνια μετά το προαναφερθέν «Τ.Γ.Κ.», 2024 ως «Γ.Τ.Κ.» πια, ΛΕΞ και Dof Twogee (μα και Ortiz στα “Cognac” και “Breakdance”), στο δίσκο που είναι καλύτερος από το μπερδεμένο Μετρό. Γ.Τ.Κ, το LP που ο Tiny Jackal λογίζει ως classic, και παρότι καταλαβαίνω τον άδολο ενθουσιασμό του, αν διάλεγα έναν του ΛΕΞ ως τέτοιο, ως ορόσημο στο πλαίσιο της γενιάς του για το ελληνικό ραπ, θα έλεγα πως είναι το συμπαγές, κλειστοφοβικό (χάρη στη μαεστρία του Dof) 2XXX του 2018 (περί τούτου σας παραπέμπω στην κριτική του Χάρη Συμβουλίδη, σε αυτό εδώ το site). Επομένως αυτό θέτω ως πήχυ, ως ιδανικό χατ τρικ εκ των Χατ Τρικ, τόσο απλά και δίχως πολλά παραπάνω, ακόμη κι αν οι σημερινοί αριθμοί είναι huge, ακόμη κι αν το πολυμορφικό άνοιγμα του παρόντος είναι μεγαλύτερο, ακόμη κι αν διαβάζουμε πια μυριάδες δύσπιστα κι απαξιωτικά ποσταρίσματα του ύφους «ο κύριος ΛΕΞ/ τα συλλογικά μας τραύματα» κλπ που τελικώς δεν ασχολούνται με το Γ.Τ.Κ. στο χορτάρι, αλλά με τα ζητήματα της κερκίδας, και για το πόσα χρόνια θα παίζει ακόμη το πουλέν ή ο υπερεκτιμημένος, διάλεξε και πάρε. Διάλεξε και πάρε για το αν στο φινάλε ένας μουσικός είναι υπεύθυνος «για όσους χέζουν το μέλλον τους». Διάλεξε και πάρε, αν κάποιος σκληροπυρηνικότερος εμού, αντιτείνει πως τη χρονιά του Γ.Τ.Κ., ο Εθισμός έβγαλε το καλύτερο Millenials (αποδίδοντας του βέβαια τα σπέκια λέγοντας πως «Τι και αν μου ανήκει αυτή η πόλη, σαν τον Άλεξ, δε σήκωσα ποτέ μύτη»).

Στο Γ.Τ.Κ, ο Αλέξης Λαναράς ενδοσκοπεί, παραμένει αμφίσημος στα σημεία, μπαινοβγαίνει στους συνειδησιακά αδελφικούς του κόσμους, με μονότονα κουσούρια, trademark μανιέρες κι εμμονές. Έχει κοφτή κι οξυδερκή ματιά, ραπάρει αργόσυρτα και όσο καθαρότερα μπορεί (ουδείς φαντάζομαι - ακόμη κι ο ίδιος - δε θα πόνταρε στις τεχνικές του αρετές), χαριτολογεί στο «Με 'γειά το tracksuit, bro», σε μια κυκλοφορία που μαζεύτηκε στα της φόρμας, επιλέγοντας την commercial ασφάλεια, το μελωδικότερο beat δίχως γωνίες, επομένως κι ανοικτότερο («24ώρα») για να μασουληθεί ακόμη κι από όσους έντεχνους τρέμουν το fomo (οι άτεχνοι δεν το τρέμουν). Ομολογεί αδυναμία απέναντι στο χρόνο («Χειρότερη Γενιά») κι αυτό είναι το συγκινητικότερο που επιλέγω να εστιάσω πάνω από «τα αίματα του μουσαμά». Στην παραδοχή κι ανησυχία των ράπερ της γενιάς του, στη δική του εν προκειμένω, πως ο χρόνος επάνω στη σκηνή αρχίζει και τελειώνει. Δεν απευθύνομαι παρηγορητικά προς εκείνον, μα λέω πως ο ΛΕΞ, με το Γ.Τ.Κ (ή ορθότερα και με το Γ.Τ.Κ.) κερδίζει -επικυρώνει εκ νέου- το βασικότερο, πέραν των προσωπικών του εξιστορήσεων ή του δικού του ευθύβολου υπαρξιακού ξαλαφρώματος. Έχει κατακτήσει τη στιγμή που σε 15 χρόνια από σήμερα, βρισκόμενος σε ένα ολιγόλεπτο cameo επάνω σε μια σκηνή εκτός του ΛΕΞ echo chamber των ημερών, πιτσιρίκια ή και συνομήλικοι του από κάτω, fans, απ-αρνητές ή εκ του μακρόθεν νοσταλγοί της φάσης του, θα σκάσουν ένα έστω και πρόσκαιρο ψυχωμένο χαμόγελο, αντιστάθισμα ενός βολικού bespar για τους απροσμέτρητους φόβους και έγνοιες που θα κουβαλάνε. Τα δικά του παιδιά θα είναι εκεί, κανένας δίσκος δε θα έχει πεθάνει από την κουλτούρα τους, η βροχή θα πέφτει σε μωβ χρώμα

Εις τους αιώνες των αιώνων, κι ας μην ήταν ποτέ του Χριστός.

*στην πρόσφατη ανταπόκριση του Avopolis για τη συζήτηση Society Uncensored / Η δύναμη του ελληνικού ραπ στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, αναγνώστης ερμήνευσε το ρήμα συμπράττει ως «το άρθρο κάνει cancel τον Άλεξ» και κάπου εκεί αποφάσισα να σηκώσω τα χέρια ψηλά…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured