Στον Κινηματογράφο “Ηλέκτρα” στην Πατησίων Οκτώβρη που φορούσαμε ακόμα τιραντάκια και ύστερα στο ΡΟΜΑΝΤΣΟ το 2023 μέσα σε ένα πυκνό καπνό και λίγο μετά στο Αγοραφοβικό, εκεί που για κάποιο λόγο ακούστηκε ακόμα πιο δυνατά το «αλάτι έχετε πάνω σας, το βλέπω» και το «ήθελα απλώς να σας φτιάξω μπισκότα». Σε αυτά ακούσαμε πρώτη φορά την Αυστραλία και την περιμέναμε καιρό. Επιτέλους. Ήρθε.
Δυο χρόνια μετά, πρωί στην ανοιξιάτική Αθήνα μέσα σε μια έκρηξη από μικρά ανθάκια και μυρωδιές στις τζακαράντες και στις νερατζιές έσκασε και η Αυστραλία”. Την άκουσα νωρίς, στις 7:00 στον Λυκαβηττό. Την ξαναέβαλα στις 11:00 στην Ομόνοια. Και ύστερα το βράδυ μετά τις 20:00 στα Εξάρχεια. Το αποτέλεσμα ίδιο.
Οι ίδιες σκέψεις με εκείνες της πρώτης φοράς. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης μεγάλωσε. Κι εμείς μαζί. Σε αυτήν την πόλη. Και ήρθαν τα παιδιά και η κοινή ζωή. Και οι χωρισμοί. Και οι φίλοι στον ουρανό. Και οι γονείς που φοβόμαστε ότι θα φύγουν. Kι η επιθυμία να ανοίξουμε την κάμερα με την παιδική ζωή. Και η μοναξιά. Και η στροφή στον άνθρωπο. Και η Αθήνα. Πάντα η Αθήνα.
Ο Boy στην Αυστραλία χαμηλώνει τη φωνή του πού και πού και αυτή σαν να μαλακώνει κάπου. Η ένταση, όμως, παραμένει. Δίπλα σε κάθε ησυχία ένα ξέσπασμα στο άλμπουμ αυτό, που τα επτά κομμάτια του μπλέκονται περνώντας τη σκυτάλη το ένα στο άλλο με μια λέξη καταληκτική που γίνεται τίτλος στο επόμενο ή με τη συνέχεια της ιστορίας ή την απάντηση στην προηγούμενη κι έτσι καταλήγει μια τριαντάλεπτη αφήγηση που εναλλάσσεται ανάμεσα σε νηνεμίες και συναισθηματικά κρεσέντο, άλλοτε θυμίζοντας τον προσωπικό, τρυφερό τόνο της Αντιλόπης κι άλλοτε την ωμότητα και την αγριάδα στιγμών της Παραδουλεύτρας και της Ηλιοθεραπείας. Και έρχεται και η καταγγελία. Και ο απολογισμός. Πιο ήσυχα πια. Για μια ελευθερία-αυταπάτη κι ένα ποτάμι που δεν υπάρχει πια. Για τους νέους που δεν πεθαίνουν βασανιστικά, την οικογένεια, τους κινηματογράφους που κλείνουν και γίνονται υπουργεία, την αστυνομική βία, τον πόλεμο, τον ξεπεσμό, την απληστία, την Ελλάδα, την ξεγνοιασιά μιας παλιάς εποχής που πάει έφυγε κι αυτή και κανένα καλοκαίρι πια δεν μπορεί να μας σώσει.
Σαν μια κάμερα που κινείται από το κρεβάτι, το δωμάτιο, το διαμέρισμα, την πόλη, τη χώρα του Αλέξανδρου, «κάνει κοντινό» σε αντικείμενα προσωπικά και σκέψεις, και μετά περιπλανιέται στην Αθήνα διανύοντας μια υπαρξιακή διαδρομή, ο The Boy συνθέτει για μια ακόμα φορά το φωτογραφικό-ψυχογραφικό άλμπουμ της ζωής μας με λέξεις-φωτογραφίες που τραβάει από τα σεντούκια της καθημερινότητας με τίτλους «άνθρωποι», «τόποι», «παπούτσια», «έπιπλα», «δρόμοι», «χρώματα».
Λέξεις από τις οποίες πολλές έχει τραγουδήσει ξανά όπως το κόκκινο, τα μπισκότα, τα all star, το αίμα, τα φέρετρα, λέξεις, όμως, που μεγαλώνουν μαζί του και μετακινούνται και τοποθετούνται αλλού και «βλέπονται» αλλιώς, και πάλι στέκουν δίπλα σε κάτι σημαντικό.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης «ηρεμεί». Δεν μιλάει πια για μια Ελλάδα ξεκωλιάρα, νέους με ρουκέτες και τουρίστες να τους σπάσουμε στο ξύλο. Γράφει για τη χώρα που συνηθίζει να κλέβει την ομορφιά των πιο όμορφων παιδιών, τα δεσμά που προεξέχουν από τους αστραγάλους του, την ευτυχία που δεν βρίσκεται στην Αθήνα. Η κραυγή γίνεται παράπονο. Σπαρακτικό.
Για το Αλέξανδρο Βούλγαρη στην Αυστραλία τέσσερα φλοράλ μαξιλάρια, ένα ράφι με τα χαρτιά της δουλειάς και πιο δίπλα τα ρούχα του μωρού, τα ονόματα φίλων, μια βουκαμβίλια, μια κολώνα της ΔΕΗ, το στήθος της μάνας είναι η πρώτη ύλη για τα τραγούδια του και δεν γνωρίζω αν η γραφή του είναι αυτόματη ή όχι, αυτόματα, όμως, χτυπάει μέσα μας και κινεί το θυμικό μας. Δεν μπορεί να ακούς στους στίχους του «Ανέζα Παπαδοπούλου» και “Triffids” και να μένεις αμετακίνητος.
Δεν ξέρω αν είναι ο αυστραλέζικος κινηματογράφος, οι ταινίες χωρίς πλοκή, η ζωή στην Αθήνα, τα χρόνια που περνούν, η φίλη στο χώμα, οι μέρες, το χιόνι στον Λυκαβηττό, ο έρωτας, ένα μωρό, οι «Συγνώμες» στο Μοσχάτο, η δεδομένη συντέλεια του κόσμου, το φθηνό φαΐ στον Ταύρο, το πώς καταφέρνει να μπλέκει το προσωπικό με το πολιτικό ή όλα μαζί, αλλά ο -κατεξοχήν άνθρωπος- Αλέξανδρος Βούλγαρης σε αυτό το άλμπουμ καταγράφει ανθρωπολογικά, ανθρωποκεντρικά, κινηματογραφικά σκηνές από τη ζωή του που είναι κι η δική μας, και με λέξεις που δένει απρόσμενα (πλεξούδα με κάβλα, έκλαιγε λουλούδια, φορώντας τα αίματα) παραδίδει μαθήματα πρακτικής φιλοσοφίας, συνειρμικής αφήγησης και λόγου ποιητικού.
Αυτοαναφορικός, ομοδιηγητικός, εξομολογητικός, συναισθηματικός, κινηματογραφιστής-μουσικός, παντογνώστης αφηγητής, σταθερός σε μπότα, πιατίνι και τύμπανα σε επίσης σταθερό μέσα στα χρόνια - αναγνωρίσιμο πάντα – κάπως πιο μελωδικό στην Αυστραλία ρυθμό, που μια χαμηλώνει και μια υψώνεται άγρια κι εκβιαστικά («Θέλουνε πόλεμο; Θα τον έχουν»), έχει καθιερώσει το δικό του ύφος και πίσω του ακολουθεί ολόκληρη σχολή, φωνή που με τον καιρό ομορφαίνει και γίνεται πια τόσο οικεία που νομίζεις θα συναντήσεις στον δρόμο και θα σου φωνάξει “Επ, που χάθηκες;”, φωνή που κάνει δεύτερη φωνή στη φωνή της, το spoken word στα καλύτερά του που δεν σε αφήνει να πάρεις τα αυτιά σου από πάνω του με αυτή την προφορά, προφορά τέτοια που είτε προφέρει την «κάβλα», είτε το «Σ΄αγαπώ» χωνεύεται γλυκά, λέξεις απλές που μόνο αυτός μπορεί να προφέρει ποιητικά, γλώσσα που σίγουρα ηρεμεί στην Αυστραλία σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ χωρίς πολλές σκληρές λέξεις, συνεπής σε μεταφορές, αντιθέσεις, εγκιβωτισμούς, σχήματα λόγου που προκύπτουν πηγαία χωρίς επιτήδευση, λόγος αποφθεγματικός («Τα παιδιά θα θυμηθούν τα πάντα», «Οικογένεια θα πει αυτό που δεν ολοκληρώνεται»), κάποτε ειρωνικός, καταγγελτικός, προφητικός κι ανάμεσα σε όλα αυτά ηχογραφημένα αποσπάσματα ζωής από το παρελθόν, ψίθυροι και ήχοι της πόλης.
Ο The Boy ίσως να ήθελε να είναι σκληρός, σκέφτομαι, αλλά είναι ο πιο τρυφερός της γενιάς μας. Σαν εκείνους τους παλιούς ρομαντικούς ποιητές που κρατούσαν, όμως, μια αναρχική ιδέα και μια αναρχική καρδιά που δεν βολευόταν όσο μεγάλωναν και την έφτυναν σε λέξεις απλές, καθημερινές μήπως και ξυπνήσουν τα βαθιά υπνωτισμένα πνεύματα, μήπως ερεθίσουν κάτι κι έρθει η επανάσταση. Όχι κάποια μεγάλη, φοβερή, αλλά αυτή στην καθημερινή ζωή που φωνάζει -σαν τον Boy- στους ανθρώπους να σκεφτούν τα ζώα, τα δέντρα, τα ποτάμια, τις θάλασσες, τους άλλους ανθρώπους, «να μην ξεχνάμε ποτέ τους άλλους ανθρώπους» και που τελικά αν έρθει και κάτσει σε όλους μέσα σαν μανιφέστο, μπορεί και λίγο ν’αλλάξει τον κόσμο.
«Εμένα η κόρη μου θα τραγουδάει Lou Reed και θα καίει θρανία, θα απαγάγει, θα αλυσοδέσει, θα απανθρακώσει τα παιδιά του πρωθυπουργού» τραγουδούσε κάποτε και «ήμασταν αυτοί που δεν θα κάνουν ποτέ παιδιά» και τώρα στέκεται απέναντι σε «μια λευκή συρταριέρα με τα ρούχα του μωρού» και σκέφτεται τα λόγια της «Ίσως τελικά να είχες δίκιο και να ήταν καλύτερο να μην είχαμε γεννήσει ποτέ το πλάσμα που θα έσωζε τον κόσμο». Μπρος πίσω σε αισιοδοξία-πεσιμισμό, ησυχία-σπαραγμό, ρεαλισμό-σουρεαλισμό, φαντασία-πραγματικότητα, πλάνη-αλήθεια, ποίηση-ωμότητα, έρωτα-μίσος, ευτυχία-θλίψη, αγάπη-μοναξιά, σπίτι-πόλη, θέση-αντίθεση, άτομο-κοινωνία, χαμόγελο-δάκρυ, χαστούκι-φιλί, άνθρωπο-τέρας.
«Σκοτώνεται ένας αστυνομικός κι η μαμάκα του κλαίει. Δεν με νοιάζει, δεν είμαι άνθρωπος; Ή μάλλον, είμαι άνθρωπος πολύ, γι’ αυτό και δεν με νοιάζει».
Αυτό ακριβώς.
Είσαι άνθρωπος πολύ.
Είχα πει ότι δεν θα γράψω για την Αυστραλία.
Δεν γινόταν όμως. Τρεις εβδομάδες άντεξα. Η Αυστραλία νίκησε.
Οι δίσκοι του The Boy δεν μετριούνται σε πρωτοτυπία, αλλά σε στίχους που δίνουν χάδια κι αγκαλιές.
Αλέξανδρε Βούλγαρη, εμείς οι άνθρωποι που έχουμε ανάγκη ακόμα μια αγκαλιά, σε ευχαριστούμε ξανά.
Ραντεβού 15 Μαΐου στο ΡΟΜΑΝΤΣΟ.