Υπάρχουν φορές που ένας δίσκος σε αφήνει να πλέεις σε ένα πέλαγος γλυκόπικρων συναισθημάτων. Ούτε απογοήτευση απόλυτη, ούτε ενθουσιασμός ανεξέλεγκτος. Κάτι τέτοιο μου άφησε το Giants & Monsters των Helloween.
Αν και στην εποχή μας ο ισαποστακισμός δεν είναι επιλογή, το νέο πόνημα των Helloween με βρίσκει κάπου στη μέση. Σαν να δοκίμασες να φτιάξεις ένα φαγητό που είχε τα σωστά υλικά, εσύ είχες τις καλύτερες διαθέσεις, αλλά η συνταγή χάθηκε κάπου στην πορεία, ίσως λείπει λίγο αλάτι βρε αδερφάκι μου. Ας το πάρουμε όμως καλύτερα από την αρχή, ναι;
Οι Helloween δεν χρειάζονται συστάσεις. Αν υπάρχει ένα συγκρότημα που καθόρισε το ευρωπαϊκό power metal, αυτοί είναι οι Blind Guardian οι «κολοκύθες» του Αμβούργου. Από τα εκπληκτικά Keeper of the Seven Keys μέχρι και το πιο πρόσφατα ομότιτλο κατορθώματά τους, η μπάντα έχει αφήσει πίσω της την δική της ιστορία και αδιαμβισβήτητη παρακαταθήκη. Το 2017, η ανακοίνωση του Pumpkins United tour έμοιαζε με θαύμα: Michael Kiske και Kai Hansen πίσω στα ranks των Helloween , μαζί με τον Andi Deris, τον άνθρωπο που κακά τα ψέματα κράτησε όρθια τη μπάντα τις δεκαετίες που οι άλλοι έλειπαν. Το reunion αυτό, κάποιοι πιο κακοπροαίρετοι από εμένα θα το χαρακτήριζαν εμπορικό τρικ, για μένα όμως ήταν και μια ειλικρινής γιορτή της κληρονομιάς τους. Κάτι που απέδειξαν περίτρανα και όταν το 2018 μπήκαν στο στούντιο να γράψουν τον πρώτο τους δίσκο μαζί, με σκοπό να κυκλοφορήσει μέσα στο 2020. Λίγο ο covid, λίγο οι γύρω γύρω δυσκολίες το μετακίνησαν μέσα στο 21, όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Το ομώνυμο άλμπουμ Helloween ήρθε να επισφραγίσει αυτή την ένωση, αποδεικνύοντας ότι η πολυφωνία μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά. Tο απόλυτο return to form. .
Τέσσερα χρόνια μετά, το Giants & Monsters εμφανίζεται ως ο φυσικός διάδοχος αυτής της επιτυχίας. To εξώφυλλο είναι και πάλι του Eliran Kantor και εδώ δεν σηκώνει καμία ειρωνεία. Το artwork του Kantor είναι και πάλι πραγματικά φαντασμαγορικό. Ο Jack O’ εμφανίζεται σε μια ηρωική, βιντεοπαιχνιδίστικη πόζα, να σηκώνει κύματα και να εξολοθρεύει τέρατα. Είναι λεπτομερές, γεμάτο μικρές αναφορές και χρώμα, ένας πίνακας που θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομα ως έργο τέχνης... σύν μια κολοκύθα. Δεν μπορώ όμως να πω πως η βιτρίνα ταιριάζει στο μαγαζί. Το πρόβλημα είναι πως το εξώφυλλο υπόσχεται έναν δίσκο μεγαλειώδη, επιθετικό, γεμάτο ενέργεια. Και ακριβώς εκεί έρχεται η απογοήτευση. Γιατί η μουσική που περιέχει είναι κάπως λιγότερο φιλόδοξη από την εικόνα που τη συνοδεύει.
Το Giants & Monsters ανοίγει με το "Giants On The Run", και η αρχή είναι υποσχόμενη, έστω κι αν η συνέχεια δεν δικαιώνει το πρώτο χαμόγελο. Τουλάχιστον το ρεφρέν είναι δυνατό και κολλητικό, κλασικό Helloween. Όμως πέρα από αυτό, τα πράγματα μοιάζουν κάπως… άδεια. Οι στροφές δεν έχουν τον ίδιο ενθουσιασμό, τα riffs δεν βγάζουν δόντια. Στα φωνητικά, ο Deris παραδίδει σταθερά καλές ερμηνείες, πέρα από μια αστοχία σε μια προσπάθεια για growls (ειλικρινά γιατί;) και η σύμπραξή του με τον Hansen δίνει μια αρκετή δόση νοσταλγίας για να το κρατήσω με θετικό πρόσημο.
Το δεύτερο κομμάτι φέρνει και την πρώτη ουσιαστική απογοήτευση. Το "Saviors Of The World" δυστυχώς μου μοιάζει γραμμένο στον αυτόματο πιλότο, σαν να ήθελαν απλώς να γεμίσουν τη λίστα με ένα ακόμα mid/fast-tempo power metal τραγουδάκι. Οι γραμμές του Kiske, που συνήθως φέρνουν λάμψη, εδώ μοιάζουν κάπως αμήχανες... ή υπερβολικά μηχανικές. Είναι από εκείνα τα τραγούδια που δεν καταφέρνουν να αφήσουν ίχνος στη μνήμη μου. Αν αξίζει να κρατήσω μια λεπτομέρεια που σώζει το κομμάτι από την πλήρη ανυπαρξία είναι το φανταστικό lead/solo που ξεσπάει λίγο μετά το 2ο λεπτό. Μικρή όαση στη μέση της ερήμου.
Αν υπάρχει τραγούδι που να φωνάζει «Scorpions», αυτό είναι το "A Little Is A Little Too Much". Είναι ένα ραδιοφωνικό κομμάτι άλλης δεκαετίας. Από τις μελωδίες μέχρι την ατμόσφαιρα, μοιάζει περισσότερο φόρος τιμής (η αντιγραφή είναι κακή λέξη και εδώ δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό) στους συμπατριώτες τους, παρά Helloween αν και φυσικά το ντουέτο Kiske–Deris προσπαθεί να του δώσει χαρακτήρα Το ρεφρέν είναι τόσο κολλητικό που δεν γίνεται να μην σου μείνει, αλλά από κει και πέρα δεν έχει να δώσει πολλά.
Τώρα όμως περνάμε σε τελείως άλλο επίπεδο. Το "We Can Be God" είναι με διαφορά το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι του δίσκου, ίσως και το μοναδικό που μπορείς να αποκαλέσεις πραγματικό έπος. Από το πρώτο riff που σε αρπάζει, μέχρι τα ασταμάτητα διπέταλα και τις διαδοχικές σολάρες, όλα δένουν ιδανικά. Το καλύτερο; Οι τρεις τραγουδιστές βρίσκονται σε πλήρη αρμονία, ο καθένας με το δικό του χρώμα. Δεν είναι υπερβολικό να πω πως έχει case για Helloween-κομμάτι 20ετίας. Ένα πραγματικό highlight που δείχνει τι θα μπορούσε να είναι ολόκληρος ο δίσκος.
Το "Into The Sun" ειναι ο ορισμος του τραγουδιου που θα σκίπαρα σε φυσιολογικες συνθηκες. Ξεκινά με απαλό πιανάκι και τον Deris να απαγγέλει αφηγητικά, μια συνταγή που σπάνια κερδίζει την καρδιά μου. Κοιτα ομως που έμελε να είναι από τα αγαπημενα μου στο δίσκο εν τέλει. Μια υπέροχη μπαλάντα, με φοβερή δύναμη, υπεροχο πιανο και εναν μαγικο Deris με τον Kiske να ακολουθεί αξιοπρεπέστατα.
Δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο για αυτό το δίδυμο στο "This is Tokyo". Ίσως φταίει που δεν ειμαι weeb και δεν έχω την ίδια ζέση με το μέρος όπως οι φίλοι μας εδώ. Και εδώ δυστυχώς το μόνο που εχω να προσθέσω εέναι πως ενα δυνατό ρεφραίν και μια ωραία γέφυρα δεν φέρνουν την άνοιξη. Πολύ δυνατό ρεφραίν όμως ε, μην τους αδικώ. Γυρνάει φουλ στο κεφάλι μου από όταν κυκλοφόρησε το single. Απλά ίσως δεν έχω την ίδια τουριστική διάθεση για να απολαύσω το υπόλοιπο.
Το "Universe (Gravity For Hearts)" είναι ίσως το δεύτερο πιο σημαντικό μου highlight του δίσκου. Οκτώ λεπτά σε διάρκεια, που όμως δικαιολογούν κάθε δευτερόλεπτο. Εδώ ο Kiske αναλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά τα φωνητικά, και ακούγεται πιο επιβλητικός και πολυσχιδής από ποτέ. Ομοίως το ίδιο το κομμάτι ξετυλίγεται σαν ταξίδι, με riffs που αναπνέουν, στροφές που κλιμακώνονται, και μελωδίες που δεν κουράζουν παρά το μέγεθός τους. Είναι από τα τραγούδια που επιστρέφω ξανά και ξανά, και κάθε φορά ανακαλύπτω κάτι καινούριο να ξεχωρίσω.
Το πρώτο riff του "Hand of God" μοιάζει με σίγουρη συνταγή επιτυχίας: η μελωδία είναι φτιαγμένη για να αγαπηθεί, ωστόσο, κάτι στη συνολική εκτέλεση μου το αφήνει κενό. Λίγο ότι το ρεφραίν δεν είναι τόσο bombastic, λίγο ότι τα κουπλέ δεν έχουν... τίποτα. Δεν είναι κακό τραγούδι μωρέ, κάθε άλλο, αλλά νιώθω ότι θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο. Ξανά όμως ένα πολύ καλό solo που κουβαλάει τη φάση στο δεύτερο μισό.
Το "Under The Moonlight" προσπαθεί να ακουστεί ρομαντικό και μελωδικό, αλλά τελικά πέφτει θύμα της ίδιας του της πρόθεσης. Είναι υπερβολικά «γλυκό» για να με συγκινήσει πραγματικά, ή έστω να μου προκαλέσει οτιδήποτε, με αποτέλεσμα να χάνει σε δυναμική. Ένα σίγουρα το πιο αδύναμο σημείο του άλμπουμ στα μάτια και τα αυτιά μου.
Ευτυχώς, η αυλαία πέφτει με το "Majestic", που δικαιολογεί ΠΛΗΡΩΣ τον τίτλο του. Η πιο πλήρης και φιλόδοξη σύνθεση εδώ, με τους τρεις τραγουδιστές να δίνουν ρέστα. Το κομμάτι περνά από όλες τις διαθέσεις, επικότητα, μελωδία, δύναμη, ταχύτητα. Είναι σαν μια μικρή περίληψη του τι είναι οι Helloween. Μια επίδειξη από όλους τους λόγους που καθιστούν τις "κολοκυθες" μια τόσο λατρεμένη και ίσως τη σημαντικότερη μπάντα σε ολάκερο το EuroPower.
Από την μία το Giants & Monsters είναι ένας δίσκος που ζει στη σκιά της ίδιας του της κληρονομιάς. Δεν είναι όσο καλός ήταν ο προκάτοχός του, όμως τέτοιες συγκρίσεις δεν αποφέρουν και καρπούς. Από την άλλη όμως μου προσέφερε αρκετές έντονες και όμορφες στιγμές, ώστε να είμαι απόλυτα ικανοποιημένος που το άκουσα. Τα leads και τα τριπά φωνητικά είναι σίγουρα το πιο σημαντικό όπλο της μπάντας, και σε στιγμές λειτουργεί ιδανικά. Δεν ξέρω κατά πόσο θα επέστρεφα συχνά σε ολόκληρο τον δίσκο, ξέρω όμως πως τουλάχιστον 4 κομμάτια θα μπούν στο rotation.