Ο Dev Hynes, ο άνθρωπος δηλαδή που κρύβεται πίσω από το project ονόματι Blood Orange, είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα ταλέντα που αναδείχθηκαν κατά την περασμένη δεκαετία. Υποτιμημένος όχι γιατί δε γνώρισε καταξίωση και επιτυχία˙ με μια γρήγορη ματιά στις streaming πλατφόρμες διαπιστώνει κανείς ότι πολλά κομμάτια του έχουν περάσει τον πήχη του ενός εκατομμυρίου ακροάσεων, με ορισμένα μάλιστα να μετρούν δεκάδες εκατομμύρια. Αλλά γιατί η επιτυχία του αυτή ούτε σε πραγματικό χρόνο ήρθε, ούτε το αληθινό καλλιτεχνικό του μέγεθος αντικατοπτρίζει.
Τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από την τελευταία του ολοκληρωμένη δισκογραφική κίνηση (mixtapes και EP εξαιρουμένων) τον βρήκαν να αναπολεί τα χρόνια του Essex, γενέτειρα και τόπος κατοικίας του μέχρι την ενηλικίωσή του. Τον βρήκαν επίσης να πενθεί τον χαμό της μητέρας του, η οποία αποτέλεσε καθοριστική για εκείνον φιγούρα και έφυγε από τη ζωή το 2023.
Τα δύο παραπάνω στοιχεία είναι και αυτά που χρωματίζουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο το Essex Honey. Έναν δίσκο που βρίθει από μελαγχολικούς στίχους γύρω από την απώλεια, τη θλίψη, την ταυτότητα και άλλες σκοτεινές θεματικές, οι οποίες προσεγγίζονται σαν θραύσματα αναμνήσεων ενίοτε αινιγματικά, άλλοτε εικονοπλαστικά και σχεδόν πάντα με συναισθηματική αμεσότητα και ευθύτητα.
Η στιχουργική του Hynes περιβάλλεται από συνθέσεις που διατηρούν τον γνώριμο R&B πυρήνα της τραγουδοποιίας του (με τις επιρροές από τα 1980s να παραμένουν προφανείς), αλλά συχνά εγκολπώνονται μια indie pop μελωδικότητα, καθώς και μια μοντέρνα αποσπασματικότητα στις δομές των κομματιών. Τα synths εξακολουθούν να δίνουν το εντονότερο στίγμα στο ηχητικό μίγμα αλλά η παλέτα των οργάνων είναι πιο διευρυμένη από κάθε άλλη φορά, με τα πνευστά να έχουν την τιμητική τους -σαξόφωνα, φλογέρες, μέχρι και φυσαρμόνικες εμπλουτίζουν τις ενορχηστρώσεις με εξαιρετικά αρμονικό τρόπο. Και βέβαια, η ανθρώπινη φωνή: μια στρατιά καλεσμένοι παρελαύνουν στον δίσκο, από την Lorde μέχρι την Caroline Polachek, χωρίς ποτέ να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αντ’ αυτού, ενσωματώνονται οργανικά στον ηχητικό κόσμο του Hynes, αποτελώντας ψηφίδες του όλου έργου και όχι κάποιου είδους προχειροβαλμένους κράχτες για την προβολή του.
Το Essex Honey είναι γενικά συνεπές στην ποιότητά του, ωστόσο υπάρχουν στιγμές που ξεχωρίζουν αισθητά. Το "Mind Loaded", ίσως η πιο εκκωφαντική από αυτές, αποτελεί μια περιδίνηση σε καταθλιπτικές σκέψεις που ξεκινά υπό τον ήχο πλήκτρων και εγχόρδων και μετά τη μέση εκτονώνεται σε μια υπέροχη ασύμμετρη ρυθμολογία, με layers φωνητικών να «κυκλώνουν» τον ακροατή και να συμβάλλουν σε ένα μαγικό αποτέλεσμα. Ένα ακόμη highlight είναι το "The Field", για τους ίδιους περίπου λόγους συν ένα πανέμορφο κιθαριστικό riff, που αποτελεί και τη ραχοκοκκαλιά της σύνθεσης. Το "Vivid Light", το οποίο ακολουθεί μια πιο κλασική soul διαδρομή και ακούγεται σαν φθινοπωρινό σούρουπο, το "Somewhere in Between" με τη στιβαρή του μελωδικότητα και το "The Last of England", που συνοψίζει την ηχητική ταυτότητα του δίσκου, συμπληρώνουν την πεντάδα των σπουδαίων στιγμών του δίσκου.
Θα υπερβάλλαμε αν ισχυριζόμασταν ότι το Essex Honey φτάνει τις κορυφές δίσκων σαν το Cupid Deluxe (2013) ή Freetown Sound (2016), τα οποία αμφότερα σημάδεψαν τη δεκαετία των 2010s. Δεν είναι τέτοια η δυναμική του. Είναι, ωστόσο, μια ώριμη, δεμένη μουσική και στιχουργική πρόταση, η οποία εξελίσσει τον ήχο του Hynes προς τη σωστή κατεύθυνση, αποτελώντας έτσι μια έξοχη προσθήκη στον κατάλογο του Blood Orange.