Στο I Believe in You, My Honeydew, ο Josh Ritter βαδίζει με αυτοπεποίθηση (πλέον) σε μια διαδρομή που τον έχει ήδη καθιερώσει ως έναν από τους πιο ουσιαστικούς τραγουδοποιούς της αμερικανικής folk σκηνής. Δεν επιχειρεί να ξαναεφεύρει τον εαυτό του, και ίσως να μην χρειάζεται. Αλλά αυτό που κάνει εδώ είναι πιο δύσκολο: μας θυμίζει γιατί η ίδια η πίστη έχει σημασία. Πίστη στον εαυτό μας, στην τέχνη, στον έρωτα, πίστη σε αυτόν τον αόρατο συνομιλητή που κάθε καλλιτέχνης κουβαλά μέσα του.
Αν το Spectral Lines (2023) έπλεε σε πιο μινιμαλιστικά και χαμηλόφωνα νερά, εδώ έχουμε το ακριβώς αντίθετο: ένα δίσκο πληθωρικό, με δέκα τραγούδια γεμάτα ιδέες, ενορχηστρώσεις που ανοίγουν τον χώρο και μια διάθεση περισσότερο εξωστρεφή. Και από το παράξενο, σχεδόν τρυφερά εκκεντρικό, εξώφυλλο του τίτλου (Honeydew) πηγάζει από την προσωπική σχέση του Ritter με τη μούσα του, ή μάλλον με το φάντασμα αυτής, όπως ο ίδιος ομολογεί. Η μούσα γίνεται μια προσφώνηση, μια συνομιλήτρια, ένας «αόρατος και εκτυφλωτικός σύντροφος».
Το άλμπουμ ανοίγει με το "You Won’t Dig My Grave", μια θριαμβευτική στιγμή αντίστασης. Η gospel χορωδία χτίζει μια λειτουργία, πάνω στην οποία ο Ritter τραγουδά με την ίδια αποφασιστικότητα που ο Johnny Cash έφερε στις τελευταίες του ηχογραφήσεις, μόνο που εδώ η ποιητική του οξύτητα παραμένει αναλλοίωτη. «I am no weeping willow / I am no fragile flower», γιατί δεν πρόκειται για κάποιον θρήνο αλλά μια χαρούμενη (κάπως) πολεμική κραυγή. Και η δύναμη του δίσκου βρίσκεται ακριβώς εκεί: στο πώς συνδυάζει τη λογοτεχνική ευαισθησία με τις μεγάλες, οικουμενικές χειρονομίες της αμερικανικής παράδοσης. Ο Ritter ξέρει να φτιάχνει τραγούδια που μοιάζουν προσωπικά, αλλά ακούγονται σαν να έχουν γραφτεί για όλους. Και στο Honeydew επιλέγει να θυμίσει πως, ακόμα και σε έναν κόσμο κουρασμένο, με τις (περισσότερες) μούσες να σιωπούν και τις αυταπάτες να ξεθωριάζουν, η πίστη μπορεί και να παραμένει μια από τις τελευταίες πράξεις αντίστασης.
Το ομώνυμο κομμάτι, "Honeydew (No Light)", λειτουργεί σαν άγκυρα του δίσκου. Μια γρήγορη μπαλάντα που θυμίζει Guthrie, μελωδία που απλώνεται σαν πεδιάδα στα Upper Plains, μιλώντας για μια φιγούρα-Ρομπέν των Δασών που παίρνει από τους πλούσιους για να θρέψει τους φτωχούς, ενώ ο αφηγητής τραγουδά πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Το ρεφρέν, «Dark days / Lead to dark nights / Lead to dark years / No light», ακούγεται σαν μάντρα για την εποχή μας, κι όμως, μέσα στο σκοτάδι, μια κρύβεται σπίθα: «I believe in you, my honeydew / I know you’ll come for me». Παρηγορητικός, κλασικός Ritter, εκεί όπου η μελαγχολία σμίγει με την ελπίδα.
Κι έπειτα έρχεται το "Truth Is a Dimension (Both Invisible and Blinding)", ίσως η πιο εκθαμβωτική φολκ στιγμή του άλμπουμ. «Of the System 611, a Magellanic cluster / I’d been watching for a while, I got my telescope adjusted / And I turned it on an unassuming patch of dusty sky / That was really fifty billion stars a billion lightyears wide». Αποκαλυπτικός o Ritter, μας ζητά να κοιτάξουμε αλλιώς, γιατί ποιος μπορεί να κοιτά ένα «ταπεινό κομμάτι σκονισμένου ουρανού» και να δει πενήντα δισεκατομμύρια άστρα; Δεν είναι το τηλεσκόπιο που του δίνει αυτήν την όραση, αλλά ο τρόπος που στέκεται απέναντι στη ζωή και στην τέχνη. Μια ικανότητα να βλέπει πίσω από το προφανές, να μετατρέπει το επιστημονικό σε ιερό. Και βέβαια, το κομμάτι είναι εθιστικά μελωδικό για τραγούδι που θα μπορούσε να γίνει ύμνος.
Το "Noah’s Children" είναι ίσως η πιο αξέχαστη στιγμή του δίσκου. Ξεκινά από την κοινοτοπία των προαστίων («Split-level ranch on a mid-level street») και σύντομα ξετυλίγεται σε κάτι νοσταλγικά βίαιο, με βιβλικές εικόνες και μπόλικο αποκαλυπτικό τρόμο. Ο Ritter εμπνεύστηκε, λέει, από έναν πίνακα του El Greco, κι ίσως να ακούς και το φάντασμα του πινέλου σε κάποιον στίχο. Το ρεφρέν, «The world’s ending but it’s ending all the time», χτυπά δυνατά σε μια εποχή που η καταστροφή μοιάζει μόνιμο υπόστρωμα. Αλλού, ο Ritter αφήνεται στη μυστικότητα. Το "Wild Ways" μοιάζει με προσευχή ή ίσως με παράδοση: «I give everything I have / To your wild ways.» Το "Thunderbird" μετατρέπει έναν εραστή σε μυθολογική δύναμη, ενώ το αχαλίνωτο "Kudzu Vines" χρησιμοποιεί τα δηλητηριώδη φυτά σαν μια αλληγορία για καθετί που πνίγει τη σύγχρονη ζωή.
Ηχογραφημένο στα Pachyderm Studios στη Μινεσότα και με παραγωγό τον χρόνια συνεργάτη Sam Kassirer, το Honeydew βρίσκει τη Royal City Band (Sam Kassirer στα πλήκτρα, Zachariah Hickman στο μπάσο, Rich Hinman στις κιθάρες και το pedal steel, Ray Rizzo στα ντραμς) σε κορυφαία φόρμα. Δίνουν στον Ritter τον χώρο να αναπνεύσει και να φλεγεί, προσθέτοντας απροσδόκητες υφές (με το σαξόφωνο και τα πίσω φωνητικά του Matt Douglas) που κάνουν τον δίσκο να ηχεί σαν να ηχογραφήθηκε σε μια σκηνή αναβίωσης, γεμάτη φωτιά και πνεύμα.
Η κορύφωση έρχεται με το "The Throne", την πιο άμεση αντιπαράθεση του Ritter με την εξουσία και την πίστη. Εκεί απαριθμεί τα βάρη της εποχής μας («The weather / The news / The self-isolation / The loss of the muse / The disinformation») πριν μας αποκαλύψει: «I have been to the throne / And there was nobody there». Είναι μια στιγμή συντριπτική, αλλά δεν μας αφήνει στο κενό∙ η ανατροπή κρύβει μια αχτίδα ελπίδας: «We’re just skin and bones / In that there is power / If we want it it’s ours». Ο Ritter αρνείται να αφήσει το κενό να είναι το τέλος της ιστορίας.
Κι ίσως αυτό είναι το μεγαλείο αυτού του άλμπουμ: είναι μια άσκηση στο πώς να πιστεύεις, ακόμα και όταν όλα μοιάζουν να καταρρέουν. Μας θυμίζει ότι η πίστη δεν είναι στατικότητα, αλλά πράξη, ότι η φαντασία μπορεί να είναι καταφύγιο, κι ότι η αμφιβολία δεν ακυρώνει το φως αλλά το κάνει πιο αληθινό. Και στο τέλος, το Honeydew ναι, λάμπει. Είναι ένας δίσκος γεμάτος έξυπνες στροφές, ιστορίες που κυλούν σαν ποτάμι και μελωδίες που μένουν, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και οι πιο βαριές ιδέες μπορούν να λάμψουν όταν περνούν μέσα από τη φωνή ενός αφηγητή που ξέρει να παντρεύει τη γη με τον ουρανό.