Στη ζωγραφική, η κυριαρχία της ρεαλιστικής προοπτικής είναι μια σχετικά πρόσφατη καινοτομία. Πριν την Αναγέννηση η τεχνική αυτή (που χρησιμοποιεί την αυξομείωση του μεγέθους των μορφών για να δημιουργήσει αίσθηση χωρικού βάθους) δεν ήταν άγνωστη, αλλά ούτε και μονοπωλιακή. Στον Μεσαίωνα, μια αρκετά πιο δημοφιλής τεχνική έθετε το σχετικό μέγεθος των μορφών με βάση τη σημασία της καθεμιάς και όχι βάσει της σχετικής τους απόστασης στο τοπίο της απεικόνισης. Κάτι που δημιουργεί μια αίσθηση παράδοξου στον σύγχρονο θεατή, μιας και αδιαφορεί για τον τρόπο με τον οποίον είθισται να οργανώνουμε οπτικά τον κόσμο.

Η μουσική των Funereal Presence, προσωπικού σχήματος του Bestial Devotion (κατά κόσμον Mattias Müller) των Negative Plane, δημιουργεί μια παρόμοια παράδοξη αίσθηση στις πρώτες επαφές με τον ακροατή (όπως συμβαίνει και με τη βασική μπάντα του). Αφενός, οφείλεται στην επιλογή μιας παράφωνης, κοίλης, γεμάτη αντηχήσεις παραγωγής, όπου το αποτέλεσμα θυμίζει αδιάκοπη θραύση βιτρό σε καθεδρικό ναό. Πέρα όμως από αυτό, ρόλο παίζει και η ίδια η δόμηση των κομματιών, η οποία αδιαφορεί για συμβατικές ακολουθίες, δημιουργώντας αλλόκοτα υβρίδια κιθάρας, τυμπάνων και απόκοσμης φωνής. Κι έχουμε το παράδοξο ότι ενώ, όπως θα δούμε, τα υλικά της κατασκευής του δίσκου είναι κατά βάση γνώριμα, το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει άκρως περίεργο και ιλιγγιώδες· σαν θέαση μιας «λάθος» προοπτικής.

Στο Achatius, 2ο δίσκο των Funereal Presence, τα τύμπανα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι αναμενόμενο άλλωστε, μιας και αποτελούν το βασικό όργανο του Bestial Devotion. Το ρυθμικό παίξιμο κυμαίνεται από blastbeats μέχρι αυτοσχεδιαστικά γεμίσματα και αναπαραστάσεις κωδωνοκρουσιών, πάντα με εξαιρετικά προσωπικό στυλ. Οι κιθάρες είναι αεικίνητες, τα δε riffs λεγεώνα: μακρόσυρτα, εικονογραφικά, με κάποια καταπληκτικά ακουστικά θέματα (όπως η εισαγωγή του άλμπουμ), η δε έγχορδη ποιότητα δεν χάνεται πουθενά και φέρει επίσης χαρακτηριστικό ήχο.

Υπάρχουν πολλές ματιές στο heavy metal των 1980s και ειδικά στη λαγνεία του σκοτεινού thrash της εποχής εκείνης, όπως και στα πρώτα ανατολικοευρωπαϊκά βήματα του black metal, με αιχμή τους Master’s Hammer. Εν αντιθέσει όμως με σύγχρονους καλλιτέχνες όπως οι Malokarpatan –οι οποίοι δεν ξεφεύγουν από τη σκιά των ίδιων επιρροών– οι Funereal Presence φτιάχνουν κάτι που είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό πρωτάκουστο και πρωτοποριακό, ακριβώς γιατί χρησιμοποιούν μια διαφορετική από το σύνηθες ηχητική προοπτική.

Ο δίσκος αποπνέει μοχθηρία, που δεν ζορίζεται να παραμείνει στα σοβαροφανή στεγανά των ορθόδοξων επιταγών του black metal. Εν αντιθέσει, όπως και στους Negative Plane, η μουσική ρέει αβίαστα προς θύλακες με εύθυμη, πανηγυρική, δαιμονική αύρα, οι οποίοι, αντί να μειώνουν την απειλή του Άλλου, επαληθεύουν τη διονυσιακή, σκοτεινή και ζωντανή φύση του· εικόνες από τους μεσαιωνικούς χορούς του Αγίου Βίτου έρχονται στο μυαλό.

Ο 2ος δίσκος των Funereal Presence είναι λοιπόν δύσκολος· αποσυντονίζει τον ακροατή στις πρώτες ακροάσεις λόγω της πολύ παράξενης φύσης του (δομικής, συνθετικής, αισθητικής). Όμως τα 4 μακροσκελή κομμάτια –άνω των 11 λεπτών έκαστο– αποζημιώνουν την επιμονή, αποκαλύπτοντας νέους τρόπους ηχητικής οργάνωσης. Ο Bestial Devotion έχει δηλώσει πως κανείς πια δεν γράφει τη μουσική που θέλει να ακούσει· γι' αυτό και ανέλαβε να τη φτιάξει ο ίδιος. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτήν την προσπάθειά του έχει δημιουργήσει έναν παιχνιδιάρικο, φαντασμαγορικό, μαγικό ήχο, ο οποίος θυμίζει πολλά αλλά δεν μοιάζει με σχεδόν τίποτα (πέρα ίσως από μια πιο μεσαιωνική εκδοχή των Negative Plane). Κάπως έτσι χτίζεται η σπουδαία τέχνη, με εγκάρδια και αναπάντεχη χρήση των επιρροών ενός δημιουργού.

{youtube}6T917PC_jZU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured